Για καιρό το επίκεντρο της εμπορικής κόντρας μεταξύ Δύσης και Κίνας ήταν η κρατική βοήθεια που δίνει το κινεζικό καθεστώς στις επιχειρήσεις του για να είναι περισσότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με τις δυτικές. «Αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε μαζί τους» λέει ένα γνωμικό και αυτό φαίνεται να κάνει και η Δύση, με πρώτες και καλύτερες τις ΗΠΑ.
Η αμερικανική Γερουσία τον Ιούλιο ψήφισε για άμεσες επιδοτήσεις στη βιομηχανία χωρίς προηγούμενο: 52 δισ. δολάρια για εργοστάσια κατασκευής ημιαγωγών. Αλλες περιοχές του δυτικού κόσμου έχουν προχωρήσει σε παρόμοιες ενέργειες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει δεσμευτεί να διπλασιάσει το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή ημιαγωγών σε 20%. Η Νότια Κορέα ενέκρινε μέχρι και 65 δισ. δολάρια σε υποστήριξη για τους ημιαγωγούς, ενώ η Ιαπωνία υποσχέθηκε να φτάσει την παραγωγή άλλων χωρών στον τομέα των ημιαγωγών και φιλοδοξεί να γίνει τεχνολογικός κόμβος στην Ασία.
Η βιομηχανική πολιτική είναι εδώ
Οι επιδοτήσεις στη βιομηχανία ηλεκτρονικών τσιπ είναι οι πιο εμφανείς χορηγήσεις από μια ευρεία γκάμα οικονομικών παρεμβάσεων δυτικών κυβερνήσεων που θέλουν να ενισχύσουν τομείς στρατηγικής σημασίας, από μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκίνητων μέχρι φαρμακευτικές εταιρείες. Σύμφωνα με το Global Trade Alert, ένα παρατηρητήριο εμπορικής πολιτικής, οι κρατικές παρεμβάσεις έχουν γίνει όλο και περισσότερες την τελευταία δεκαετία σε ΕΕ και ΗΠΑ. Αυτή η στροφή δείχνει ότι η επιστροφή της λεγόμενης βιομηχανικής πολιτικής είναι εδώ και φαίνεται να συνδυάζει τη γενικότερη αλλαγή που συντελέστηκε τον καιρό της πανδημίας στην οικονομική σκέψη της Δύσης σχετικά με τον ρόλο του κράτους στην οικονομία με την οικονομική σκοπιμότητα της στιγμής.
Η βιομηχανική πολιτική ήταν κάποτε συνήθης πρακτική στις δυτικές χώρες. Οι κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης ήλεγχαν μερίδια σε πολλές εταιρείες. Το υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ιαπωνίας (MITI) επηρέαζε σχεδόν κάθε σημαντική απόφαση του κλάδου.
Με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και την απομάκρυνση από το κράτος πρόνοιας τις τελευταίες δεκαετίες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ιδιωτικοποίησαν τις κρατικές επιχειρήσεις: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε αυστηρά όρια στις κρατικές ενισχύσεις, ενώ η επιρροή του MITI εξασθένησε τη δεκαετία του 1990 με την απορρύθμιση και την έκρηξη της φούσκας της οικονομίας της Ιαπωνίας. Η δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έκανε πιο δύσκολο για τις κυβερνήσεις το να προστατεύσουν τις «εθνικές πρωταθλήτριες» εταιρείες.
Ωστόσο η Κίνα δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πολιτική αυτή. Ακόμη και μετά την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στην αγορά το 1979 και την εντατικοποίησή τους μετά το 1992, το κράτος συνέχισε να καθοδηγεί την οικονομική τους ανάπτυξη μέσω ελέγχου της ιδιοκτησίας και του χρέους των επιχειρήσεων, των κρατικών αγορών, των φορολογικών απαλλαγών, της γης και των ξένων επενδύσεων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας από το 2006 προτιμά να κρατά μακριά τη Δύση.
