Ανώτεροι και ανώτατοι λειτουργοί της Θέμιδας μπλεγμένοι στο κουβάρι μιας ανεκδιήγητης ιστορίας η οποία φέρεται να εξυφάνθηκε μέσα στους κόλπους της Δικαιοσύνης και, όταν ήρθε η ώρα να ξετυλιχθεί, έβγαλε ένα σοκαριστικό πόρισμα και μια παραγγελία για άσκηση πειθαρχικών διώξεων…
Απότοκα μεγάλης έρευνας από την οποία αναδείχτηκε «η σοβαρή υπόνοια ότι κατά τους χειρισμούς από τη Δικαιοσύνη της υπόθεσης Βγενόπουλου επιχειρήθηκε από ορισμένους εισαγγελικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του βασικού καθήκοντός τους να κρίνουν αμερόληπτα και σύμφωνα με τον νόμο, η ευνοϊκή υπέρ των φερομένων ως δραστών έκβαση της υπόθεσης».
Ανάμεσά τους: μια πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η ανώτατη δηλαδή εισαγγελική λειτουργός της χώρας, η οποία ναι μεν δεν ελέγχεται πειθαρχικά γιατί έχει συνταξιοδοτηθεί, πλην όμως «προσπαθούσε να απομακρύνει την υπόθεση» από συγκεκριμένο τμήμα και παράλληλα «χλεύαζε και απειλούσε» υφιστάμενό της εισαγγελέα που δεν της ήταν αρεστός.
Μια άλλη εισαγγελέας, ανώτερου βαθμού, για την οποία «υπάρχουν ικανές υπόνοιες» ότι «δεν επέδειξε δικαστικό σθένος» και υπακούοντας στις παραινέσεις της προϊσταμένης αρχής «συνήργησε» στην αφαίρεση της δικογραφίας για το μεγάλο σκάνδαλο.
Ενας ακόμη ανώτερος εισαγγελέας, για τον οποίο επίσης «υπάρχουν ικανές υπόνοιες» ότι από τη θέση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών με πράξεις ή παραλείψεις του «συνέβαλε αρνητικά» στην εξέλιξη των ερευνών για το ίδιο σκάνδαλο.
Ολα τα παραπάνω δεν είναι εκτιμήσεις του Documento. Είναι αποσπάσματα από το εμπεριστατωμένο πόρισμα των 145 σελίδων του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Ιωάννη Γράβαρη, ο οποίος διενήργησε προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση πειθαρχικών ευθυνών δικαστών και εισαγγελέων που ασχολήθηκαν με το οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο Βγενόπουλου.
Μια τεράστια, σύνθετη υπόθεση, η οποία όμως αν δεν υπήρχε το Documento (και το Κουτί της Πανδώρας) αλλά και ένας εισαγγελικός λειτουργός, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου σήμερα Ιωάννης Αγγελής, ο οποίος δεν πτοήθηκε από το σε βάρος του εχθρικό περιβάλλον και έδωσε τότε πραγματικά τα ρέστα του για να διερευνηθεί, σήμερα θα είχε κλείσει οριστικά χωρίς να αποδοθεί καμία ευθύνη, ποινική ή πειθαρχική.
