Στο σπίτι της στον Κεραμεικό η Δήμητρα Γαλάνη κοιτάζει από το παράθυρο που βλέπει σε ένα μικρό οίκημα γεμάτο γκράφιτι. Ακουμπισμένη στο πιάνο που έχει συνοδεύσει χιλιάδες στιγμές τραγουδιού φαίνεται σίγουρη και ήρεμη γι’ αυτά που βίωσε και το σήμερα που συνεχίζει να την προκαλεί.
Μια «ατομική ενέργεια» που δεν χωράει στην ύλη, αν πάρω τα λόγια από το τραγούδι της, αλλά προχωράει με κέφι και γνώση τη ζωή της μέσα από έναν δρόμο σπαρμένο με μουσική και νότες. «Αυτή η χώρα είναι ένα ψέμα» λέει «αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσεις και να το παλέψεις». Γιατί «με βασιλικό και δυόσμο στόλισε ο Θεός τον κόσμο, γιαρέμ γιαρέμ» και πρέπει να συγκρατήσουμε έστω τις μυρωδιές και την ελπίδα.
Την ελπίδα που από τον Χατζηνάσιο, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο, τον Μικρούτσικο, τον Μούτση και τόσους άλλους σπουδαίους συνθέτες που συνεργάστηκαν με τη Δήμητρα μεταγγίζεται στα νέα παιδιά και στη δική τους τέχνη, στο δικό τους πιστεύω που μπορεί να παιχτεί «σε ένα βαλς των χαμένων μετά». Αυτός είναι και ο χαρακτηριστικός τίτλος της καινούργιας δουλειάς που παρουσίασε η Δήμητρα Γαλάνη, σε μουσική του 26άχρονου Ευστάθιου Δράκου των Minor Project και στίχους του Νίκου Μωραΐτη. «Είναι η μουσική της χαρμολύπης που χαρακτηρίζει ίσως αυτό το παιδί και ένα κομμάτι της νέας γενιάς» μας λέει. «Αλλά αν κρίνω από την παρουσία αυτών των νέων, κάθε άλλο παρά χαμένο είναι αυτό το μετά». Η μελαγχολική αισιοδοξία των στίχων στα χρόνια της χολέρας που την ονόμασαν κρίση. Πολλά αισθήματα που μπορεί να έχουν καεί τα φτερά τους αλλά αναδύονται καινούργια. Η γνωστή ερμηνεύτρια συνεχίζει να χρωματίζει τον στίχο με τη φωνή της, όπως κάνει στο σάουντρακ όλης της ζωής της. Από το 1969 που ξεκίνησε την καριέρα της με τον Δήμο Μούτση μέχρι σήμερα έχει πάντα καινούργια πράγματα να πει. Ακόμη και για τον εξευμενισμό της οργής που ζούμε, τους εξορκισμούς του κακού, το βάρος της καθημερινότητας. «Έχω την ευτυχία να μπορώ να διαχειρίζομαι αυτό το βάρος» λέει. «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να το διαχειριστούν. Σε αυτήν τη φάση είμαι πολύ προνομιούχα. Γιατί αν ασκείται μια τέχνη που σε απορροφά, γλιτώνεις και συγχρόνως θεραπεύεσαι από πολλά πράγματα. Δυστυχώς η καθημερινότητα είναι γεμάτη αποχρώσεις του μαύρου προς το γκρίζο. Όμως η τέχνη έχει πάντα τη δυνατότητα να λειαίνει τις γωνίες, να ντύνει την πραγματικότητα με χρώματα χωρίς να την αλλοιώνει».
Πότε πιστεύεις ότι άρχισε να αλλάζει η κατάσταση στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού, να σβήνει η εποχή του αυθορμητισμού, της αθωότητας που έδινε στα τραγούδια τον απόηχο της ζωής;
Δεν ξέρω για ποια αθωότητα μιλάς. Όμως τα χρόνια στα τέλη του ’60 και η δεκαετία του ’70 που έζησα είχαν άλλη ποιότητα. Τα πράγματα άρχισαν να «πειράζονται» με τον ερχομό της δεκαετίας του ’80. Τότε πραγματικά η μουσική αρχίζει να εμπορευματοποιείται με την κακή έννοια, γιατί εγώ δεν έχω τίποτε εναντίον του εμπορίου, αλλά αρχίζει η μαζική παραγωγή και τυποποιείται το προϊόν. Φτιάχνουμε τα διάφορα μοντέλα τα οποία είναι ένα για όλη την αγορά.
Εσύ δεν υπήρξες ποτέ μοντέλο;
Οχι, δεν ήμουν καταναλωτικό προϊόν. Εχει γίνει παρεξήγηση μ’ εμένα. Εγώ συνυπήρξα κάποιες περιόδους με συναδέλφους καλλιτέχνες πολύ άξιους οι οποίοι έκαναν καριέρα ειδώλου. Εγώ δεν ήμουν κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό δεν τραβάω κι αυτό το ζόρι που μπορεί να έχει ένα είδωλο. Ξέρεις, το είδωλο παγιδεύεται σε μια φόρμα. Προσωπικά κινούμαι με μεγάλη άνεση και ελευθερία κάνοντας αυτό που αγαπώ.
