H Disney αλλάζει ρότα και χρώμα

H Disney αλλάζει ρότα και χρώμα

Η «Χιονάτη» έκανε χρυσωρυχείο την εταιρεία το 1937 και η μικρή γοργόνα Αριελ την οδήγησε στη δεύτερη χρυσή της εποχή

Το 1934 ο Ουόλτ Ντίσνεϊ αποφάσισε να φτιάξει το πρώτο κινούμενο σχέδιο μεγάλης διάρκειας. Οι ειδικοί του Χόλιγουντ στοιχημάτιζαν ότι το εγχείρημα ήταν βέβαιη εμπορική αυτοκτονία αφού «κανείς δεν αντέχει να δει στη σκοτεινή αίθουσα ένα κινούμενο σχέδιο διάρκειας μεγαλύτερης των 15, άντε 20 λεπτών». Συμφωνούσε με αυτή την άποψη και η ίδια η οικογένεια του Ντίσνεϊ που προσπαθούσε μάταια να τον μεταπείσει. Ομως ο οραματιστής δημιουργός, ο οποίος είχε ήδη σημειώσει επιτυχία στον χώρο των κινηματογραφικών καρτούν με τις μικρές ιστορίες του Μίκι Μάους, δεν άκουγε κανέναν. Και η ιστορία τον δικαίωσε.

Επέλεξε το βιβλίο των αδερφών Γκριμ «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι», γραμμένο το 1812, και ανέθεσε σε δεκάδες σχεδιαστές να του δώσουν ζωή, διαθέτοντας μπάτζετ 250.000 δολαρίων. Τελικά κόστισε 1,5 εκατ. δολάρια, ποσό εξωφρενικό για την εποχή, και ολοκληρώθηκε χάρη στην επιμονή του Ντίσνεϊ, ο οποίος έβαλε υποθήκη το σπίτι του για να τα καταφέρει. Η ταινία βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες στις 21 Δεκεμβρίου 1937 και γνώρισε τεράστια επιτυχία, συγκεντρώνοντας περίπου 10 εκατ. δολάρια, ενώ τα τραγούδια του φιλμ μπήκαν σε μια συλλογή που κυκλοφόρησε στο εμπόριο και αποτέλεσαν το πρώτο σάουντρακ στην ιστορία του σινεμά. Κατά καιρούς η «Χιονάτη» επανακυκλοφορούσε με την ίδια πάντα απήχηση όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε όλο τον κόσμο. Μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει συνολικά πάνω από 420 εκατ. δολάρια.

Ο Ουόλτ Ντίσνεϊ δικαιώθηκε και κατάφερε να κυριαρχήσει στον χώρο των κινούμενων σχεδίων, σε σημείο που για πολλές γενιές τα παιδιά όταν ήθελαν να επιδοθούν στην αγαπημένη τους συνήθεια να βλέπουν καρτούν έλεγαν απλώς «πάμε να δούμε Μίκι Μάους».

Από την παρακμή ξανά στις μεγάλες δόξες

Αν και η ταινία «Φαντασία» που βγήκε ύστερα από λίγους μήνες στις αίθουσες δεν είχε την ίδια επιτυχία που προσδοκούσε ο Ουόλτ Ντίσνεϊ, ο δρόμος για τη δόξα είχε ανοίξει. Φιλμ όπως τα «Πινόκιο», «Ντάμπο», «Μπάμπι το ελαφάκι», «Σταχτοπούτα», «Η λαίδη και ο αλήτης» κ.ά. σάρωναν ταμεία και βραβεία (ο Ουόλτ Ντίσνεϊ είναι ο πολυνίκης των Οσκαρ με 22 χρυσά αγαλματίδια) και κάθε ταινία της

εταιρείας ήταν πάντα γεγονός για τον κινηματογραφικό κόσμο. Ομως μετά το 1970 και τις «Αριστόγατες» επήλθε μια παρακμή 20ετίας για τα φιλμ κινουμένων σχεδίων του στούντιο, στην οποία μπήκε φρένο και ξεκίνησε πάλι ο ανήφορος χάρη στην εμφάνιση μιας γοργόνας.

