Χίλιες και μία ιστορίες αίματος και οργής στη Μ. Ανατολή από μυστικές υπηρεσίες και κράτη
Οι εκλογές στο Ιράν του 1951 δεν έκρυβαν εκπλήξεις. Ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ εκλέχτηκε πρωθυπουργός με το Εθνικό Μέτωπο, στηριζόμενος σε μεγάλη πλειοψηφία. Μια από τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ήταν η εθνικοποίηση του πετρελαίου. Στόχος ήταν να χρηματοδοτηθεί ένα εθνικό πρόγραμμα εκβιομηχανοποίησης και κοινωνικής πολιτικής.
Η κίνηση αυτή εξόργισε Βρετανούς και Αμερικανούς, διότι αφαιρούσε κέρδη από τις δυτικές τσέπες και έδινε το κακό παράδειγμα και στους άλλους λαούς. Η νεοσύστατη CIA και η βρετανική MI6 ήταν διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να ανατρέψουν τον Μοσαντέκ. Η ανοιχτή εισβολή ήταν ανέφικτη, οπότε επιλέχθηκε η οδός των μυστικών επιχειρήσεων (clandestine operations) και του πραξικοπήματος.
Η επιχείρηση ονομάστηκε «TPAJAX». Ηταν η πρώτη του είδους της, πραγματοποιήθηκε στις 19 Αυγούστου 1953 και στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Ο Μοσαντέκ ανατράπηκε, δικάστηκε, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του κρατούμενος και με την επάνοδο του σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί στην εξουσία το ιρανικό πετρέλαιο παραχωρήθηκε κατά 40% στους Αμερικανούς.
Πλημμυρίδα και άμπωτη του αραβικού εθνικισμού
Το… πείραμα του Μοσαντέκ ενέπνευσε τους λαούς της Μέσης Ανατολής και η ανατροπή του τους εξόργισε, επιφέροντας το κίνημα του παναραβισμού. Το 1952 το εθνικιστικό κίνημα των Ελεύθερων Αξιωματικών στην Αίγυπτο ανέτρεψε τον βασιλιά Φαρούκ, διώχνοντας τους Βρετανούς από τη χώρα, εθνικοποιώντας τη διώρυγα του Σουέζ και θέτοντας την οικονομία σε νέες βάσεις. Ταπεινωμένες οι Βρετανία και Γαλλία επιτέθηκαν στην Αίγυπτο του Νάσερ το 1956 ώστε να καταπνίξουν την επανάσταση εν τη γενέσει της και να ξαναπάρουν υπό τον έλεγχό τους τη διώρυγα του Σουέζ. Ομως απέτυχαν οικτρά, προκαλώντας νέο κύμα εθνικιστικών επαναστάσεων στη Μέση Ανατολή.
Ο αραβικός εθνικισμός καταλάμβανε τη μια χώρα μετά την άλλη, εκπληρώνοντας τη θεωρία του ντόμινο. Το 1958 οι νασερικοί εθνικιστές Ελεύθεροι Αξιωματικοί κατέλαβαν την εξουσία στο Ιράκ, ενώ το 1962 το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) κέρδιζε τον αλγερινό πόλεμο της ανεξαρτησίας. Το 1963 αποτελεί χρονιά-ορόσημο, καθώς το εθνικιστικό σοσιαλίζον κόμμα Μπάαθ καταλαμβάνει την εξουσία τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ.
Το παλαιστινιακό ζήτημα την εποχή εκείνη σιγοκαίει, συγκινεί και κινητοποιεί τους απανταχού μουσουλμάνους, κυρίως Αραβες. Η Νάκμπα (καταστροφή) του 1948 δεν έχει ξεχαστεί. Ομως δύο απανωτοί πόλεμοι το 1967 και το 1973 ανάμεσα σε Ισραήλ και Αραβες βάζουν το παλαιστινιακό στο ράφι και ρίχνουν τον αραβικό εθνικισμό σε βαθιά κρίση. Τα εθνικιστικά αραβικά καθεστώτα ανατρέπονται ή σαπίζουν εκ των έσω.
