Ελευθερία του Τύπου και κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πια έννοιες ασύμβατες. Η χώρα μας, στην οποία η ελευθερία του Τύπου από την εποχή των μνημονίων και έπειτα δεν μοιάζει ιδιαίτερα εξασφαλισμένη, βρέθηκε, σύμφωνα με τη σχετική λίστα που κάθε χρόνο καταρτίζουν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), στη χειρότερη θέση στην ιστορία της. Η Ελλάδα μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε χάρη στην πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στα μέσα ενημέρωσης αλλά και εξαιτίας της στάσης που τηρούν ορισμένα συστημικά αλλά ιδιαίτερα δημοφιλή μίντια να πέσει στη σχετική λίστα κατά 38 θέσεις και πλέον κατατάσσεται 108η σε σύνολο 180 χωρών ή περιοχών τις οποίες παρακολουθεί εκτενώς εδώ και μια εικοσαετία η μη κυβερνητική οργάνωση. Καθόλου άσχετη με την ουσία του προβλήματος αλλά αντιθέτως ενδεικτική αυτού είναι ασφαλώς και η προκλητική στάση που τηρεί η κυβέρνηση διά του εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου, ο οποίος εκτός της απαξίωσης που επιφύλασσε στους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα μετά την ανακοίνωση των δεικτών ελευθερίας του Τύπου, τους απέστειλε και επιστολή, αμφισβητώντας τη μεθοδολογία που ακολουθούν, ρωτώντας τους ποιοι είναι εκείνοι οι δημοσιογράφοι που απάντησαν στα ερωτηματολόγιά τους και αποδεικνύοντας βέβαια ότι για το σύστημα Μητσοτάκη οποιοσδήποτε δημοσιογράφος δεν μπορεί να ελεγχθεί αυτομάτως μετατρέπεται σε εχθρό.
Το θράσος του κυβερνητικού εκπροσώπου είναι βέβαια απύθμενο, αφού επιχειρεί να διαρρήξει ανοικτές θύρες μόνο και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Η κυβέρνηση, κατά την προσφιλή της συνήθεια και μπροστά στην αδυναμία της να απαντήσει στα πλείστα ερωτήματα αναφορικά με την κατάσταση που μεθοδικά εδώ και χρόνια διαμορφώνει στον Τύπο, επιστρατεύει την επικοινωνία και επιτίθεται σε πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, οι μέθοδοι των οποίων για την αξιολόγηση των ΜΜΕ είναι γνωστές εδώ και δύο δεκαετίες. Στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων συμμετέχουν, για παράδειγμα, o διευθυντής συγκριτικής έρευνας στο τμήμα Επικοινωνιακών Μελετών και Ερευνας Μέσων στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Τόμας Χάνιτς, ο ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης και πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας Νταβίντ Λεβί, η καθηγήτρια στο τμήμα Δημοσιογραφίας και Διαχείρισης Μέσων στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι Σάλι Χιουζ, ο καθηγητής ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν Χέρμαν Γουάσερμαν και η επικεφαλής έρευνας και αξιολόγησης στην Deutsche Welle Akademie Λάουρα Μουρ. Πρόκειται για πρόσωπα που δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η άλλη πραγματικότητα
Όσο κι αν στο Μέγαρο Μαξίμου επιμένουν ότι στην Ελλάδα υπάρχει πλουραλισμός και καθένας μπορεί να διερευνά υποθέσεις και να δημοσιογραφεί ελεύθερα, τα στοιχεία τούς διαψεύδουν.
Άλλωστε, εκτός από τις διώξεις δημοσιογράφων, οι οποίοι βρίσκονται στο στόχαστρο επειδή κάνουν ακριβώς αυτό που απαιτεί το δημοσιογραφικό επάγγελμα, ενδεικτικό της κατάστασης είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, η ΝΔ και η κυβέρνηση απολαμβάνουν την προβολή των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης συντριπτικά περισσότερο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Συγκεκριμένα, ΝΔ και κυβέρνηση προβάλλονται κατά μέσο όρο σχεδόν κατά 75%, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά 16% και τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης μόλις κατά 5%.
Εξάλλου, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα καταβαραθρώνεται στη λίστα για την ελευθερία του Τύπου άλλες χώρες, όπως η Τσεχία, κερδίζουν έως και 20 θέσεις. Μάλιστα ο πρωθυπουργός της Τσεχίας Πετρ Φιάλα ευχαρίστησε όλους εκείνους που κατά το παρελθόν είχαν εκφράσει ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα του και δήλωσε πεπεισμένος ότι οι προσπάθειές τους βοήθησαν να αποτραπεί η καταστροφή των ελεύθερων και ανεξάρτητων Μέσων.