Το 1989 η «Μικρή γοργόνα» ήταν η 28η ταινία μεγάλου μήκους κινούμενων σχεδίων της Disney. Σηματοδότησε την επανεκκίνηση της εταιρείας με την επιστροφή στις επιτυχίες για τα μαγικά καρτούν. Ο συνδυασμός του μιούζικαλ με το χιούμορ και τα φαντεζί σκίτσα έφερε ξανά τα χαμόγελα στους παραγωγούς της «εταιρείας του ποντικού». Το φιλμ κόστισε 40 εκατ. δολάρια και η επιτυχία του σε ταμεία (πάνω από 212 εκατ. δολάρια οι εισπράξεις) και δύο Οσκαρ άνοιξαν τον δρόμο και για τα επόμενα πρότζεκτ. Αποκορύφωμα το φιλμ «Η πεντάμορφη και το τέρας» που γυρίστηκε το 1992, η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που προτάθηκε για Οσκαρ καλύτερης ταινίας, και κυρίως ο «Βασιλιάς των λιονταριών» δύο χρόνια αργότερα, το 1994, που προτάθηκε για τέσσερα βραβεία και σάρωσε τα ταμεία: παρότι κόστισε 45 εκατ. δολάρια, η παγκόσμια συγκομιδή του σταμάτησε λίγο πριν από το φράγμα του 1 δισεκατομμυρίου (968,5 εκατ. δολάρια οι συνολικές εισπράξεις). Η νέα περίοδος δόξας για την εταιρεία που εγκαινίασε η «Μικρή γοργόνα» ονομάστηκε «αναγέννηση της Disney» και διήρκεσε σχεδόν μία δεκαετία, με καθένα από τα φιλμ («Αλαντίν», «Ποκαχόντας», «Ταρζάν» κ.ά.) να γνωρίζει μεγάλο σουξέ.

Στην ανατολή του νέου αιώνα ο ανταγωνισμός από τις αντίπαλες εταιρείες εντάθηκε (η Fox και η DreamWorks με τα δικά τους χιτ έκλεψαν μεγάλο μερίδιο της αγοράς με τα «Εποχή των παγετώνων», «Σρεκ» κ.λπ.) ενώ νέοι αλλά εξαιρετικά ταλαντούχοι παίχτες μπήκαν στο τερέν. Ο λόγος για την Pixar που ήδη από την προηγούμενη δεκαετία είχε δείξει ότι το μέλλον ανήκει όχι μόνο στο ψηφιακό σχέδιο («Toy story») αλλά και στην τολμηρή φαντασία («Οι Απίθανοι», «Γουόλ-Υ»). Και πάλι όμως η Disney είχε την κατάλληλη απάντηση επιμένοντας σε γνωστές παλιομοδίτικες συνταγές – έστω και ενισχυμένες με την ψηφιακή φόρμα– όπως φάνηκε με την ασύλληπτη επιτυχία του «Frozen» που έσπασε κάθε εισπρακτικό ρεκόρ για φιλμ του είδους με τo 1,3 δισ. δολάρια της πρώτης ταινίας το 2013.