Δεν ήσουν εθνική σταρ; Φυσικά και όχι. Εθνικός σταρ υπήρξε για παράδειγμα ο Γιώργος Νταλάρας. Εγώ είχα μεγάλο κοινό που με αγαπούσε, αλλά μέχρι εκεί.
Μη μου πεις ότι δεν κινδύνεψες ποτέ να καβαλήσεις το καλάμι της δόξας. Όχι εθνική σταρ, αλλά στις συναυλίες κάποτε σας φυγάδευαν για να αποφύγετε το ενθουσιώδες κοινό. Όπως γινόταν στα τέλη του ’70 , στις περιοδείες με τον Μητσιά, τη Χαρούλα Αλεξίου κ.ά.
Ναι, έχω πει ότι υπήρξαν στιγμές που τσιμπήθηκα για να γυρίσω στην πραγματικότητα. Συναναστρεφόμουν τότε και ανθρώπους της δισκογραφίας και της μουσικής γενικά, όπως για παράδειγμα ο Τάσος Φαληρέας, που με έβαζαν στον ίσιο δρόμο και προσπαθούσαν να με κάνουν να βλέπω την πραγματική εικόνα μου και να επιλέγω τους σωστούς ανθρώπους γύρω μου. Αλλά εκείνο που με βοήθησε περισσότερο είναι ένα σύστημα αξιών που είχα και οι σταθερές μου πάνω σε αυτό.
Τα σημερινά πρότυπα που διατίθενται στην αγορά για τους νέους τι σε κάνουν να σκέφτεσαι;
Τα νέα παιδιά και αυτά που συναντώ στον χώρο μου πολεμούν και δημιουργούν μέσα σε μια κοινωνία που προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια της την ίδια στιγμή που τα ΜΜΕ την ξαναχώνουν σε αυτή. Είναι δραματικό. Η αισθητική που περνούν κάποια θεάματα αναφέρεται σε μια γλώσσα φθαρμένη και τοκογλυφική. Το απόλυτο κενό.
Σε ποιο σημείο της καριέρας σου έφτασες πιο κοντά στο ωραίο, στη δημιουργική συμφιλίωση με το περιβάλλον;
Έχω δουλέψει με αξιόλογους συνθέτες και ανθρώπους μεγέθους. Σπανός, Χατζηνάσιος, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Θάνος Μικρούτσικος, Ξαρχάκος, Τσιτσάνης, Γιάννης Ρίτσος και κυρίως Μάνος Χατζιδάκις. Αλλά οι μέρες μου στον Σείριο, την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ήταν ευτυχισμένο πέρασμα, ευλογημένη αίσθηση.
«Η τέχνη είναι ένα γιατρικό που εμποδίζει τα συμπτώματα της σύγχυσης»
Έχει τραγουδήσει τα τραγούδια των μεγαλύτερων Ελλήνων ποιητών αλλά και ξεχωριστών στιχουργών. Μάνος Ελευθερίου, Κώστας Βίρβος, Κώστας Τριπολίτης, Παρασκευάς Καρασούλης, Λευτέρης Παπαδόπουλος. Εχει ζήσει ανάμεσα στις βεριτάμπλ προσωπικότητες και έχει ταξιδέψει τα τραγούδια της στον κόσμο. Νέα Υόρκη, Σικάγο, Διεθνές Φεστιβάλ Αβινιόν με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, Nouveau Theatre de Belgique με τον Θάνο Μικρούτσικο, Olympia στο Παρίσι και τόσα άλλα. Η ζωή της Δήμητρας δεν είναι «δυο μέρες μόνο» αλλά ένα πλήθος από συγκυρίες που συνοδεύουν το ταλέντο της. Σταθερή αξία στο ξεσάλωμα της δεκαετίας του ’80 με συνέχεια και συνέπεια τα μετέπειτα χρόνια. Εχει υποστηρίξει την ελευθερία του λόγου, τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, τον σεβασμό του άλλου, τα δικαιώματα στη ζωή και την εργασία. «Ας αφήσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις στην ησυχία και στις δυσκολίες τους» έχει πει. «Είναι βαρύ να ζούμε και χρειάζονται ενέσεις χαράς και αισιοδοξίας». Και η Δήμητρα ανακαλύπτει τη χαρά στο καινούργιο που δεν έχει ανακαλυφθεί. Ψάχνει την καινούργια γενιά των δημιουργών που έχει τόσα να δώσει και αναρωτιέται για ποιον λόγο θάβονται, δεν προβάλλονται τόσες όμορφες δουλειές.
Ο κόσμος παρακολουθεί τα νέα ρεύματα μέσα από τις δικές του διαδρομές.
