Σημαντικά ευρήματα η αξιοποίηση των οποίων θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιωδώς στην καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2) στη χώρα μας, φέρνουν τρεις νέες μελέτες με δεδομένα από την ελληνική κλινική πράξη.
Σύμφωνα με αυτά, ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ενώ βρίσκονται σε θεραπεία, παραμένουν αρρύθμιστοι για περισσότερο από τρεις μήνες, αν και στο διάστημα αυτό οι κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν επανεκτίμηση της θεραπείας.1 Συγκεκριμένα, περίπου το 50% των ασθενών σε μετφορμίνη και περίπου το 60% των ασθενών που λάμβανουν σουλφονυλουρία είτε ως μονοθεραπεία είτε συνδυαστικά με μετφορμίνη δεν πετυχαίνουν τον γλυκαιμικό στόχο– γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) <7%.
Ταυτόχρονα, η συστηματική εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία, παράγοντα εξαιρετικής σημασίας για χρόνιες ασθένειες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.
Τα παραπάνω αποτελούν ευρήματα των μελετών RELOAD, RECAP και ΑDVICE τα οποία και παρουσιάστηκαν σε συνέντευξη Τύπου που διοργανώθηκε την Τρίτη 22 Ιανουαρίου από τη φαρμακευτική εταιρεία MSD, με ομιλητές τους επικεφαλής ερευνητές, κ. Νικόλαο Τεντολούρη, Καθηγητή Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας και κ. Βασίλη Τσιμιχόδημο, Επίκουρο Καθηγητή Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Από την πλευρά του ο Ιατρικός Διευθυντής της MSD Ελλάδας, κ. Λάζαρος Πουγγίας, MD, PhD παραβρέθηκε με σκοπό να παρουσιάσει τη σημασία που δίνει η εταιρεία στην παραγωγή και αναζήτηση δεδομένων από την ελληνική κλινική πράξη, καθώς μια τέτοιου είδους επένδυση μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών στην Ελλάδα και στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων αναφορικά με την επιλογή της βέλτιστης θεραπείας.
Τρεις νέες μελέτες: RELOAD – ADVICE – RECAP
Η RELOAD είναι μια πολυκεντρική, αναδρομική, επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε διάστημα ≥24 μηνών, με στόχο την αξιολόγηση του γλυκαιμικού ελέγχου σε ασθενείς με ΣΔτ2 που λαμβάνουν μονοθεραπεία με μετφορμίνη στη μέγιστη ανεκτή δόση. Στη μελέτη συμμετείχαν 316 ασθενείς από 18 κέντρα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι σχεδόν τα 2/3 των ασθενών με ΣΔτ2 που λαμβάνουν μονοθεραπεία με μετφορμίνη στη μέγιστη ανεκτή δόση δεν πετυχαίνουν τον γλυκαιμικό στόχο για γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) <6.5%, Επιπλέον, οι ασθενείς που δεν ρυθμίζονται στη μονοθεραπεία με μετφορμίνη, παραμένουν σε υψηλές τιμές HbA1c για μεγάλες περιόδους και η εντατικοποίηση της θεραπείας καθυστερεί, καθώς σχεδόν το 50% των ασθενών παραμένουν σε τιμές HbA1c ≥7%, 9 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με μετφορμίνη.
Η RECAP μια πολυκεντρική, αναδρομική μελέτη παρατήρησης, εστίασε στην αξιολόγηση του επιπολασμού των υπογλυκαιμιών και τον αντίκτυπό τους στη γλυκαιμική ρύθμιση των διαβητικών ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με σουλφονυλουρίες σε πραγματικές συνθήκες. Στη μελέτη συμμετείχαν 33 κέντρα σε όλη την επικράτεια και συμπεριλήφθηκαν 383 ασθενείς με ΣΔτ2 που λάμβαναν σουλφονυλουρία είτε ως μονοθεραπεία είτε συνδυαστικά με μετφορμίνη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 43% των ασθενών ανέφεραν υπογλυκαιμικό επεισόδιο τους τελευταίους 6 μήνες πριν την ένταξή τους στη μελέτη, ενώ ταυτόχρονα, σχεδόν το 60% των ασθενών δεν πέτυχαν το γλυκαιμικό στόχο για γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) <7%. Επίσης, φάνηκε ότι η παρουσία υπογλυκαιμίας ως ανεπιθύμητης ενέργειας και η σοβαρότητά της συσχετίστηκαν με μειωμένη ποιότητα ζωής, φόβο υπογλυκαιμίας καθώς και μειωμένη συμμόρφωση στη θεραπεία. Συνολικά, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι η μείωση της συχνότητας εμφάνισης και σοβαρότητας των υπογλυκαιμικών επεισοδίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτιωμένες κλινικές εκβάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου και κατ’ επέκταση στην καλύτερη διαχείριση της νόσου συνολικά.