Τα μεγάλα «αγκάθια» για την Ελλάδα
Οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα βέβαια –παρότι κι αυτό το στοιχείο έχει τη δική του μεγάλη σημασία– δεν αξιολόγησαν τα ποσοστά προβολής των κομμάτων προκειμένου να υποβαθμίσουν την Ελλάδα στη χειρότερη θέση που έχει βρεθεί ποτέ. Εκείνα αντιθέτως που τους απασχόλησαν, όπως δήλωσε και στο Documento ο επικεφαλής της οργάνωσης για την ΕΕ και τα Βαλκάνια Πάβολ Σαλάι, είναι το γεγονός ότι δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων ο εκδότης του Documento Κώστας Βαξεβάνης, διώκονται με σαθρά στοιχεία για την έρευνά τους στο σκάνδαλο Novartis, ότι το 2021 δολοφονήθηκε ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ και οι έρευνες των αρχών δεν έχουν οδηγήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος και τέλος, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την ανικανότητα των ελληνικών αρχών να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους, αλλά και την καταπώς φαίνεται βούλησή τους να καταστείλουν την ελευθερία του Τύπου.
Αυτό εξάλλου τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι, όπως πια έχει αποδειχτεί, δύο δημοσιογράφοι, ο Σταύρος Μαλιχούδης και ο Θανάσης Κουκάκης, παρακολουθούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες από το 2019 ελέγχονται πλήρως από το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά τον πρωθυπουργό.
Από τον μακροσκελή κατάλογο των πρακτικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη απέναντι στον μη αρεστό Τύπο δεν μπορεί βέβαια να λείπει και η λίστα Πέτσα. Η διανομή δηλαδή εκατομμυρίων δημόσιου χρήματος κυρίως σε φιλικά και αναξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, ο αποκλεισμός του Documento και βέβαια η προσπάθεια της ΝΔ να συσκοτίσει την αλήθεια μέσω μιας στημένης εξεταστικής επιτροπής, η οποία έκλεισε τις εργασίες της χωρίς να αποδώσει ευθύνες, παρότι αποδείχτηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η διανομή των χρημάτων σε συγκεκριμένα Μέσα και ο αποκλεισμός του Documento ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικής εντολής.
«Πολλά τα ζητήματα» λένε οι Ρεπόρτερ
Ο Πάβολ Σαλάι δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «η σοβαρότερη επίθεση στην ελευθερία του Τύπου που συνέβη το 2021 στην Ελλάδα είναι η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ που σηματοδότησε την επιστροφή των δολοφονιών στην ΕΕ» και χαρακτήρισε «λυπηρό το γεγονός ότι παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης για γρήγορη έρευνα, αυτή φαίνεται να μπλοκάρεται και επιπλέον στερείται στοιχειώδους διαφάνειας».
Ο επικεφαλής των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την ΕΕ και τα Βαλκάνια επισήμανε ακόμη ότι «η δίωξη του Κώστα Βαξεβάνη για την υπόθεση Novartis που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Ιανουαρίου 2022 ενσωματώθηκε στο τέλος της συλλογής δεδομένων για τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου 2022» και πρόσθεσε ότι «τέτοια δίωξη μπορεί να έχει ανατριχιαστικό αποτέλεσμα σε άλλους δημοσιογράφους».
Συνεχίζοντας υπογράμμισε ότι ο κατάλογος των ζητημάτων ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα είναι μεγάλος: απειλές σε δημοσιογράφους από το οργανωμένο έγκλημα, παρακολούθηση, αδιαφανής και άδικη διανομή δημόσιων πόρων στα ΜΜΕ, αστυνομική βία και αυθαίρετες συλλήψεις δημοσιογράφων, έλλειψη ανεξαρτησίας των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, λεκτικές επιθέσεις και καταχρηστικές μηνύσεις κ.ά. «Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ανικανότητα των ελληνικών αρχών να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους, αλλά και αυτό που φαίνεται ως σκόπιμη βούλησή τους να καταστείλουν την ελευθερία του Τύπου. Γι’ αυτό η κατάσταση στην Ελλάδα μπορεί να συγκριθεί με αυτή στην Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπάν» κατέληξε.
Ιστορικό χαμηλό για την Ελλάδα
Γεγονός είναι πάντως ότι η Ελλάδα, εκτός από το ότι βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από όλες τις χώρες της ΕΕ, των Βαλκανίων και της Ευρώπης συνολικά (εξαιρουμένων της Ρωσίας και της Λευκορωσίας), κατατάσσεται φέτος στη χαμηλότερη θέση που έχει βρεθεί από το 2014, επί διακυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά. Τότε η χώρα μας, η οποία κατρακυλούσε διαρκώς από το 2010, όταν δηλαδή υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο, ήταν 99η. Ακολούθως κατετάγη 91η το 2015, 89η το 2016, 88η το 2017, 74η το 2018 και 65η το 2019 και το 2020. Το 2021 ήταν στην 70ή θέση και φέτος στην 108η, πίσω ακόμη και από την κατεχόμενη Κύπρο.