Το συμπέρασμα για τις ευθύνες
Αναφέρεται στην κατακλείδα του επίμαχου πορίσματος, το οποίο έχει ολόκληρο στη διάθεσή του το Documento: «…Εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό συνδυαστικά και σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας θεωρώ ότι η αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών, και δη Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, αναδεικνύει πράγματι τη σοβαρή υπόνοια ότι κατά τους χειρισμούς από τη Δικαιοσύνη των ποινικών υποθέσεων Βγενόπουλου, Μarfin κ.λπ. επιχειρήθηκε από εισαγγελικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του βασικού καθήκοντος τους να κρίνουν αμερόληπτα και σύμφωνα με τον νόμο, η ευνοϊκή υπέρ των φερομένων ως δραστών έκβαση των υποθέσεων αυτών (βλέπε και την κατάθεση ενώπιόν μας του τέως βουλευτή Δ. Τσιρώνη περί του τρόπου αντιμετωπίσεως συναφών καταγγελιών του από την πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και σχετικά με δήλωση προς αυτόν του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας περί πολιτικών παρεμβάσεων από την τότε ελληνική κυβέρνηση υπέρ του Ανδ. Βγενόπουλου). Από τους κατονομαζόμενους στην εν λόγω αναφορά, τους οποίους και αφορά η παραγγελία του υπουργού Δικαιοσύνης, η μεν πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ε. Κουτζαμάνη και ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ε. Ρασιδάκης λόγω της αποχωρήσεώς τους από την υπηρεσία δεν υπέχουν πλέον πειθαρχική ευθύνη και συνεπώς η παρούσα πειθαρχική υπόθεση πρέπει ως προς αυτούς να τεθεί στο αρχείο. Για δε την εισαγγελέα Εφετών Γ. Τσατάνη, πειθαρχική δίωξη θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη δεύτερη δίωξή της για τα ίδια κατά βάση πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς η υπόθεση θα πρέπει να τεθεί στο αρχείο.
Για τους εισαγγελικούς λειτουργούς Ισίδωρο Ντογιάκο, Ελένη Ράικου και Νίκο Ορνεράκη θεωρούμε ότι προέκυψαν ικανές υπόνοιες περί διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ως εκ των οποίων πρέπει να ερευνηθεί ως προς αυτούς περαιτέρω η υπόθεση με την άσκηση πειθαρχικής αγωγής».
Για ακόμη τρεις εισαγγελικούς λειτουργούς που ελέγχθηκαν δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά για να ζητηθεί πειθαρχική δίωξη.
Ντογιάκος: «Θα δεις τι θα πάθεις»
Διατυπώνοντας με κομψότητα το συμπέρασμά του για τη στάση Ντογιάκου και τον ρόλο που έπαιξε στην υπόθεση ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθήνας κ. Γράβαρης αναφέρει ότι πιθανολογείται… αρνητική συμβολή του Ισ. Ντογιάκου στην εξέλιξη των ερευνών και συγκεκριμένα στην άρτια οργάνωση της συντονιστικής επιτροπής μεταξύ κυπριακών και ελληνικών αρχών στο πλαίσιο της διερεύνησης του σκανδάλου Βγενόπουλου. Πιθανολογείται και η βασιμότητα εν γένει των σχετικών καταγγελιών του Ι. Αγγελή σε βάρος Ντογιάκου.
Ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ αναφέρει, μεταξύ άλλων, για τον Ισ. Ντογιάκο:
* Το ερώτημα-απειλή που φέρεται να υπέβαλε προς τον Ι. Αγγελή, όταν ο τελευταίος είχε αρνηθεί να διαγράψει, όπως του ζητήθηκε, από έγγραφό του παράγραφο που αναφερόταν στη σύγκληση συντονιστικής συνάντησης και σύστασης κοινής ομάδας έρευνας Κυπρίων και Ελλήνων για τη διερεύνηση του σκανδάλου: «Δεν το σβήνεις; Καλά, θα δεις τι θα πάθεις».
* Ερωτήματα επίσης προκαλεί η κίνηση Ντογιάκου να αποστείλει αυστηρό έγγραφο προς τους εισαγγελείς του τμήματος Δικαστικών Συνδρομών, του οποίου τότε προΐστατο ο κ. Αγγελής, υπενθυμίζοντάς τους ότι «η αποστολή οποιουδήποτε εγγράφου για οποιονδήποτε λόγο σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία εκτός της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών υποχρεωτικά γίνεται διά του Διευθύνοντος αυτήν (σ.σ.: του ίδιου δηλαδή) και όχι απευθείας από το Τμήμα Σας».
