Δεν θα πρωτοτυπούσαμε εάν λέγαμε ότι στην Ελληνική Δικαιοσύνη υπάρχουν προβλήματα. Κάποιοι δείκτες είναι ήδη γνωστοί και βέβαια απογοητευτικοί. Στον δείκτη του πόσο βοηθάει την επιχειρηματικότητα (ease of doing business) είμαστε στην 72η θέση ανάμεσα σε 190 χώρες. Δηλαδή πίσω από την Αλβανία, το Κόσοβο και το Βιετνάμ. Στον δείκτη εξάρτησης της Δικαιοσύνης από την πολιτική και τα οικονομικά συμφέροντα κατέχουμε την 83η θέση ανάμεσα σε 141 χώρες. Δηλαδή πίσω από την Ινδία, την Γκάνα και την Τανζανία.
Κατά καιρούς προτείνονται διάφορα μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Ετσι, διατυπώθηκαν προτάσεις όπως η επιμόρφωση των δικαστών, η αλλαγή της χωροταξικής δομής των δικαστηρίων, η είσοδος στο δικαστικό σύστημα νέων τεχνολογιών, η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη Δικαιοσύνη, η καθιέρωση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών κ.λπ. Προφανώς όλες αυτές οι προτάσεις δίνουν λύσεις σε πολλά επιμέρους προβλήματα. Δεν ακουμπούν όμως τον πυρήνα του προβλήματος. Και ο πυρήνας του προβλήματος είναι ποιους ανθρώπους επιλέγουμε για δικαστικούς λειτουργούς. Και κυρίως με ποιον τρόπο τους επιλέγουμε.
Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, όποιος νομικός έχει συμπληρώσει τα 28 του χρόνια και έχει ασκήσει δύο χρόνια δικηγορία, μπορεί να δώσει εξετάσεις στην αποκαλούμενη «Σχολή Δικαστών» και αν επιτύχει σε αυτές, μετά από έναν χρόνο στη Σχολή, και έξι μήνες εκπαίδευση που ακολουθεί, διορίζεται ως δικαστής ή εισαγγελέας. «Είμαστε η χώρα των εξετάσεων» έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής μας Γιάννης Μανωλεδάκης. Πραγματικά, έχουμε νομικούς που τελείωσαν τη Νομική Σχολή, πολλοί από αυτούς και Μεταπτυχιακές Σπουδές, και τους ξαναβάζουμε να δώσουν εξετάσεις στα νομικά ώστε να επιτύχουν στη Σχολή όπου και θα ξαναδιδαχθούν (συνήθως από τους ίδιους καθηγητές) πάλι τα ίδια νομικά. Και όπως είναι φυσικό, ένας δικηγόρος περί τα 35 έτη, ο οποίος, κατά τεκμήριο, έχει την εμπειρία και τις εφαρμοσμένες γνώσεις ώστε να γίνει ένας καλός δικαστής, ασφαλώς δεν έχει το κουράγιο να ξαναδιαβάσει τα ίδια πράγματα. Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Ετσι, κατά κανόνα εισέρχονται στη Σχολή άτομα που απλά διάβασαν πολύ.
Σε τέτοιες όμως ηλικίες είναι, επίσης, πολύ δύσκολο να πληροφορηθεί κανείς ικανά στοιχεία και για την εν γένει προσωπικότητα των υποψηφίων. Τον χαρακτήρα τους, το ήθος και ιδίως την ψυχοπνευματική δομή τους. Ο δε ψυχιατρικός/ψυχολογικός έλεγχος που γίνεται σε πολύ μικρό διάστημα είναι κατά βάση επιδερμικός. Εχουν αποφοιτήσει από τη Σχολή άτομα με σοβαρά ψυχικά νοσήματα, άτομα που είχαν τελέσει απόπειρες αυτοκτονίας πριν εισέλθουν σε αυτή, ενώ πρόσφατη είναι η περίπτωση μαθητή που λίγες ημέρες μετά τον διορισμό του αυτοκτόνησε.
Και βέβαια η πλειοψηφία αυτών των δικαστικών δεν ελέγχεται στη συνέχεια απόλυτα από τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια του Αρείου Πάγου. Αυτό αναγκάζει την Πολιτεία κατά καιρούς, για όσους δεν ανήλθαν ακόμη και στα ύπατα αξιώματα της Δικαιοσύνης καλυμμένοι πίσω από τη λεγόμενη «επετηρίδα», να ψηφίζει διατάξεις περί «εθελούσιας αποχώρησης». Δηλαδή να καλούνται οι πολίτες να πληρώσουν τη μη λειτουργία των θεσμών.
