Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να μην περιοριστεί στις οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και στην αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας, όπως έκαναν οι περισσότερες χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αποφάσισε, χωρίς να το ζητήσει κανείς από τους συμμάχους μας, να στείλει και όπλα –ρουκέτες και καλάσνικοφ–, χωρίς επιπλέον να ρωτήσει κανέναν και στο εσωτερικό της χώρας· ούτε τη Βουλή ούτε τα κόμματα ούτε καν το ΚΥΣΕΑ.
Ο στόχος είναι προφανής: βλέποντας τη διαρκώς μειούμενη επιρροή της στην κοινή γνώμη θεώρησε πως ο πόλεμος συνιστά μοναδική ευκαιρία να εκδηλώσει την υπαγωγή της στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και να γίνει βασιλικότερη του βασιλέως κηρύσσοντας ουσιαστικά τον πόλεμο στη Ρωσία, έτσι ώστε να επενδύσει αρχικά στον γενικό φόβο και εν συνεχεία στην οικονομική βοήθεια ενόψει των εκλογών.
Η απόφαση αυτή –που είναι επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα καθώς κόβουμε διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία σε μια κρίσιμη στιγμή για τα ελληνοτουρκικά θέματα, την ίδια μάλιστα στιγμή που η Τουρκία φροντίζει να ενδυναμώνει τις σχέσεις της με τη Ρωσία– θυμίζει έντονα την απόφαση του Βενιζέλου να εκστρατεύσει και αυτός στην Ουκρανία, πάλι εναντίον των Ρώσων, απόφαση που ήταν το πρελούδιο της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.
Της συζήτησης για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία είχε προηγηθεί η απόφαση των μεγάλων δυνάμεων, ένα μήνα μετά το οριστικό τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να οργανώσουν στα μέσα Δεκεμβρίου 1918 εκστρατεία στην Κριμαία εναντίον των Ρώσων μπολσεβίκων που είχαν καταλάβει την εξουσία από τον Οκτώβριο του 1917, με σκοπό να ενισχύσουν τις αντεπαναστατικές ρωσικές δυνάμεις στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας.
Στην εκστρατεία αυτή έσπευσε ασμένως και μάλλον τυχοδιωκτικά και η κυβέρνηση Βενιζέλου στο πλευρό της Αντάντ, με απώτερο στόχο να δημιουργήσει ευνοϊκότερες συνθήκες για την αποδοχή των εδαφικών της διεκδικήσεων. Από το Λονδίνο όπου βρισκόταν ο Βενιζέλος έστειλε το εξής τηλεγράφημα προς τον Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό, δείγμα της απόλυτης υπαγωγής και εξάρτησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τις –διαρκώς μεταβαλλόμενες ωστόσο– πολιτικές της Γαλλίας και της Αγγλίας: «Παρακαλώ δηλώσατε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεσή τους και δύναται να χρησιμοποιηθεί διά κοινό αγώνα πανταχού όπου η αποστολή του κρίνεται αναγκαία».
Στάλθηκαν τότε, αρχές Ιανουαρίου του 1919, δύο ελληνικές μεραρχίες στην περιοχή της Κριμαίας με δύναμη 24.000 αντρών, μεγαλύτερη ακόμη και από τη γαλλική στρατιωτική αποστολή, η οποία μάλιστα είχε και το γενικό πρόσταγμα των επιχειρήσεων, με επικεφαλής τον στρατηγό Φιλίπ ντ’ Ανσέλμ. Τα αποτελέσματα όμως ήταν οικτρά τόσο στον στρατιωτικό τομέα (οι ελληνικές δυνάμεις είχαν περίπου 400 νεκρούς και 600 τραυματίες από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού) όσο κυρίως για τους Ελληνες της νότιας Ρωσίας, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τα αντίποινα των μπολσεβίκων και να πάρουν εντέλει τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Ελλάδα.
Η έκπληξη και η απογοήτευση στις τάξεις του ελληνικού στρατού από την επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα απόφαση του Βενιζέλου ήταν μεγάλες: «Γενική η κατάπληξις…» έγραφε προς την Πηνελόπη Δέλτα ο Κωνσταντίνος Βλάχος, διοικητής τάγματος, «…μόλις προ διμήνου σταματήσαμε τον πόλεμο! Ωστε δεν σταμάτησε για όλους ο πόλεμος; Στη Ρωσία! Που θα πάμε; Τι θα κάνουμε; Μεμψιμοιρίαι και απογοητεύσεις… γιατί θα πάμε να επαναφέρωμε το τσαρικόν καθεστώς; Και γι’ αυτό να πολεμήσουμε αφήνοντας ίσως τα κόκκαλά μας παγωμένα μέσα στις στέππες, τους ογκόπαγους, τα παγόβουνα;» (αρχείο Πηνελόπης Δέλτα, «Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία», Ερμής, Αθήνα 1982).
Βεβαίως, ο κ. Μητσοτάκης δεν έστειλε ακόμη μεραρχίες, αλλά ποιος μπορεί να προβλέψει το μέλλον; Αυτό που είναι βέβαιο είναι η μεγάλη επιθυμία του να ανταλλάξει τη ρητή του διαβεβαίωση προς την ΕΕ πως είναι δεδομένος και άνευ όρων σύμμαχος με τη στήριξη που χρειάζεται στις επερχόμενες εκλογές, ώστε να διασωθεί από την απλή αναλογική και τις πολιτικές της συνέπειες.
Αυτά είναι τα ανταλλάγματά του. Ο Βενιζέλος εκστρατεύοντας στην Ουκρανία πέτυχε τουλάχιστον πριν από την καταστροφή στη Μικρά Ασία μια πρόσκαιρη νίκη με τη Συνθήκη των Σεβρών, που προσωρινά έδινε στην Ελλάδα την περιοχή της Σμύρνης.
Στην τραγική επανάληψή της όμως η Ιστορία δεν είναι καθόλου βέβαιο πως μας επιφυλάσσει σήμερα επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας. Αντιθέτως, μας ωθεί ταχύτατα σε συνολικές παραχωρήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο, τα κατεχόμενα εδάφη της οποίας ήδη έχουν αναγνωριστεί από τη Ρωσία.
Υπάρχει κάποιος μέσα στη Βουλή να σταματήσει τον πολεμικό οίστρο του κ. Μητσοτάκη;
Ο Απόστολος Διαμαντής είναι δημοσιογράφος – ιστορικός