Η αναφορά στο ψευδοκράτος δεν γίνεται βέβαια τυχαία, καθώς η συμπερίληψή του στη λίστα αποτελεί επιχείρημα της κυβέρνησης στην προσπάθειά της να αποδομήσει τα στοιχεία. Ομως και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αναφέρεται λανθασμένα ως Βόρεια Κύπρος, ως περιοχή δηλαδή η οποία αναγνωρίζεται μόνο από την Αγκυρα, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα παρακολουθούν την κατάσταση εκεί εδώ και χρόνια, εξαιτίας του πολέμου που έχει δεχτεί από την ελεγχόμενη από την Τουρκία κυβέρνηση του ψευδοκράτους η εφημερίδα «Αβρούπα», η οποία ονομάστηκε «Αφρικα» από τον Δεκέμβριο του 2001 έως τον Ιούνιο του 2021, οπότε επανέφερε το αρχικό της όνομα.
Πρόκειται για ιστορικό έντυπο που εκδίδεται στα κατεχόμενα εδώ και 25 χρόνια και το οποίο έχει κληθεί να πληρώσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες ως πρόστιμο έπειτα από αγωγές που κατέθεσε σε βάρος της ο πρώην ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς, ενώ είχε δεχτεί επιθέσεις εθνικιστών λόγω της στάσης της υπέρ του σχεδίου Ανάν το 2004 αλλά και το 2018, όταν επέκρινε σφοδρά την εισβολή της Τουρκίας στο Αφρίν συγκρίνοντάς τη με τον «Αττίλα».
Τα ΜΜΕ και η απόκρυψη ειδήσεων
Φυσικά τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα δεν είναι άμοιρα ευθυνών. Η απόκρυψη ή η ανεπαρκής προβολή συγκεκριμένων σημαντικών ειδήσεων, οι οποίες στον δυτικό κόσμο θα οδηγούσαν σε παραιτήσεις, αν όχι και σε διώξεις πολιτικών προσώπων, και οι οποίες είτε δεν προβλήθηκαν καθόλου από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης είτε προβλήθηκαν ελάχιστα ή, ακόμη χειρότερα, όταν αποκαλύφθηκαν προβλήθηκε μόνο η απάντηση της κυβέρνησης αλλά όχι το ρεπορτάζ στο οποίο απαντούσε, είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατεί στον εγχώριο Τύπο.
Ο κατάλογος είναι μακρύς, ενδεικτικά ωστόσο αξίζει να αναφερθούν ορισμένα ρεπορτάζ τα οποία αποκρύφτηκαν. Δεν προβλήθηκε στην πλειονότητα των μίντια ότι ο πρωθυπουργός καταθέτει επί τουλάχιστον τρία χρόνια ψευδή δήλωση περιουσιακής κατάστασης αποκρύπτοντας εταιρεία η οποία παρανόμως ανήκε στη σύζυγό του μέχρι το τέλος του 2020, όπως βέβαια δεν προβλήθηκε και η αποκάλυψη του Documento για τον γιο του Κυρ. Μητσοτάκη ο οποίος έχει προσληφθεί ως συνεργάτης του Ισπανού ευρωβουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Εστέμπαν Γκονζάλεθ Πονς. Αποκρύφτηκαν επίσης επιμελώς το γεγονός ότι η δικογραφία για την εμπλοκή του Αδωνη Γεωργιάδη αλλά και του Δημήτρη Αβραμόπουλου στο σκάνδαλο Novartis αρχειοθετήθηκε παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν στους λογαριασμούς τους «αδιευκρίνιστα ποσά», το σκάνδαλο της τηλεκατάρτισης και η διασπάθιση άλλων 85 εκατ. ευρώ, το σκάνδαλο των απευθείας αναθέσεων οι οποίες έχουν κοστίσει μερικά δισεκατομμύρια, η καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ο βασανισμός ενός ανθρώπου, του κατά την αστυνομία «Ινδιάνου», ο οποίος συνελήφθη και παρέμεινε για επτά μήνες στη φυλακή χωρίς κανένα στοιχείο, οι αποκαλύψεις για επαναπροωθήσεις και δολοφονίες προσφύγων στο Αιγαίο και βέβαια η παραίτηση γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο του επικεφαλής της Frontex, το μέγα σκάνδαλο της παρακολούθησης δημοσιογράφων και οι διώξεις δημοσιογράφων και μιας δικαστικού που ερευνούσαν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολίτευσης για τα οποία βοούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κ.ά.
Στον αντίποδα, τα ίδια Μέσα αξιολογούν ως σοβαρές ειδήσεις τον γάμο κάποιου Μαυρίκιου Μαυρικίου, το κούρεμα του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα, τις στιλιστικές επιλογές της Μαρέβας Γκραμπόφσκι, ενώ εσχάτως τα δελτία ειδήσεων έγιναν σχεδόν μονοθεματικά και ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την κατηγορούμενη για τη δολοφονία της κόρης της Ρούλα Πισπιρίγκου.