Η διαχρονικότητα του Μακιαβέλι

Η διαχρονικότητα του Μακιαβέλι

Με αφορμή την επανέκδοση του «Ηγεμόνα» του Νικολό Μακιαβέλι γράφουν στο Documento ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης και ο καθηγητής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ Γεώργιος Στείρης.

Ο «Ηγεμόνας», η πολιτική πραγματεία του Φλωρεντινού διπλωμάτη, ιστορικού και πολιτικού φιλοσόφου Νικολό Μακιαβέλι (14691527), γράφτηκε το 1513 έναν χρόνο αφότου η Φλωρεντία πέρασε στον έλεγχο των Ισπανών. Τότε ήταν που η οικογένεια των Μεδίκων επανήλθε στον θρόνο – από το 1494 η περιοχή βρισκόταν υπό την εξουσία του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Η΄. Ο Μακιαβέλι, ο οποίος ήταν γραμματέας του Δεύτερου Ανώτατου Δικαστηρίου της Φλωρεντίας, ήρθε αντιμέτωπος με την εξουσία των Μεδίκων και εκτοπίστηκε. Οταν αποφυλακίστηκε αποσύρθηκε στο κτήμα του, όπου μεταξύ άλλων έγραψε τον «Ηγεμόνα».

Το έργο δημοσιεύτηκε το 1532, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του.

Στόχος του Μακιαβέλι με τον «Ηγεμόνα» ήταν να κερδίσει την επιρροή του 21χρονου τότε Λαυρέντιου των Μεδίκων, ο οποίος ωστόσο δεν είχε την ευκαιρία να ακολουθήσει τις οδηγίες του καθώς πέθανε το 1519. Στο κείμενο που έμεινε στην Ιστορία ως το πιο γνωστό εγχειρίδιο προς επίδοξους ηγέτες απορρίπτονται τα πολιτικά συστήματα και φωτίζεται ο ρόλος του ηγέτη. Υπό το πρίσμα των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων σε όλο τον κόσμο, ο «Ηγεμόνας» μπορεί να αναγνωστεί σήμερα με τρόπο αρκετά αποκαλυπτικό για όσα βιώνουμε.

Σε λίγες μέρες το βιβλίο, το οποίο έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά, κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση, αυτήν τη φορά από τον Γιώργο Κασαπίδη για τις εκδόσεις Ψυχογιός. Με αφορμή τη νέα έκδοση γράφουν για το μακιαβελικό έργο στο Documento ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης και ο καθηγητής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ Γεώργιος Στείρης.

Γιώργος Μαργαρίτης
Ο «στρατιωτικός» Μακιαβέλι

Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Ο Νικολό Μακιαβέλι έζησε σε έντονη εποχή, πλούσια σε σημαντικά, καθοριστικά γεγονότα. Με το γύρισμα του 15ου στον 16ο αιώνα στην Ευρώπη διαμορφώνονταν ισχυρά κράτη και αντίστοιχες εξουσίες, μορφοποιώντας τη γηραιά ήπειρο με τον τρόπο που σήμερα τη γνωρίζουμε. Η Γαλλία και η Ισπανία πρωτοστατούσαν στις κατακλυσμιαίες αυτές εξελίξεις. Η πατρίδα του Μακιαβέλι ήταν η Ιταλία και συγκεκριμένα η πλούσια πόλη-κράτος της Φλωρεντίας. Στην πόλη αυτή η Αναγέννηση δικαιολογούσε το βαρύ όνομά της, εδώ, θα έλεγε κανείς άλλαζε ο χρονισμός του κόσμου: στην οικονομική και πολιτική λειτουργία, στην τέχνη, στα γράμματα, στον πολιτισμό, στην πνευματική υπόσταση των ανθρώπων.

Η Φλωρεντία ήταν ίσως η πρώτη γωνιά της Ευρώπης που πλησίασε στο κατώφλι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το εμπόριο, βασισμένο σε βιοτεχνίες που έμοιαζαν πλέον με βιομηχανίες, συσσώρευε πλούτο. Ο πλούτος δημιουργούσε φίλους, ταυτόχρονα όμως γεννούσε αντιθέσεις, μίση και εχθρούς. Μέσα στο πολύπλοκο περιβάλλον η πόλη έπρεπε να διασφαλίσει την ευμάρειά της και από εσωτερικές αντιθέσεις και από εξωτερικούς εχθρούς. Η πολιτική κλήθηκε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αυτή την πολιτική υπηρέτησε ο Μακιαβέλι. Αξιωματούχος και σύμβουλος αρχόντων και ηγεμόνων, βρισκόταν στην πρώτη σειρά των προβληματισμών της εποχής και του τόπου του.