Τα απόνερα της Ιρανικής Επανάστασης
Το 1978-79 ξεσπάει η Ιρανική Επανάσταση που ανατρέπει τον αμερικανόφιλο σάχη της δυναστείας των Παχλαβί και στην εξουσία εγκαθίσταται ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί προκαλώντας ισλαμιστικούς «σεισμούς» στη Μέση Ανατολή. Το διακύβευμα ήταν μεγάλο και οι Αμερικανοί έχοντας τον πονοκέφαλο των ομήρων στην πρεσβεία τους στην Τεχεράνη βρίσκονταν αντιμέτωποι με την απώλεια –πλην του πετρελαίου– του σημαντικού «χωροφύλακά» τους στα νώτα της Σοβιετικής Ενωσης και έτσι έπαιξαν το χαρτί της αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή. Ετσι, την ίδια χρονιά με την ανάμειξη των Αμερικανών ο Σαντάμ Χουσεΐν αφού πραγματοποιεί πραξικόπημα οδηγεί το Ιράκ μέσω εισβολής σε αιματηρότατο πόλεμο (πάλι με την ενθάρρυνση και ενεργή υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης) με το Ιράν που κρατάει έως το 1988.
Η ήττα του Ιράκ στον πόλεμο δημιουργεί τεράστια χρέη, ωθώντας το 1990 τον Σαντάμ να εισβάλει στο γειτονικό Κουβέιτ ώστε να εξασφαλίσει τις πετρελαιοπηγές του. Η Ουάσινγκτον διαμήνυε ότι δεν θα εμπλακεί σε ενδεχόμενη σύγκρουση, όμως συνέβη το αντίθετο. ΗΠΑ και συμμαχικές δυνάμεις υπό την κάλυψη του ΟΗΕ εισέβαλαν και εκδίωξαν τους Ιρακινούς από το Κουβέιτ, δίχως όμως να ανατρέψουν τον Σαντάμ, αφήνοντάς τον ελεύθερο να μακελέψει Κούρδους και σιίτες που εξεγέρθηκαν στην επικράτειά του.
Η ψυχροπολεμική παγίδα του φονταμενταλισμού
Μετά την ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ ο Ψυχρός Πόλεμος μπήκε σε νέα φάση. Οι Σοβιετικοί τσίμπησαν το δόλωμα του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι (σύμβουλος ασφαλείας του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ το 1977-81) και εισέβαλαν στο Αφγανιστάν το 1979 για να ανασχέσουν τον φονταμενταλιστικό κίνδυνο στο μαλακό τους υπογάστριο καθώς και να σταθεροποιήσουν την εξουσία του φιλοσοβιετικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν.
Αυτό που επακολούθησε ήταν πραγματική κόλαση για τους Σοβιετικούς. Η δεκαετής παρέμβαση αποτέλεσε ένα «Γούντστοκ» των φονταμενταλιστών «Μαχητών της ελευθερίας». Σαουδάραβες, Πακιστανοί, Κινέζοι, Αιγύπτιοι, Ισραηλινοί και βεβαίως Αμερικανοί βρέθηκαν στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν την ΕΣΣΔ. Εκεί κάνει πρώτη φορά την εμφάνισή του ο Οσάμα μπιν Λάντεν, ως εκπρόσωπος των Σαουδαράβων μαχητών.
Μουτζαχεντίν σκοταδιστές περιφέρονται ως «πρίγκιπες της ελευθερίας» στον διεθνή Τύπο και φτάνουν έως τον Λευκό Οίκο για συνάντηση με τον τότε πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν. Τα αντιαεροπορικά συστήματα Stinger με τα οποία εφοδιάστηκαν από τη Δύση έκαναν τη διαφορά, ενώ η ΕΣΣΔ ποτέ δεν κατάφερε να επιβληθεί ολοκληρωτικά στο πεδίο. Ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα και ο τελευταίος Σοβιετικός στρατιώτης αποχώρησε από το Αφγανιστάν, τον «τάφο των αυτοκρατοριών», το 1989. Μετά την αποχώρηση ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε έως την κατάρρευση της φιλοσοβιετικής αφγανικής κυβέρνησης το 1992.