«Μήπως του… διαφύγει κάτι»
Είχε προηγηθεί η αποστολή αιτήματος από τον Ι. Αγγελή προς το εθνικό μέλος της χώρας μας στη Eurojust, εισαγγελέα Ν. Ορνεράκη, για σύγκληση της συντονιστικής αυτής συνάντησης που, απ’ ό,τι φαίνεται, εκτός από τον ίδιο τον Ι. Αγγελή κανείς δεν ήθελε τότε να γίνει. Μάλιστα, ο Ισ. Ντογιάκος είχε απευθυνθεί γι’ αυτό και στην προϊσταμένη του τμήματος.
Στην κατάθεσή της η Μ. Τσάμη, προϊσταμένη της Γραμματείας του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικής Συνδρομής, επισημαίνει ότι στο παρελθόν τα πράγματα δεν γίνονταν όπως αίφνης διέτασσε ο Ισ. Ντογιάκος καθώς «όλα τα έγγραφα που έρχονταν έφευγαν απευθείας (κι όχι μέσω προϊσταμένου της εισαγγελίας) και η αντίστοιχη εξερχόμενη αλληλογραφία γινόταν απευθείας από το τμήμα».
Αναφέρει χαρακτηριστικά η Μ. Τσάμη: «Με κάλεσε ο κ. Ντογιάκος και μου ζήτησε να ενημερώνεται γα οτιδήποτε αφορά την υπόθεση Βγενόπουλου… Στην ερώτηση γιατί απευθύνεται σε εμένα και όχι στον κ. Αγγελή, μου απάντησε ότι το έχει πει και στον ίδιο αλλά το λέει και σε μένα, μήπως του διαφύγει κάτι, γιατί εγώ άνοιγα την αλληλογραφία».
Η στάση Ορνεράκη
«Περιέργως» αναφέρεται στο πόρισμα, «την ύπαρξη του εγγράφου Ντογιάκου γνωρίζει και ο Ν. Ορνεράκης αν και δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών και στο Τμήμα Δικαστικών Συνδρομών». Εικάζουμε ότι προφανώς είχε λάβει ενημέρωση από τον Ισ. Ντογιάκο και αυτός είναι ο λόγος που μεταξύ των άλλων απηύθυνε έγγραφό του προς αυτόν. Να επισημάνουμε εδώ ότι όταν ο Ι. Αγγελής ζήτησε τη σύγκληση της συντονιστικής επιτροπής, ο Ν. Ορνεράκης είχε αμφιβολίες για το αν κάτι τέτοιο έπρεπε να γίνει από τον κ. Αγγελή και αφού πέρασε ένας μήνας, απευθύνθηκε σχετικά στον κ. Ντογιάκο.
Αποτέλεσμα; Ο Ι. Αγγελής παρακάμπτεται εντελώς και όλες οι σχετικές συνεννοήσεις γίνονταν ερήμην του από τον ίδιο τον Ισίδωρο Ντογιάκο. «…Χωρίς καμία συμμετοχή του κ. Αγγελή παρότι παρέμενε προϊστάμενος του αρμόδιου για τις συνεννοήσεις αυτές τμήματος και ήταν αυτός που είχε υποβάλει το αίτημα για τη σύγκληση της συντονιστικής συνάντησης (κυπριακών και ελληνικών δικαστικών αρχών)».
«Κοίταξε μη συλλάβεις τον Βγενόπουλο»
Αυτήν τη στάση Ντογιάκου ο αναφέρων αποδίδει στο ότι «ενδιαφερόταν για την υπόθεση Βγενόπουλου ακόμη και πριν αναλάβει καθήκοντα προϊσταμένου» και επειδή «πίστευε ότι ο Βγενόπουλος ήταν αθώος και του την είχαν στήσει οι Κύπριοι».
Σύμφωνα με τον Ι. Αγγελή, όταν διαμαρτυρόταν γιατί δεν γινόταν σωστά η έρευνα σε σχέση με τα αιτήματα των Κυπρίων για δικαστική συνδρομή ο Ισ. Ντογιάκος του απαντούσε: «Γιατί είδες να έχω βάλει εγώ πουθενά την υπογραφή μου;».