Οι ιταλικές πόλεις ξεχώριζαν για τον πλούτο τους. Οι ισχυροί βασιλείς στις γειτονικές Γαλλία και Ισπανία διακρίνονταν για τη δίψα τους για πλούτο και χρήμα. Η θεμελίωση της εξουσίας τους και της ισχύος των κρατών τους περνούσε μέσα από την εξασφάλιση πόρων και χρήματος. Το τελευταίο το αναζητά κανείς εκεί που υπάρχει. Ετούτη η κατάσταση μετέβαλε την Ιταλία σε πεδίο μάχης για ολόκληρες δεκαετίες. Γάλλοι και Ισπανοί πολέμησαν σκληρά για την Ιταλία. Οι δε ηγεμόνες της τελευταίας, είτε άρχοντες είτε αστοί των πόλεων, πότε συμμαχούσαν με τους εισβολείς, πότε αναζητούσαν τη συγκρότηση δικού τους ισχυρού κράτους. Η δημιουργία αξιόμαχου στρατού ήταν το πρώτο ζητούμενο σε αυτή την κατεύθυνση.

Οι στρατοί των εισβολέων αλλά και των τοπικών αρχόντων αποτελούνταν από μισθοφόρους κυρίως. Οι τελευταίοι, Ελβετοί ή Κοντοτιέρι, ήταν το ίδιο επικίνδυνοι για τους κατοίκους των περιοχών που περνούσαν όσο και για τον εχθρό. Λεηλατούσαν, κατέστρεφαν, σκότωναν. Για τις πλούσιες πόλεις της Ιταλίας το πέρασμά τους ήταν απλώς καταστροφικό. Η ισχυρή Φλωρεντία κλήθηκε να απαντήσει σε ετούτη τη διαρκή απειλή. Ο Μακιαβέλι προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα αναζητώντας νέες μορφές πολέμου.

Για τον Μακιαβέλι η πιο αποτελεσματική λύση θα ήταν η ανάδειξη ενός ισχυρού Ιταλού ηγεμόνα, ικανού να ενοποιήσει τις πόλεις και τα κρατίδια της χερσονήσου και να αντιμετωπίσει τους Γάλλους ή τους Ισπανούς εισβολείς. Το πρότυπό του σε αυτή την κατεύθυνση ήταν ο Καίσαρας Βοργίας – ευγενής ισπανικής καταγωγής, γιος του πάπα Αλεξάνδρου του 6ου. Στο πλέον διάσημο των έργων του, τον «Ηγεμόνα», ο Μακιαβέλι επιχειρεί να προσδιορίσει τις δεξιότητες, τις αρετές και τις ιδιότητες που οφείλει να έχει ένας ηγεμόνας με φιλοδοξίες αντάξιες της εποχής: την ενοποίηση της Ιταλίας δηλαδή. Είναι βέβαιο ότι ο Καίσαρας Βοργίας είχε μερικές από αυτές.

Το ειδικό όμως πρόβλημα της Φλωρεντίας ήταν η άμυνά της απέναντι στους στρατούς των μισθοφόρων. Η ιδέα και η πρόθεση του Μακιαβέλι ήταν να υποκαταστήσει το επικίνδυνο σύστημα των μισθοφόρων με μια νέα στρατιωτική δύναμη που θα προερχόταν από την ίδια την πόλη που υπηρετούσε. Κατανοούσε ότι η στήριξη της άμυνας της πόλης από τους πολίτες της ήταν συνυφασμένη με την αλλαγή της πολιτικής τους υπόστασης. Η ρωμαϊκή αρχαιότητα ήταν το πρότυπο.

Η πλέον αναλυτική θεώρηση του πολέμου βρίσκεται στο βιβλίο του Μακιαβέλι «Dell’ arte della guerra» (Περί της τέχνης του πολέμου, 1519-1520) και στον «Ηγεμόνα» και σε μικρότερα σημειώματα ή πάρεργά του. Στα έργα αυτά προσπάθησε να βρει λύσεις τόσο στο τεχνικό επίπεδο –αναζητώντας τον ιδανικό σχηματισμό ενός στρατού στο πεδίο της μάχης– όσο και στο πολιτικό. Στο δεύτερο επεξεργάστηκε την έννοια της «αρετής», η οποία ίσως προανήγγειλε την ιδέα του «πατριωτισμού» που θα εμφανιζόταν μερικούς αιώνες αργότερα. Στους δικούς του καιρούς, πάντως, δεν υπήρχε χώρος για νέες πολιτικές έννοιες και η όποια αλλαγή εξαρτιόταν από τη θέληση, την ισχύ και την ιδιοφυΐα του ηγεμόνα. Τελικά όμως ο Καίσαρας Βοργίας δεν υπήρξε ο ηγέτης μιας ισχυρής Ιταλίας. Η Αναγέννηση δεν ήταν εποχή ώριμη για ριζοσπαστικές αλλαγές. Στο δε στρατιωτικό πεδίο καμία πολιτοφυλακή δεν θα μπορούσε να σταθεί απέναντι σε έναν στρατό μισθοφόρων. Οι ιδέες του Μακιαβέλι δεν έδωσαν στην εποχή του απτό πολιτικό αποτέλεσμα.