Και εγένετο… μαύρη η Αριελ

Η ώρα των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στον χώρο των κινουμένων σχεδίων ήρθε με τα 20s. Το 2021 με το «Λούκα» του Ενρίκο Κασαρόσα η Pixar, που ανήκει πλέον στην οικογένεια της Disney, έφτιαξε για πρώτη φορά δύο γκέι ήρωες, συνθήκη που δεν άρεσε σε αρκετούς, αλλά η απήχηση του φιλμ στο κοινό και οι θετικές κριτικές έκοψαν μαχαίρι τις όποιες ενστάσεις πήγαν να ανακύψουν στη συζήτηση. Εκεί όμως που έγινε ο κακός χαμός ήταν όταν ανακοινώθηκε πως η νέα Αριελ θα ήταν μαύρη! Ολα τα ρατσιστικά στερεότυπα παρέλασαν από τα μέσα μαζικής δικτύωσης και το ίντερνετ γέμισε με πρωτοφανείς αντιδράσεις σε Facebook και Twitter, με τα σχετικά hashtags να αναπαράγουν το κάθε μακρύ και κοντό ρατσιστικό σχόλιο του καθενός. Το παραμύθι της «Μικρής γοργόνας» που «τόλμησαν να της αλλάξουν χρώμα στο δέρμα» (λες και έχουμε δει πολλές γοργόνες για να ξέρουμε τι χρώμα έχουν) έγινε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ εκείνων που θεωρούσαν ότι η Αριελ θα πρέπει να είναι λευκή και λόγω καταγωγής του συγγραφέα (ο Χανς Κρίστιαν Aντερσεν ήταν Δανός) και εκείνων που είδαν στο πρόσωπο της μικρότερης κόρης του βασιλιά Τρίτωνα την ιδανική ευκαιρία για κατάρριψη των φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Πάντως η Χάλι Μπέιλι δεν είναι η πρώτη μαύρη ηθοποιός που είχε στεφθεί πριγκίπισσα της Disney. Πριν από την 22άχρονη Αφροαμερικανίδα η Aνικα Νόνι Ρόουζ είχε δώσει τη φωνή της στην Τιάνα στην ταινία κινούμενων σχεδίων «Η πριγκίπισσα και ο βάτραχος» αλλά δεν την είχαν δει ποτέ στην οθόνη οι ρατσιστές για να ξεσπαθώσουν.

Οι αντιδράσεις των μικρών φαν της Αριελ ήταν το πρώτο ηχηρό χαστούκι για τους ρατσιστές πολέμιους του φιλμ, που θεωρούσαν ότι ως ευρωπαϊκός μύθος η ιστορία της «Μικρής γοργόνας» δεν έχει ανάγκη από αφροαμερικανική προσέγγιση. Προτού ακόμη βγει το φιλμ στις αίθουσες, με την προβολή του πρώτου τρέιλερ τα λευκά κορίτσια δεν έδειξαν να ασχολούνται με το δέρμα της γοργόνας και ενθουσιάστηκαν απλώς και μόνο με την εικόνα της. Ακόμη περισσότερο ενθουσιάστηκαν τα μαύρα κορίτσια που κατάλαβαν αμέσως τη διαφορά καθώς δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους κάτι ανάλογο στο σινεμά. Η Disney, που έχει πολλές φορές κατηγορηθεί για την προτίμησή της να προβάλλει λευκούς χαρακτήρες στα σχεδόν εκατό χρόνια ιστορίας της, έστω και σιωπηλά την ύστατη ώρα βρήκε την ευκαιρία να απολογηθεί για τη συστολή και τον συντηρητισμό της. Βέβαια ο σκηνοθέτης Ρομπ Μάρσαλ δήλωσε ότι η επιλογή της Μπέιλι έγινε με αξιοκρατικά και μόνο κριτήρια κι όχι λόγω του χρώματός της. Από την πλευρά της η πρωταγωνίστρια όταν ρωτήθηκε για το #notmyAriel που κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απάντησε ότι για εκείνη ήταν όνειρο να υποδυθεί αυτό τον χαρακτήρα και πως «δεν δίνω σημασία στον αρνητισμό. Αυτός ο ρόλος ήταν κάτι μεγαλύτερο από μένα και σπουδαιότερο».

Παράλληλα, η μοντέρνα «Μικρή γοργόνα» έχει μια ακόμη σειρά χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τη θέση της σύγχρονης γυναίκας στον πλανήτη. Η περίπτωση της σύγχρονης Αριελ είναι κυρίως μια ιστορία χειραφέτησης, ανεξαρτησίας και αυτογνωσίας. Προφανώς και έχουν απαλειφθεί τα πιο σκοτεινά σημεία από το παραμύθι του Αντερσεν. Παράλληλα –και ευτυχώς– έχει μειωθεί και η ρομαντική διάσταση ενός αφελούς ρομαντικού έρωτα από μια σφόδρα ερωτευμένη κοπέλα που περιμένει το «όμορφο πριγκιπόπουλο» για να περάσει την υπόλοιπη ζωή της πλάι του. Η αθώα Αριελ είναι πιο ψυλλιασμένη από άλλες κοπέλες του σιναφιού της.

Documento Newsletter