Η δήλωση Γεραπετρίτη για τον διαπαιδαγωγικό ρόλο των sms ήταν ενδεικτική για τον τρόπο διακυβέρνησης του «επιτελικού κράτους». Φυσικά έμοιαζε με δήλωση χουντικού γυμνασιάρχη και χλευάστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης προώθησε τη σκέψη ευχαριστώντας τον υπουργό Επικρατείας για το ιστορικό μάθημα, καθώς θύμισε «πόσο πολύ γοήτευσε την αστική τάξη ο φασισμός ως άσκηση πειθαρχίας των κατώτερων τάξεων».
Το καλοκαίρι του 2019 με τη συγκρότηση του «επιτελικού κράτους» έμοιαζαν όλα να στήνονται σαν να πρόκειται για επιτελείο πολυεθνικής. Ο CEO στην κεφαλή ενός board και οι κατά τόπους διευθύνσεις έδειχναν τον τρόπο διοίκησης. Η «αριστοκρατία» είναι έκδηλη σε κάθε «επιτελική» απόφαση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες, είτε πρόκειται για τη διαχείριση της πανδημίας είτε για την εξωτερική πολιτική είτε για τις συμβάσεις με επιχειρηματικούς κολοσσούς –με όλες διακυβεύονται δημόσια αγαθά– είτε ακόμη και για παρεμβάσεις στην Ακρόπολη, καθώς γνωρίζει μόνο ο «ειδικός». Γενικώς απουσιάζει η λογοδοσία και είναι διάχυτη η αίσθηση ότι υπάρχουν επαΐοντες, οι «άριστοι», οι οποίοι γνωρίζουν όσα οι κοινοί θνητοί δεν ξέρουν. Ενα πολιτικό «πίστευε και μη ερεύνα».
Με την έλευση της πανδημίας και την έσχατη «διαπαιδαγωγική» δήλωση Γεραπετρίτη έγινε φανερό πλέον ότι η «πειθάρχηση» είναι βασικό συστατικό άσκησης εξουσίας. Ειδικά ο συνδυασμός με τις αντιδημοκρατικές δηλώσεις Βορίδη –«να κάνουμε παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές»– αποδεικνύει το ποιόν της εξουσίας Μητσοτάκη, η οποία αποτελεί γέφυρα της ακροδεξιάς και της «εκσυγχρονιστικής» έκφανσης της εξουσίας.
Βασική στόχευση δεν είναι απλώς ο αντικοινοβουλευτικός παραμερισμός της Αριστεράς αλλά ιδιαίτερα ο παραμερισμός του λαϊκού παράγοντα. Εχοντας υποβιβαστεί σε χειροκροτητή των «αρίστων», αυτών που είναι γεννημένοι να εξουσιάζουν, οι ψηφοφόροι θα «ακούγονται» μέσω κομματικών «μεσαζόντων». Δεν θα ζητείται αμέσως ο λόγος τους, αλλά θα απαντούν ως εύπλαστη «μάζα» σε επιτηδευμένες ερωτήσεις δημοσκοπήσεων για να σφυγμομετρούνται – καταδεικνύεται η πρακτική από τις απότομες αλλαγές στάσης του πρωθυπουργού.
Καθώς ο λαός απομακρύνεται από το κάδρο, μας θύμισε ο καθηγητής Δημήτρης Αναστασίου τον Αυστριακό θεωρητικό του δικαίου Χανς Κέλσεν. Στη δεκαετία του ’50 σημείωνε ότι «η δημοκρατία δεν είναι ευνοϊκά διακείμενη στην “αρχή της εξουσιαστικής αυθεντίας” γενικά αλλά και στο ιδανικό του Φύρερ ειδικότερα». Πλέον στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής σκηνής τα ΜΜΕ έχουν τοποθετήσει τον ηγέτη, τον «ηγεμόνα» με διάφορα προσωνύμια (Μωυσής, τσιτάχ, Τσόρτσιλ, Ελβις, κομψότερος κ.ά.). «Η απολυταρχία είναι από την ίδια της τη φύση μια πατρική κοινότητα. Η σχέση παιδιού – πατέρα είναι η αντίστοιχη κατηγορία. Η καθυπόταξη (super-ordination) και υποταγή (sub-ordination), όχι ο συντονισμός (co-ordination), δηλαδή μια ιεραρχική συνάρθρωση είναι η δομή της» παρατηρούσε ο Κέλσεν.
Στη σημερινή νομική πραγματικότητα έχει θεσμοθετηθεί μέχρι και ακαταδίωκτο για τραπεζίτες και κυβερνητικούς και επιστημονικούς παράγοντες. Είναι τα υλικά με τα οποία οικοδομείται ένα καθεστώς – όπως του «πρώτου εργάτη» Μεταξά, με αποκλεισμούς και πειθάρχηση. Η κοινωνία, που μπήκε ορμητικά στο προσκήνιο από τη δεκαετία του ’40 με όνειρα, οράματα, διεκδικήσεις και νίκες, σπρώχνεται ξανά στο περιθώριο. Ζούμε σε μια εποχή που «η δημοκρατία πεθαίνει στα σκοτάδια», όπως σημειώνει ως αρχή της η «Washington Post», και συνεπώς ζωτικά επίκαιρη όσο ποτέ φαντάζει η διαφάνεια.
Ζούμε σε μια εποχή που «η δημοκρατία πεθαίνει στα σκοτάδια», όπως σημειώνει ως αρχή της η «Washington Post», και συνεπώς ζωτικά επίκαιρη όσο ποτέ φαντάζει η διαφάνεια