Βρισκόμαστε πια στα τέλη μιας ιδιαίτερης δεκαετίας όπου η κατάσταση χαρακτηρίζεται ακόμη από στοιχεία αβεβαιότητας, ανασφάλειας, αστάθειας, ανταγωνισμού, ατομικισμού, καταμερισμού της εργασίας και της ταυτότητας των υποκειμένων, διάβρωσης των συλλογικών διαδικασιών που εύλογα αναρωτιέται κανείς: προς τα πού βαδίζουμε;
Τον Μάιο του 2010 η οικονομική κρίση συναντήθηκε επίσημα με την ελληνική κοινωνία. Το φλερτ είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα με το κίνημα για τη δημόσια παιδεία, με τους νέους/ες να αντιστέκονται ήδη στην τότε κυβέρνηση της ΝΔ και στα σχέδιά της για ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και για μια αυταρχική αναδιάρθρωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Ακολούθησε η εξέγερση του 2008 που παραμένει ακόμη και σήμερα ένας ανεξήγητος εφιάλτης για τον κυρίαρχο λόγο που έκτοτε επιχειρεί διακαώς να λησμονήσει χωρίς να καταβάλει τις παραμικρές προσπάθειες για την κατανόησή της.
Η περίφημη δημοσιονομική προσαρμογή στόχευε τυπικά στο να αντιμετωπίζει το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, τον πληθωρισμό και το φλέγον ζήτημα της ανεργίας. Αυτή η ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού, που παραμένει κυρίαρχη, θεωρεί πως όλα τα προβλήματα πηγάζουν από τη δημοσιονομική πολιτική.
Ετσι η τελευταία από μεταπολεμική λύση μετατράπηκε υπό τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις σε πρόβλημα και άρχισε η απαλλαγή του κράτους από το δημοσιονομικό «φορτίο» και τις παθογένειες που αυτό προκαλεί – του κοινωνικού κράτους συμπεριλαμβανομένου. Αποτέλεσμα ήταν και είναι η συνεχής υποβάθμιση της ζωής των ανθρώπων για τα άχαρα μάτια του ανταγωνισμού και της προσέλκυσης νέων επενδύσεων. Οι νέοι/ες αντιμετωπίστηκαν ως πλεονάζοντες/ ζουσες και οδηγήθηκαν στη μετανάστευση, την ανεργία, την επισφάλεια, την αναβολή των σχεδίων τους, αν όχι στην οριστική ματαίωση επιστρέφοντας στο παιδικό δωμάτιο δεδομένων των οικονομικών δυσχερειών.
Η κρίση είναι ακόμη εδώ. Οσοι θαρραλέοι μίλησαν για το τέλος της μάλλον παραπλανήθηκαν. Και ορισμένοι άλλοι που διατυμπανίζουν την επιστροφή στην κανονικότητα εννοούν την επιστροφή σε μια συνθήκη συσσώρευσης των πρώτων υλών για την επόμενη κρίση. Η χρήση άλλωστε των νέων τεχνολογιών στη λογική του κεφαλαίου εντείνει ολοένα και περισσότερο την εκμετάλλευση του κόσμου της εργασίας μέσω της επισφάλειας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, διευρύνει τις ανισότητες, δημιουργώντας παράλληλα την κοινωνική ομάδα των νεόπτωχων. Μια ομάδα –η πλειονότητα μάλλον– ανθρώπων που είναι είτε άνεργοι είτε εργαζόμενοι και όμως φτωχοί. Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν χρησιμοποιεί την έννοια της «τάξης παριών» την οποία συγκροτούν εκείνοι που θεωρούνται τελείως άχρηστοι – συνιστούν κάτι που χωρίς αυτό εμείς οι υπόλοιποι θα μπορούσαμε κάλλιστα να ζήσουμε, ενώ οι ίδιοι πιστεύουν ότι η ύπαρξή τους δεν έχει κανένα νόημα.