Μάλιστα πριν από μια συνάντηση Αγγελή – Βγενόπουλου στην εισαγγελία, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αγγελής, ο Ισ. Ντογιάκος του είχε πει: «Πες στον Βγενόπουλο ότι σου μίλησα εγώ για την υπόθεσή του». Ενώ «…στις αρχές Μαΐου του 2015 μου είχε πει υπό μορφή προφορικής εντολής: “Κοίταξε μη συλλάβεις τον Βγενόπουλο, σε περίπτωση που εκδοθεί εναντίον του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, γιατί από σένα όλα τα περιμένω, ακόμα και να πας σπίτι του με αστυνομικούς και να τον συλλάβεις”».
Ο κ. Ντογιάκος από την πλευρά του είπε εξεταζόμενος ότι δεν γνώριζε καν τον Ανδ. Βγενόπουλο και πως δεν χειρίστηκε ποτέ επί της ουσίας καμία του υπόθεση. Στο ερώτημα δε αν ο γιος του εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία που έχει η σύζυγος του Βγενόπουλου (σ.σ.: έχει κατατεθεί ενόρκως από μάρτυρα) απάντησε: «Η πληροφορία περί απασχόλησης του γιου μου στη ναυτιλιακή εταιρεία Βγενόπουλου (σ.σ.: η μαρτυρία βέβαια ήταν για τη σύζυγο) δεν είναι αληθινή».
Ο Ι. Γράβαρης, συνδυάζοντας διάφορα γεγονότα που δείχνουν άρνηση στο να δρομολογηθεί συνάντηση Κυπρίων και Ελλήνων δικαστικών, αναφέρει πως «καταδεικνύεται ο ισχυρισμός Αγγελή ότι ο Ντογιάκος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να γίνει η συνάντηση», στην οποία όταν αναγκαστικά πραγματοποιήθηκε η συμμετοχή Αγγελή είχε αποκλειστεί. Η δε προεδρία είχε ανατεθεί για μια τέτοια κρίσιμη συνάντηση στον άπειρο αναπληρωτή του Ν. Ορνεράκη. Τον οποίο μάλιστα δεν είχε ενημερώσει ούτε για το ότι είχε ζητηθεί να παραστούν εκπρόσωποι του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Σημαντική «λεπτομέρεια»: Στη συνάντηση συμφωνήθηκε οι κυπριακές αρχές να προηγηθούν στην έρευνα της δωροδοκίας και οι ελληνικές να προχωρήσουν με την έρευνα των δανείων. Ομως αυτό δεν καταγράφηκε πουθενά.
«…Και εύλογα» αναφέρεται στο πόρισμα, «δημιουργείται η απορία αν στη θέση του Ν. Πασχάλη (του αναπληρωτή) ως προεδρεύοντος ήταν κάποιος πιο έμπειρος εισαγγελικός λειτουργός θα είχε την κατάληξη αυτή η υπόθεση Βγενόπουλου;».
Ο δε κ. Ορνεράκης «με πράξεις και παραλείψεις του συνέβαλε κατά παράβαση των καθηκόντων του στην πλημμελή οργάνωση των δεύτερης αυτής συντονιστικής συνάντησης πράγμα που είχε σοβαρές συνέπειες στην εξέλιξη της υπόθεσης προς όφελος των εμπλεκομένων».