Η ADVICE αποτελεί μία μη παρεμβατική, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη ανά συστάδες μελέτη που αξιολόγησε την επίδραση της συστηματικής εκπαίδευσης του ασθενούς και των προγραμμάτων υποστήριξης στην αυτοαναφερόμενη συμμόρφωση στη θεραπεία για τον ΣΔτ2 σε ασθενείς στην Ελλάδα. Στη μελέτη συμμετείχαν 457 ασθενείς σε συνολικά 45 κέντρα (22 κέντρα στην ομάδα εμψύχωσης και 23 κέντρα στην ομάδα ελέγχου).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα, η συστηματική εκπαίδευση του ασθενούς και τα προγράμματα υποστήριξης για την διαχείριση του ΣΔτ2 μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στη βελτίωση της συμμόρφωσης στη θεραπεία. Επιπλέον, στους ασθενείς της ομάδας εμψύχωσης παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μέση βελτίωση της HbA1c, σημαντική βελτίωση στις συνήθειες αναφορικά με τη σωματική άσκηση και σημαντικά μεγαλύτερη ικανοποίηση από την θεραπεία σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών και οφείλεται σε μειωμένη έκκριση ή δράση της ινσουλίνης ή σε συνδυασμό των δύο με αποτέλεσμα την απόλυτη ή σχετική έλλειψη της ινσουλίνης.2
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2) είναι ο συχνότερος τύπος και χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη διαταραχής της έκκρισης και της δράσης της ινσουλίνης (παλαιότερες ονομασίες ΣΔ των ενηλίκων και ινσουλινοεξαρτώμενος ΣΔ).2
Ένας στους έντεκα ανθρώπους στον κόσμο ζουν με ΣΔ (425 εκατομμύρια ενήλικες), ενώ μέχρι το 2030 οι αριθμοί αυτοί αναμένεται να φτάσουν στα 522 εκατομμύρια. Ένα στα δύο άτομα με ΣΔ (212 εκατομμύρια) παραμένουν αδιάγνωστοι. Περισσότερα από ένα εκατομμύριο παιδιά και έφηβοι, πάσχουν από ΣΔτ1. Τα 2/3 των ατόμων με ΣΔ βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία (327 εκατομμύρια). Το 2017, ο ΣΔ προκάλεσε 4 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως ενώ οι δαπάνες για νοσηλεία/θεραπείες ξεπέρασαν τα 727 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο ΣΔ αποτελεί ένα από τα συχνότερα αίτια καρδιακής νόσου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, απώλειας όρασης, νεφρικής ανεπάρκειας και ακρωτηριασμού κάτω άκρων.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2) έχει λάβει διαστάσεις «επιδημίας» σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αυξανόμενο προσδόκιμο επιβίωσης και ο τρόπος ζωής, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, είναι υπεύθυνα για την αύξηση του αριθμού των ατόμων με ΣΔ τύπου 2 (ΣΔτ2)
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Διαβήτη στην Ελλάδα, το 2017 τα διαγνωσμένα περιστατικά ασθενών με Διαβήτη ήταν 578.300 και έως το 2045, αναμένεται να αυξηθούν σε 649.400[3].
Αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 21
Με βάση το τρέχον θεραπευτικό πρωτόκολλο για τον σακχαρώδη διαβήτη τα άτομα με ΣΔ πρέπει πάντοτε να ενθαρρύνονται για αλλαγές στον τρόπο ζωής σε κάθε θεραπευτικό βήμα. Συνιστάται να γίνεται τακτικά αυτοέλεγχος καθώς και έλεγχος της HbA1c κάθε 3 μήνες. Όταν δεν επιτυγχάνεται η επιθυμητή γλυκαιμική ρύθμιση συνιστάται να γίνεται τροποποίηση στη θεραπεία.
Στην επιλογή των φαρμάκων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των φαρμάκων και τα οφέλη, καθώς και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη χορήγησή τους. Τονίζεται ότι δεν είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων σε άτομα με νεοδιαγνωσθέντα σακχαρώδη διαβήτη, όταν τα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα είναι αποτελεσματικά και επιτυγχάνονται οι στόχοι της γλυκαιμικής ρύθμισης
Για την αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας στο ΣΔτ2 τα θεραπευτικά βήματα που πρέπει να ακολουθούνται είναι: α) υγιεινοδιαιτητικά μέτρα, β) μονοθεραπεία με μετφορμίνη, γ) συνδυασμός δύο θεραπειών: μετφορμίνη και άλλη μια κατηγορία και δ) συνδυασμός τριών θεραπειών: μετφορμίνη και δύο ακόμα κατηγορίες.
Η δέσμευση της MSD στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
Η MSD κατέχει ηγετική θέση στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η δραστηριοποίησή της γύρω από τη συγκεκριμένη νόσο μετρά σχεδόν 20 χρόνια στην διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Με κύρια δραστηριότητα τη θεραπευτική κατηγορία των αναστολέων διπεπτιλιδικής πεπτιδάσης (DPP – IV), η MSD είναι η εταιρεία που το 2006 κυκλοφόρησε την πρώτη θεραπεία αυτής της κατηγορίας, η οποία είναι πλέον διαθέσιμη σε 130 χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Επεκτείνοντας τη δραστηριοποίησή της στον διαβήτη, εισήλθε σε μία νέα κατηγορία αντι-διαβητικών θεραπειών, τους SGLT2s, από την οποία αναμένεται να προσφέρει σύντομα και στη χώρα μας μια νέα θεραπευτική επιλογή. Παράλληλα, συνεχίζει το ερευνητικό της έργο με απώτερο στόχο την καλύτερη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.