Αργότερα ξέσπασε εμφύλιος ανάμεσα τους Μουτζαχεντίν, που κατακερματίστηκαν σε πολλά αντιμαχόμενα μέρη. Τον Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ υποστήριζαν το Πακιστάν, οι ΗΠΑ και οι Σαουδάραβες. Απέναντί του αντιστέκονταν οι Χαζάροι που στηρίζονταν από το Ιράν, ο θρυλικός Αχμάντ Σαχ Μασούντ που υποστηριζόταν από τους Γάλλους και ο Ντοστούμ που υποστηριζόταν από τους Ρώσους.
Οι Πακιστανοί βλέποντας ότι το «πουλέν» τους δεν θα τους οδηγούσε στη νίκη επένδυσαν στη λύση των Ταλιμπάν («σπουδαστές» στη γλώσσα των Παστούν). Προέρχονταν από τη φυλή των Παστούν και είχαν εκπαιδευτεί στις θρησκευτικές σχολές (μαντράσες) του βόρειου Πακιστάν τη δεκαετία του ’80, ενώ είχαν στρατολογηθεί από τα προσφυγικά στρατόπεδα. Ηγέτης τους ήταν ο μουλάς Ομάρ, τα έξοδα του οποίου πληρώνονταν απευθείας από το Πακιστάν. Οι Ταλιμπάν, με την υποστήριξη του Πακιστάν και την ανοχή των ΗΠΑ, κυριάρχησαν άνετα εναντίον όλων έως το 1996 και επέβαλαν σκληρή θεοκρατική δικτατορία, στηριζόμενη στον ισλαμικό νόμο (Σαρία) και στα όπλα. Αυτοί που τους αντιτάχθηκαν ήταν οι παλιοί πολέμαρχοι που συντονίστηκαν και δημιούργησαν τη Βόρεια Συμμαχία. Από το 1996 έως το 2001 αντιστέκονταν αποτελεσματικά στην εξουσία των Ταλιμπάν στον βορρά της χώρας.
Ο πόλεμος κατά του τρόμου
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 προκάλεσε σοκ σε όλο τον κόσμο. Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους αποτέλεσε σημείο καμπής για τη σύγχρονη Ιστορία. Οι ΗΠΑ απαίτησαν από τους Ταλιμπάν την παράδοση του Μπιν Λάντεν και την εκδίωξη της Αλ Κάιντα. Οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν και η Ουάσινγκτον επιχείρησε δεύτερη πολεμική εισβολή μετά το Βιετνάμ (είχε προηγηθεί ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991).
Η Βόρεια Συμμαχία χρησιμοποιήθηκε από τους Αμερικανούς για να ανατραπούν οι Ταλιμπάν και να τσακιστεί η Αλ Κάιντα, με την ανοχή ή και την ενεργή υποστήριξη των ΕΕ, Ρωσίας, Κίνας και Ιράν. Από τη μεριά του το Πακιστάν έπαιξε διπλό παιχνίδι. Οι πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες (ISI) πρόσφεραν καταφύγιο και ενεργή στήριξη στους Ταλιμπάν και στην Αλ Κάιντα, τη στιγμή που η κυβέρνηση του Καράτσι είχε τοποθετηθεί κατά της τρομοκρατίας. Ολα αυτά σε γνώση των Αμερικανών. Για τους δικούς τους λόγους, οι ΗΠΑ ανέχτηκαν αυτή την κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση η Αλ Κάιντα βρισκόταν σε διαδικασία αποσύνθεσης και διάλυσης, ενώ οι Ταλιμπάν είχαν καταφύγει στα βουνά ή στο βόρειο Πακιστάν. Ομως η εισβολή στο Ιράκ το 2003 ήρθε ως θεόσταλτο δώρο για τους απανταχού φονταμενταλιστές. Στο Ιράκ επικράτησε πραγματική κόλαση μετά τη συντριβή του Σαντάμ και του μπααθικού καθεστώτος. Η ιρακινή αντίσταση κατά των Αμερικανών σύντομα μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες, με ευθύνη της Αλ Κάιντα στο Ιράκ (AQI) και του αρχηγού της Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι. Μετά τον θάνατό του στην ηγεσία αναδείχτηκε ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι και η οργάνωση μετονομάστηκε ISIS.