Τα εύλογα ερωτήματα
Ο Ι. Γράβαρης σε άλλο σημείο του πορίσματός του και αφού έχει παραθέσει μια σειρά από αδιάσειστα γεγονότα σε σχέση με χειρισμούς στα αιτήματα δικαστικής συνδρομής από την Κύπρο, τα οποία έριξαν νερό στον μύλο των καθυστερήσεων μέχρι που τελικώς ήρθε η αρχειοθέτηση από τη Γεωργία Τσατάνη, εκφράζει την άποψη: «Δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα σχετικά με το εάν κάποιοι σχεδίασαν έτσι τα πράγματα ώστε να καθυστερήσει η πλήρης ικανοποίηση των αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και να μη ληφθούν εξηγήσεις από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και αν στον σχεδιασμό αυτό συμμετείχαν και δικαστικοί λειτουργοί. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ερευνηθεί αν ο Ισ. Ντογιάκος, ο οποίος προέβη στη χρέωση των υποθέσεων αυτών στον Σ. Δασκαλοπουλο, είχε κάποια συμμετοχή στον σχεδιασμό αυτό ενόψει και του ότι κατά την άποψη Αγγελή ο Ντογιάκος διέκειτο ευνοϊκά υπέρ Βγενόπουλου, όπως δε αναφέρει ο Ισ. Ντογιάκος στις ενώπιον μας εξηγήσεις, ο Α. Βγενόπουλος και δικηγόροι του “μερικές φορές είχαν παραπονεθεί ότι για διάφορα αιτήματα που υπέβαλαν ο κ. Αγγελής τα έθετε στο αρχείο ενώ κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε να εισαχθούν στο Δικαστικό Συμβούλιο”».
Βεβαίως το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η κατάθεση των αιτήσεων Βγενόπουλου και λοιπών που ζητούσαν να μη γίνουν δεκτά τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής των Κυπρίων έγιναν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών σε χρόνο που υπηρετούσε στο τμήμα Διακοπών ο Σταμάτης Δασκαλόπουλος και στον οποίο χρεώθηκαν από τον Ισ. Ντογιάκο την επόμενη ακριβώς ημέρα, με αποτέλεσμα τη μεγάλη καθυστέρηση της εκτέλεσης των αιτημάτων. Αντίθετα, προηγούμενες παρόμοιες αιτήσεις απευθύνονταν στον προϊστάμενο του τμήματος Δικαστικών Συνδρομών. Για τον Στ. Δασκαλόπουλο ο Ι. Γράβαρης δεν είδε πειθαρχική ευθύνη.
Η Ράικου και οι αντιφάσεις της
Μια σειρά αντιφάσεων που διαπιστώνει ο Ι. Γράβαρης στις καταθέσεις της τότε επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένης Ράικου τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι και γι’ αυτήν υπάρχουν ικανές υπόνοιες περί διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την Ελ. Ράικου είναι λιγότερο δηκτικός. Από τα συμπεράσματα δε που αναφέρει στο πόρισμά του σε σχέση με τις ευθύνες Ράικου αναδεικνύεται «πρωταγωνιστικός» ο ρόλος της τέως εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, η οποία, βέβαια, λόγω της συνταξιοδότησής της δεν υπέχει πλέον πειθαρχική ευθύνη.
Σοκαριστική είναι η αναφορά στο πόρισμα για «προσπάθεια της εισαγγελέως του ΑΠ να απομακρύνει την υπόθεση Βγενόπουλου από την Εισαγγελία Διαφθοράς». Μια προσπάθεια που αν γίνει δεκτή η εκδοχή αυτή» αναφέρει ο κ. Γράβαρης, «εκθέτει μεν την κ. Ράικου στη μομφή ότι δεν επέδειξε το δικαστικό σθένος να κρατήσει την υπόθεση και συνήργησε αντιθέτως στην προσχηματική αφαίρεσή της, παράλληλα όμως αποτελεί και ένδειξη ότι όσοι τυχόν προσπαθούσαν να κλείσουν την υπόθεση δεν θεωρούσαν ότι η κ. Ράικου θα συνέβαλε σε αυτό».