Γεώργιος Στείρης
Ο «Ηγεμόνας» και οι αναγνώσεις του

Ο Γεώργιος Στείρης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ

Ο «Ηγεμόνας» (Il Principe) του Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) είναι ένα από τα πλέον διαβασμένα εγχειρίδια πολιτικής θεωρίας. Γράφτηκε το 1513 και εκδόθηκε το 1532, μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Μακιαβέλι το απευθύνει στον Λαυρέντιο των Μεδίκων τον Μεγαλοπρεπή, ελπίζοντας να ξανακερδίσει μια θέση στη φλωρεντινή διοίκηση. Ηλπιζε ότι ο Μέδικος θα εκτιμούσε την πλούσια εμπειρία του και θα τον αποκαθιστούσε, αλλά τελικά οι πόθοι του δεν δικαιώθηκαν.

Παρότι το βιβλίο πρόσφερε στον συγγραφέα την υστεροφημία, η υποδοχή που του έγινε –τόσο από το αναγνωστικό κοινό όσο και από τους ειδικούς– ήταν πολυποίκιλη. Ο Σαίξπηρ στον «Ερρίκο τον Στ΄» αποκαλεί τον Μακιαβέλι κακούργο. Ο Βολταίρος θεωρούσε ότι ο Μακιαβέλι δηλητηρίασε τη συζήτηση για την πολιτική. Ο Φρειδερίκος ο Β΄ υποστήριζε ότι ο Μακιαβέλι διέφθειρε την πολιτική και επιχείρησε να καταστρέψει τους κανόνες της υγιούς ηθικής. Ο Ντιντερό τον αντιμετωπίζει ως αισχρό απολογητή της τυραννίας.

Από την άλλη, ο Φράνσις Μπέικον ομολογεί ότι ένιωθε υποχρεωμένος απέναντι στον Μακιαβέλι, καθώς φανέρωσε ανοικτά και ανυπόκριτα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι και όχι αυτά που οφείλουν να κάνουν. Ο Χιουμ τον αποκαλεί ιδιοφυΐα. Ο Ρουσσώ ισχυρίζεται ότι ο «Ηγεμόνας» είναι το βιβλίο των δημοκρατικών, διότι αποκάλυψε στους λαούς τα απεχθή μέσα που χρησιμοποιούν οι δεσποτικοί πολιτικοί. Ο Χέγκελ, αφού εκθειάζει τον Μακιαβέλι, συμπεραίνει ότι η ευφυής μερίδα του αναγνωστικού κοινού, παρότι αναγνωρίζει την ευφυΐα του μακιαβελικού στοχασμού, είναι υπερβολικά ηθική για να αποδεχτεί τις αρχές του.

Ο ίδιος ο Μακιαβέλι είναι αρκούντως διαφωτιστικός, τόσο ως προς τον σκοπό του κειμένου του όσο και ως προς τις απόψεις που εκφράζει. Στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο του «Ηγεμόνα» σημειώνει:

«Και επειδή ξέρω ότι πολλοί έχουν γράψει γι’ αυτό το θέμα, φοβούμαι μήπως, γράφοντας κι εγώ, θεωρηθώ φαντασμένος, μιας και, ιδιαίτερα κατά την εξέταση του εν λόγω ζητήματος, απομακρύνομαι από τις αρχές των άλλων. Αλλά, καθώς πρόθεσή μου είναι να γράψω κάτι χρήσιμο γι’ αυτόν που καταλαβαίνει, μου φάνηκε ορθότερο να φτάσω μέχρι την πραγματική αλήθεια του πράγματος παρά να μείνω στη φανταστική. Πολλοί έπλασαν με τη φαντασία τους δημοκρατίες και ηγεμονίες, που ποτέ κανείς δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουν στ’ αλήθεια. Γιατί η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πώς ζούμε και στο πώς θα έπρεπε να ζούμε είναι τόσο μεγάλη, ώστε όποιος αφήνει αυτό που γίνεται για εκείνο που θα έπρεπε να γίνεται προετοιμάζει την καταστροφή του μάλλον παρά τη σωτηρία του: γιατί ένας άνθρωπος που θέλει να φανεί σ’ όλα καλός εύλογο είναι να καταστρέφεται ανάμεσα σε τόσους που δεν είναι καλοί. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο σ’ έναν ηγεμόνα, εφόσον επιθυμεί να κρατηθεί στην εξουσία, να μάθει να μπορεί να μην είναι καλός και να χρησιμοποιεί ή όχι τη γνώση αυτή ανάλογα με την ανάγκη».

Σίγουρα ο «Ηγεμόνας» είναι ένα βιβλίο διαχρονικό, που απευθύνεται σε όσους τολμούν να δουν πίσω από την κουρτίνα· σε όσους δεν αρκούνται να δοκιμάζουν το φαγητό που τους σερβίρεται, αλλά αντέχουν να δουν την προετοιμασία του στην κουζίνα. Δεν είναι μόνο μια συστηματική πραγματεία, αλλά ένα βιβλίο «ζωντανό», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκράμσι.


INF0
Ο «Ηγεμόνας» του Νικολό Μακιαβέλι κυκλοφορεί σε μετάφραση του Γιώργου Κασαπίδη από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Documento Newsletter