Το 2010-11 ξεσπάει η «αραβική άνοιξη» και σύντομα λαμβάνει δυναμική ντόμινο. Στη Συρία του Ασαντ ξεσπά εμφύλιος πόλεμος και ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα διατάζει τη CIA να συνεργαστεί με τους Σαουδάραβες για να ανατραπεί ο Σύριος πρόεδρος. Παράλληλα, το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει τη Λιβύη και ο Μουαμάρ Καντάφι χάνει την εξουσία και τη ζωή του ενόσω ξεσπάει εμφύλιος πόλεμος στη χώρα, προκαλώντας αποσταθεροποίηση μέχρι σήμερα.
Εν μέσω του χάους στη Συρία εμφανίζεται το ISIS από το Ιράκ και καταλαμβάνει τη μισή Συρία. Αργότερα επιτίθεται και στο Ιράκ και σταμάτησε λίγο έξω από τη Βαγδάτη, κατακτώντας τις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης και τρομοκρατώντας τους μουσουλμανικούς, κουρδικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς. Ομως το φίδι του ISIS επέστρεψε για να δαγκώσει αυτούς που το εξέθρεψαν. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS στην Ευρώπη αναστάτωσαν σε τέτοιο βαθμό τη Δύση που πλέον η εμπλοκή της ήταν μονόδρομος.
Η μεγάλη υποχώρηση της Δύσης
Συγχρόνως, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είχε αναπτύξει δική του δυναμική. Οι ΗΠΑ και η αφγανική κυβέρνηση-δορυφόρος τους δεν κατάφεραν να εκμηδενίσουν τους Ταλιμπάν – κατά συνέπεια, ο χρόνος κυλούσε υπέρ τους. Οι Αμερικανοί ποτέ δεν έφτιαξαν λειτουργικό κράτος ή στρατό και βασίζονταν στη διαφθορά και σε ένα δίκτυο συμμαχιών με τους τοπικούς πολέμαρχους. Η ήττα ήταν μονόδρομος και μάταια ο πρόεδρος Ομπάμα αύξησε τα αμερικανικά στρατεύματα σε 150.000. Από την άλλη, ο Ντόναλντ Τραμπ που τον διαδέχτηκε, παρά τις αρχικές εξαγγελίες, αποφάσισε να διαπραγματευτεί με τους Ταλιμπάν μια συγκροτημένη έξοδο, επιχειρώντας να αποφύγει μια ταπείνωση σαν του Βιετνάμ.
Στα τέλη του 2019 η «Washington Post» δημοσίευσε σειρά από άρθρα που ονομάστηκαν «The Afghanistan papers» (σε ιστορική αντιστοιχία με τα «Pentagon Papers» της εποχής του Βιετνάμ). Εμπεριείχαν απόρρητα κρατικά έγγραφα και συνοδεύονταν από συνεντεύξεις που είχε πραγματοποιήσει ο ειδικός επιθεωρητής στρατηγός για την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν. Πολλοί Αμερικανοί παραδέχονταν σε αυτά ότι ο πόλεμος ήταν αδύνατο να κερδηθεί. Επειτα από αυτό η οπισθοχώρηση ήταν μονόδρομος για τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Το αμερικανικό γόητρο τσακίστηκε από τις εικόνες στο αεροδρόμιο της Καμπούλ που ξυπνούν μνήμες Σαϊγκόν από το 1975. Οι Αφγανοί το 2021 «γιόρτασαν» 43 συναπτά έτη πολέμου. Η χώρα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής και ενός νέου εμφυλίου. Οι Ταλιμπάν δεν είναι οι ίδιοι που ήταν πριν από 20 χρόνια. Το πρόγραμμά τους δεν έχει αλλάξει, αλλά η εξωτερική τους πολιτική σίγουρα είναι διαφορετική. Οι ίδιοι συζητούν πλέον άνετα με την Κίνα, τη Ρωσία και το Ιράν και υπόσχονται ότι δεν θα αφήσουν τρομοκρατικές οργανώσεις τύπου Αλ Κάιντα να οργανώσουν επιθέσεις στο εξωτερικό. Εως τότε οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να γλείφουν τις πληγές τους.