Υπάρχουν πολλά σχήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας σχετικά με τη διεύρυνση των ανισοτήτων που οι διάφορες πτυχές της είναι η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων και η συγκέντρωση της φτώχειας στα χέρια των πολλών. Γίνεται λόγος για παράδειγμα για ενταγμένους στον κοινωνικό ιστό και αποκλεισμένους από αυτόν ή για τους εντός και εκτός ή σκέτο για νεόπτωχους. Αν προσδιορίσουμε τη φτώχεια με βάση το συνολικό εισόδημα των ατόμων/νοικοκυριών και την αποτύπωση (των εισοδημάτων) στο βιοτικό επίπεδο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως μετά τη δεκαετία του 1970 το ζήτημα της φτώχειας επανεμφανίζεται με δραματικό τρόπο, ειδικότερα δε στις μέρες μας, όπου διανύουμε μια καπιταλιστική κρίση «διαρκείας».
Η τρέχουσα πανδημία γίνεται κατανοητή ως παγκόσμιος πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό που χαρακτηρίζεται ως ύπουλος και άτρωτος και που ελεύθερος διασχίζει εθνικά σύνορα μαζί με κεφάλαια και εμπορεύματα, αλώνοντας έναν πλανήτη ανυπεράσπιστο. Η πανδημία επανέφερε βέβαια στο προσκήνιο ορισμένα ζητήματα αναφορικά με τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, καθώς και τη σχέση του «πολιτικού» με το «κοινωνικό». Ετσι είτε μιλάμε πια για φυσικές καταστροφές, είτε για άγνωστες ασθένειες και πανδημίες, είτε για νέες μορφές εκμετάλλευσης, είτε ακόμη μιλάμε για σημαντική περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών, ένα είναι το σίγουρο: το ανθρώπινο είδος παραμένει έκθετο απέναντι στις επιλογές του. Με άλλα λόγια, η πανδημία του κορονοϊού μάς υπενθύμισε με δραματικό τρόπο ότι ζούμε στις κοινωνίες της διακινδύνευσης, που παρότι είναι τεχνολογικά και οικονομικά αναπτυγμένες παραμένουν ιδιαίτερα ευάλωτες, ρευστές και ασταθείς.
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός φαίνεται πως άμεσα επέλεξε να εργαλειοποιήσει το σοκ που προκάλεσε η πανδημία, όπως συνηθίζεται να προκαλούν μεγάλης κλίμακας καταστροφές, για να επανέλθει δριμύτερος, να λεηλατήσει αγαθά, να εμπορευματοποιήσει πτυχές του κοινωνικού κράτους και να καταστρατηγήσει δικαιώματα και ελευθερίες.
Αυτοματοποίηση, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, gig economy, τηλεργασία κ.ο.κ., το μέλλον όχι απλώς έρχεται αλλά είναι ήδη εδώ. Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία και η τεχνολογία μεταβάλλει συνεχώς τον τρόπο που ζούμε και δουλεύουμε, τον τρόπο που υπάρχουμε και αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας σε σχέση με εμάς τους ίδιους και το περιβάλλον μας. Στο πλαίσιο αυτό οφείλουμε να μην παραμείνουμε παθητικοί δέκτες ενός ζοφερού ενδεχομένως μέλλοντος που… έρχεται, διότι το μέλλον είναι εδώ, συμβαίνει τώρα, σε χρόνο ενεστώτα.
Οφείλουμε να γίνουμε υποκείμενα και όχι αντικείμενα του μέλλοντός μας, να παρέμβουμε, να επενεργήσουμε, να το διαμορφώσουμε με τέτοιον τρόπο ώστε οι κοινωνίες μας να ανακαλύψουν ξανά την πρόοδο, την αλληλεγγύη, τη συνεργασία, την αισιοδοξία. Οφείλουμε να χαράξουμε το δυνατό, το πιθανό και το επιθυμητό και βήμα το βήμα, με αποφασιστικότητα και θάρρος, να χτίσουμε κοινωνίες σύγχρονες στις οποίες δεν θα υπάρχουν περιττοί άνθρωποι αλλά κοινωνίες που θα τους χωράνε όλους και όλες.