Αυτό που λέγεται κυρίαρχο ρεύμα μαζικής ενημέρωσης δεν προβάλλει τη μουσική. Τι πιο φωναχτό από αυτό που έκανα με τον Ευστάθιο Δράκο. Είναι ένα νέο πλάσμα με γραφή ελληνικότατη αλλά με σαφές κοσμοπολίτικο στοιχείο. Αυτό το οποίο προωθείται πλέον είναι η λαγνεία στο ευτελές. Βλέπεις, η παιδεία και ο πολιτισμός είναι σε δεύτερη μοίρα. Και φυσικά δεν φταίει η κρίση γι’ αυτό. Παγκόσμια αυτό που ζούμε έχει σχέση με την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας.
Με το θέμα της δισκογραφίας τι γίνεται;
Πεθαμένο. Γιατί είναι πεθαμένη και η αγορά. Η δισκογραφία υπάρχει, η αγορά είναι πεθαμένη. Και αυτό όμως είναι ζήτημα παιδείας. Στο εξωτερικό μπορεί να έχουν πέσει οι πωλήσεις του προϊόντος, αλλά έχει ανέβει πάρα πολύ η ψηφιακή αγορά, όπως και το βινύλιο.
Γιατί η ελληνική μουσική με την ποικιλία της και την τεράστια γκάμα ακουσμάτων δεν μπόρεσε ποτέ να εξαχθεί ως προϊόν;
Γιατί δεν φρόντισε ποτέ κανείς. Καταρχάς ανασταλτικός παράγοντας είναι η γλώσσα. Αλλά και άνθρωποι που κάνουν δουλειές σε άλλες γλώσσες δεν κατορθώνουν να διεισδύσουν στα άδυτα. Γιατί έξω είναι πολύ κλειστά όλα και οδηγούνται από συγκεκριμένο σύστημα που δεν μας παίζει. Επιβλήθηκαν κάποιοι που έζησαν έξω και λειτούργησαν κάτω από άλλες συνθήκες. Βαγγέλης Παπαθανασίου, Μούσχουρη κ.ά. Υπάρχει όμως και η περίπτωση της Σαββίνας Γιαννάτου που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στο εξωτερικό.
Σε απασχολεί η πολιτική;
Η πολιτική στις γενιές μας έπαιξε μεγάλο ρόλο και τώρα τρώει πολλούς μπάτσους. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Η πολιτική ευτελίζεται έτσι κι αλλιώς παγκοσμίως. Είναι λίγο καθορισμένα τα πράγματα. Απλώς δεν μπορείς να πεις τίποτε γι’ αυτό.
Πώς θα χαρακτήριζες την ελληνική κοινωνία σήμερα;
Σε σύγχυση. Η τέχνη είναι ένα γιατρικό για να εμποδίσει λίγο τα συμπτώματα. Η ουσία είναι πάρα πολύ σοβαρή.
Ποια είναι η φιλοσοφία σου τώρα που έχεις κατασταλάξει;
Αυτή που ήταν πάντα. Να ζω μέσα από αυτό που αγαπώ με πάθος. Να αντιμετωπίζω την κάθε μέρα χωρίς μεγαλεπήβολα σχέδια και μακρόπνοες επιλογές, να βιώνω την αγάπη των φίλων που μου συμπαραστέκονται και είναι κοντά μου. Μεγαλώνουμε αλλά δεν νιώθω θλίψη γι’ αυτό. Γλυκιά αποδοχή.
Υπάρχει κάτι που φοβάσαι;
Όλοι έχουμε φόβους. Φοβάμαι τη στέρηση της ελευθερίας της σκέψης. Το οικονομικό, επειδή είμαι παλιός άνθρωπος, το αντιμετωπίζω. Προσπαθώ μάλιστα να βλέπω με τα μάτια των νέων ανθρώπων. Να μάθω τον καινούργιο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται κάποιος τα αισθήματα, την ομορφιά, τους φόβους.
Και τα όνειρα;
Δεν κάνω ιδιαίτερα όνειρα πια. Αφήνω τη ζωή να με οδηγεί στις δικές της ατραπούς και παρακολουθώ αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Αντίθετα, αρχίζω και βλέπω στον ύπνο μου πολλά έγχρωμα όνειρα που για καιρό δεν έβλεπα. Και μου αρέσει πολύ. Φτάνουμε μιλώντας στην έξοδο. Το σπίτι έχει μπει στο φως του δειλινού. «Δεν έχεις δικαίωμα να πεθάνεις σε αυτό τον τόπο λόγω της ιστορίας σου» επαναλαμβάνει τα λόγια του Σεφέρη. Χαμογελάει και κλείνει την πόρτα με νόημα. Και κάπως έτσι να είναι λοιπόν, σκέφτομαι καθώς διασχίζω τον μικρό κήπο, μάλλον αξίζει τον κόπο. Αρκεί να το πεις με ένα τραγούδι.