Επιβάλλεται, λοιπόν, άμεσα να αλλάξει ο τρόπος επιλογής των δικαστών. Ενα ελάχιστο όριο ηλικίας 35 ετών θεωρούμε ότι κατ’ αρχήν είναι αναγκαίο. Αυτό επιβάλλει βέβαια (συνταγματικά) και την αύξηση του ορίου αποχώρησης των δικαστών τουλάχιστον στο 70ό έτος της ηλικίας τους (στις ευρωπαϊκές χώρες είναι μεταξύ των 70 και 77 ετών ενώ σε Αμερική και Αγγλία ισόβιο). Πιστεύω ότι για λόγους ψυχοβιολογικούς και επειδή η Δικαιοσύνη είναι μία σημαντική συνταγματική λειτουργία και όχι μία απλή δημόσια υπηρεσία, θα πρέπει τα δύο φύλα να εκπροσωπούνται σε αυτή ισομερώς. Οσοι θέλουν να εισέλθουν στο Δικαστικό Σώμα θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση στο υπουργείο Δικαιοσύνης και στη συνέχεια να εργάζονται δοκιμαστικά για ένα ικανό χρονικό διάστημα σε διαφορετικές δικαστικές υπηρεσίες, από όπου κάθε φορά θα αξιολογούνται και (βάσει θεσπισμένων ασφαλιστικών δικλίδων που θα αποτρέπουν τη μεροληψία) προοδευτικά θα προχωρούν στην επόμενη δοκιμαστική φάση. Σε όλο αυτό το διάστημα θα βεβαιώνεται η ικανότητα, η εργατικότητα και κυρίως η ψυχοπνευματικά δομημένη προσωπικότητα του υποψηφίου.
Η υπάρχουσα Σχολή Δικαστών πρέπει να παραμείνει ως Σχολή συνεχούς και υποχρεωτικής επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών.
Αυτή η αξιολόγηση των υποψηφίων στην πράξη, θα βάλει τέλος και στους συνεχείς ψιθύρους που ακούγονται στον ευρύ νομικό χώρο περί «εύνοιας» στην είσοδο στη Σχολή Δικαστών παιδιών δικαστικών λειτουργών, πολλά από τα οποία ασφαλώς και έχουν τα απαραίτητα προσόντα. Ιδίως δε όσων δικαστικών κατέχουν καθηγητική ή διευθυντική θέση στη Σχολή.
Σημαντικές τροποποιήσεις πρέπει άμεσα να γίνουν σε θεσμούς που διατάραξαν την ηρεμία στον δικαστικό χώρο, όπως π.χ. το λεγόμενο «αυτοδιοίκητο» των δικαστηρίων, το οποίο μετέτρεψε τα μεγάλα δικαστήρια της χώρας σε εκλογικές πασαρέλες ενώ καλλιέργησε μόνιμες πικρίες και έντονα αρνητικά συναισθήματα. Ηταν στην ουσία μία επινόηση των συνδικαλιστών του κλάδου, για να μπορούν να εκλέγονται οι ίδιοι ως προϊστάμενοι αφού είχαν ήδη έτοιμη εκλογική πελατεία. Αντί οι ίδιοι να δώσουν το παράδειγμα και να εκλέγονται για μία ή δύο το πολύ θητείες στα επτά(!) σωματεία που ιδρύθηκαν σε ένα σύνολο 4.000 περίπου δικαστικών. Πέραν του ότι η αντιπαράθεσή τους κάποιες φορές ξεφεύγει από την ευπρέπεια που διακρίνει τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών. Οι θέσεις των προϊσταμένων των μεγάλων ιδίως δικαστικών υπηρεσιών πρέπει να καταλαμβάνονται από υψηλόβαθμους, έμπειρους δικαστικούς, τοποθετημένους από το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο.
Εργαζόμαστε σε έναν χώρο που δεν έχει ισόβιους ποινικούς δικαστές, δηλαδή δικαστές με άλλου είδους χαρακτήρα, σθένος και ειδική εκπαίδευση. Οπου κάθε χρόνο προάγονται, τοποθετούνται και μετατίθενται ανά την επικράτεια εκατοντάδες δικαστικοί λειτουργοί, με ό,τι σημαίνει αυτό για την προσωπική και οικογενειακή τους κατάσταση. Οπου την πραγματική αξιολόγηση αντικατέστησε μία αναχρονιστική «επετηρίδα».
Ας γίνει η Δικαιοσύνη ο χώρος που η αξιολόγηση σε αυτή τη χώρα θα πάρει σάρκα και οστά. Γιατί το αξίζουν οι έλληνες δικαστές και εισαγγελείς, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία εργάζονται με εντιμότητα και δυναμισμό. Γιατί αξίζει στους έλληνες πολίτες να έχουν μια πιο ποιοτική Δικαιοσύνη.
Ο κ. Βασίλης Φλωρίδης είναι εισαγγελέας Εφετών.
Πηγή: tovima.gr