Ορια και προϋποθέσεις για τις διαδηλώσεις με τους δικτατορικής έμπνευσης περιορισμούς στην ελευθερία του συνέρχεσθαι. Ορια και προϋποθέσεις για την κριτική στην εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία.
Όρια και προϋποθέσεις που στενεύουν τη ζωή του πολίτη εντός δημοκρατίας – ακόμη κι αυτής της αχαμνής αστικής δημοκρατίας. Όρια και προϋποθέσεις που αποδεικνύονται ελαστικά και χαλαρά όταν είναι να εφαρμοστούν στα μέλη της ελίτ, στους εκπροσώπους τους (τα παλιότερα χρόνια ο εύστοχος χαρακτηρισμός γι’ αυτούς ήταν κολαούζοι, αλλά οι επιταγές της πολιτικής ορθότητας οδήγησαν στη σταδιακή εξαφάνισή του) και τους μεταπράτες της αστικής ιδεολογίας. Το ειδικό καθεστώς ποινικής ευθύνης που απολαύουν η ελίτ και οι «τζουτζέδες» της (κάθε άρχων για λόγους εκτόνωσης χρειάζεται τους γελωτοποιούς του) καταλύει ακόμη και την απλή αίσθηση πολιτικής ισότητας.
Για οικονομική και κοινωνική ούτε λόγος να γίνεται, καθώς το αντιπροσωπευτικό σύστημα που προέκυψε από τη φιλελεύθερη σκέψη των Αγγλοσαξόνων θεωρητικών βασιζόταν στην κοινωνική ανισότητα, απόρροια της ανισοδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Και πού προβλέπεται να στέκει ο πολίτης μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πανηγύρι της ολιγαρχούμενης «δημοκρατίας»; Ποιον ρόλο τού έχουν επιφυλάξει οι δημοσιολογούντες, αυτοί οι καλολαδωμένοι ιμάντες μεταφοράς του εξουσιαστικού λόγου στην κοινωνία; Του χειροκροτητή-ψηφοφόρου. Να συναινεί με θορυβώδη τρόπο στα όποια εγχειρήματα των εξουσιαστών του.
Να χειροκροτεί τις ζαρντινιέρες, τις μπογιατιστικές παρεμβάσεις και τα σιντριβάνια του δήμαρχου-γόνου. Να χειροκροτεί τις κορόνες του πρωθυπουργού-γόνου (ενός χαρούμενου ημιμαθούς που διατυπώνει περισπούδαστες σαπουνόφουσκες) ότι ο φασισμός είναι η «πρακτική της τυφλής βίας, της άκριτης έχθρας, της άκρατης καταστροφής». Το χουντολόι βγαίνει ξανά στην επιφάνεια ανενδοίαστα και πλέον, ελέω των συστημικών μίντια, περνιέται για φάση της δημοκρατικής κανονικότητας.