Ας δούμε όμως γιατί ζητά και την πειθαρχική δίωξη Ράικου. Τον Δεκέμβριο του 2014 και ενώ η Εισαγγελία Διαφθοράς είχε ανοιχτή δικογραφία για τα δάνεια της Marfin, ο Ι. Αγγελής υποβάλλει αναφορά για σειρά κακουργηματικών πράξεων που αφορούσαν δωροδοκία του διοικητή της κεντρικής τράπεζας Κύπρου και οικονομικά σκάνδαλα στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου με πρωταγωνιστή τον Ανδ. Βγενόπουλο. Η κ. Ράικου δεν συσχέτισε την αναφορά με την ανοιχτή δικογραφία και έπειτα από συνεννόησή της με την προϊσταμένη της τότε κ. Κουτζαμάνη η υπόθεση χρεώθηκε από την τελευταία στη Γ. Τσατάνη με τα γνωστά αποτελέσματα. Η Ελ. Ράικου είχε υποστηρίξει ότι προχώρησε σε αυτή την κίνηση γιατί οι καταγγελίες έγιναν από ανώτερό της και ότι εντέλει η τελική απόφαση δεν ήταν δική της αλλά της εισαγγελέως του ΑΠ. Είχε υποστηρίξει μάλιστα ότι η αναφορά δεν ήταν συναφής με την υπόθεση που χειριζόταν τότε η Εισαγγελία Διαφθοράς. Στις διάφορες καταθέσεις που έχει δώσει όμως η κ. Ράικου έχει πέσει σε σειρά αντιφάσεων για το πώς έγιναν τα γεγονότα. Μάλιστα ο κ. Γράβαρης αποδομεί και τους δικονομικούς της ισχυρισμούς. Επισημαίνει ότι αν και η Ελ. Ράικου αρνήθηκε εξεταζόμενη ενώπιόν του ότι αυτή πρωτοχαρακτήρισε την αναφορά Αγγελή ως μήνυση, διαψεύδεται από τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων.
Ετσι ή αλλιώς όμως αναφέρει: «Αδιαμφισβήτητα προκύπτει ότι ως προς αυτό το ζήτημα Κουτζαμάνη και Ράικου ομονοούν». Μάλιστα, από καταθέσεις της Ελ. Ράικου διαπιστώνεται «διαφορετική προσέγγιση για τον λόγο της αποχής της». «Ηταν» αναρωτιέται ο κ. Γράβαρης, «η μειωτική όπως έχει πει για τον Αγγελή τυχόν αρχειοθέτηση της αναφοράς του, ήταν το κύρος της χώρας ενόψει της διεθνούς διάστασης της υπόθεσης ή το –οψίμως προβαλλόμενο ανεξήγητο και ύποπτο– ενδιαφέρον του κ. Αγγελή για την υπόθεση;».
Τα γεγονότα συνδυαζόμενα «καθιστούν αμφίβολο αν ο μη χειρισμός της αναφοράς Αγγελή από την Εισαγγελία Διαφθοράς υπαγορεύτηκε όντως από τους λόγους δεοντολογίας» που επικαλέστηκε η Ελ. Ράικου και αντίθετα ενισχύουν τις υποψίες Αγγελή ότι η επίκληση των λόγων αυτών δεν έγινε από δική της πεποίθηση, με δική της πρωτοβουλία, αλλά λίγο μετά την επεισοδιακή συνάντησή της στο γραφείο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Και μάλιστα, εντασσόταν σε προσπάθεια της τελευταίας να απομακρύνει την υπόθεση από την Εισαγγελία Διαφθοράς με πρόσχημα την ύπαρξη δήθεν κωλύματος για τον χειρισμό της από αυτήν. Ενδιαφέρον για τη στοιχειοθέτηση της εκδοχής αυτής «παρουσιάζουν και οι καταθέσεις σχετικά με την επίσκεψη Ράικου στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για τη διερεύνηση, με δική της υποτίθεται πρωτοβουλία, του ζητήματος (ανεξήγητη συνοδεία από τον εισαγγελέα Ελευθεριάνο, αντιθέσεις μαρτύρων για το από ποιον άρχισε η συνάντηση). Και βέβαια η εξέλιξη της υπόθεσης».