Χαρακτηριστική είναι η λεγόμενη «διπλή κυκλοφορία». Σε μια ομιλία του ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ είπε ότι στόχος είναι να εξαλειφθεί η εξάρτηση της Κίνας από άλλες χώρες, αυξάνοντας παράλληλα την εξάρτηση αυτών από την Κίνα. Αφησε επίσης να εννοηθεί ότι μπορεί να διακόψει εντελώς την πρόσβαση των ξένων εταιρειών στην κινεζική αγορά για να αποτρέψει ενδεχόμενη δυτική επιθετικότητα.
Οι οπαδοί της ιδέας των κρατικών επιχορηγήσεων αυξάνονται
Διευρύνεται όλο και περισσότερο ο κρατικός παρεμβατισμός σε ΕΕ – ΗΠΑ και όχι μόνο, όπως δείχνουν τώρα οι επιδοτήσεις -ξεπατικωτούρα ως κρατική βοήθεια σε βιομηχανικές επιχειρήσεις στη Δύση καθώς τα προβλήματα στην αγορά από την πανδημία και ο κορεσμός των παγκόσμιων αλυσίδων προσφοράς την έχουν φέρει σε μειονεκτική θέση απέναντι στην άνοδο της Κίνας, η οποία μπορεί να αποκτήσει τον έλεγχο στρατηγικών κλάδων της οικονομίας. Η απόφαση των χωρών της Δύσης να ανταγωνιστούν την Κίνα σε έναν τομέα τεχνολογίας αιχμής όπως οι ημιαγωγοί συνιστά ρίξιμο γαντιού για ακόμη έναν εμπορικό πόλεμο.
Βιομηχανική επέκταση εντός των τειχών
Η Κίνα τα τελευταία 30 χρόνια πριν από την πανδημία κατέγραφε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στηριζόταν κυρίως στη βιομηχανική της επέκταση εντός των τειχών, καθώς η καθυστέρηση της οικονομίας της με όρους παραγωγής τής έδινε αυτό το πλεονέκτημα. Μετά την αναρρίχηση του Σι Τζινπίνγκ ξεκίνησε η επέκταση εκτός συνόρων, αρχικά θέλοντας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη με την εξαγωγή της περισσευούμενης παραγωγής χάλυβα και τσιμέντου στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας αλλά και στον παγκόσμιο Νότο (Αφρική και Λατινική Αμερική) με άμεσες επενδύσεις, επιχειρώντας παράλληλα χρηματοοικονομική διείσδυση με πολιτικά ανταλλάγματα. Στον δυτικό κόσμο η προσπάθεια επέκτασης έγινε με όρους εμπορίου αλλά και με επενδύσεις χαρτοφυλακίου, με πιο γνωστή τη θέση της ως μιας εκ των μεγαλύτερων εξωτερικών πιστωτών των ΗΠΑ (για χρόνια πρώτη, πλέον δεύτερη πίσω από την Ιαπωνία).
Η οικονομία της όμως άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης, καθώς από τη μια πλευρά οι αγορές για τα προϊόντα της κορέστηκαν και δεν μπορούσαν πλέον να απορροφήσουν το πλεόνασμα της παραγωγής της ενώ από την άλλη πλευρά ο εμπορικός πόλεμος που δέχτηκε, από τις ΗΠΑ κατά κύριο λόγο, περιόρισε την πρόσβασή της στο εξωτερικό. Ετσι αποφάσισε να αλλάξει τη διάρθρωση της παραγωγής της και να δώσει μεγαλύτερη σημασία στον τριτογενή τομέα παραγωγής, στις υπηρεσίες και κυρίως στην τεχνολογία. Εύκολα συνάγεται από τα ανωτέρω ότι η Δύση προσπαθεί να τη χτυπήσει εκεί που θα πονέσει περισσότερο.