Πολλαπλασιάζονται οι επισφαλείς θέσεις εργασίας με χαμηλές αμοιβές και ελαστικό ωράριο
Η πανδημική κρίση μετρά ενάμιση χρόνο, οι συνέπειές της όμως αναμένονται να διαρκέσουν χρόνια – ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας, η οποία έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα. Από την άνοιξη του 2020 που η Covid-19 πρωτοεμφανίστηκε τα ποσοστά ανεργίας στις περισσότερες χώρες άρχισαν να αυξάνονται ταχύτατα. Μαζί με το λουκέτο στα σχολεία και στις επιχειρήσεις λουκέτο μπήκε και στα όνειρα εκατομμυρίων νέων που συνειδητοποίησαν πως η εύρεση εργασίας εν καιρώ πανδημίας αποτελεί άθλο.
Οι όποιες προσπάθειες ετών από τα κράτη για ανάπτυξη της αγοράς εργασίας χάθηκαν μέσα σε λίγους μόνο μήνες, οδηγώντας σε τσουνάμι απορρίψεων σε αιτήσεις για θέσεις εργασίας νέων αποφοίτων που αναζητούν μια ευκαιρία για να ξεκινήσουν την καριέρα τους. Τα συνεχόμενα lockdowns έχουν πλήξει δυσανάλογα οικονομικά και κοινωνικά τους νέους, ωθώντας πολλούς να λάβουν αποφάσεις που πιθανόν να είναι οδυνηρές για τη μετέπειτα πορεία της ζωής τους.
Η ανεργία των νέων στην ΕΕ ανέρχεται πλέον στο 17%, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με το γενικό ποσοστό ανεργίας σύμφωνα με τη Eurostat. Τον Οκτώβριο του 2020 ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προειδοποίησε ότι μια ολόκληρη γενιά νέων Ευρωπαίων κινδύνευε να μείνει πίσω, καθώς πολλοί εργοδότες σταμάτησαν τις προσλήψεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
«Οι νέοι πρέπει να μεταπηδήσουν από την εκπαίδευση στην απασχόληση και αντιμετωπίζουν ήδη τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα. Ωστόσο τα περισσότερα συστήματα κοινωνικής προστασίας αντί να παρέχουν επιπλέον στήριξη στους νέους, τους αποκλείουν» επισημαίνει στο Documento η Σίλια Μάρκουλα, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Νεολαίας, εξηγώντας ότι οι προϋποθέσεις για να ενταχτεί κάποιος νέος σε αυτά τα προγράμματα στήριξης είναι τέτοιες που το μεγαλύτερο ποσοστό αποκλείεται αυτόματα.
Επισφαλής η εργασία στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Το ποσοστό των νέων ηλικίας 1524 ετών που αναζητούν εργασία στην ΕΕ ή είναι υποαπασχολούμενοι αυξήθηκε κατά 5% σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τη Eurostat. Τα αυξημένα όμως ποσοστά δεν είναι νέο φαινόμενο. Η ανεργία πλήττει τους νέους στην Ευρώπη εδώ και χρόνια και συγκεκριμένα από το 2008 που ξεκίνησε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Τότε Ελλάδα και Ισπανία κατέγραφαν δυστυχώς τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, κοντά στο 30%. Χρειάστηκε τουλάχιστον μια δεκαετία για να ανακάμψουν. Ο ερχομός της πανδημίας ωστόσο δημιούργησε νέα εμπόδια. Το λιανεμπόριο και ο τουρισμός, δυο τομείς που συνηθίζουν να επιλέγουν οι νέοι για να ξεκινούν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, επηρεάστηκαν περισσότερο από τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν από τα κράτη σε σχέση με άλλα επαγγέλματα. Πρόκειται κατά κόρον για ασταθή, επισφαλή και χαμηλόμισθα επαγγέλματα, χωρίς μόνιμες συμβάσεις εργασίας, με μεγάλο ποσοστό νέων εργαζομένων να εξαναγκάζεται ακόμη και στη μαύρη εργασία για να τα βγάλει πέρα.
«Η δυσανάλογη αύξηση της ανεργίας μεταξύ των νέων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απασχόληση πολλών σε ασταθείς και επισφαλείς μορφές εργασίας που παρέχουν πολύ μικρή προστασία από την ανεργία. Στην πραγματικότητα οι μισοί νέοι εργαζόμενοι στην ΕΕ απασχολούνται με προσωρινή σύμβαση, ενώ πολλές από αυτές τις προσωρινές θέσεις εργασίας δεν ανανεώνονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας» εξηγεί η Σ. Μάρκουλα.
Για μια θέση εργασίας όμως δεν παλεύουν μόνο οι Ευρωπαίοι. Στην Αμερική και την Κίνα οι νέοι αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες, με τα ποσοστά ανεργίας επίσης να έχουν εκτοξευτεί από τη στιγμή που εμφανίστηκε η πανδημία.
Με αντίκτυπο στην ψυχική υγεία
«Οι νέοι έχουν βάλει σε αναμονή τη ζωή, την εκπαίδευση, τις κοινωνικές σχέσεις και την υγεία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας και το τέλος της δεν είναι ακόμη ορατό» επισημαίνει η Σ. Μάρκουλα, τονίζοντας πως όλη αυτή η επαγγελματική ανασφάλεια έχει ψυχολογικό αντίκτυπο στους νέους. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ που εκπονήθηκε μαζί μετο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Νεολαίας, το 50% των νέων αποφοίτων εμφανίζει σημάδια άγχους και κατάθλιψης λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει στην εύρεση εργασίας. Για ορισμένους η απογοήτευση είναι τόσο μεγάλη που μειώνουν ακόμη και τις μελλοντικές τους προσδοκίες.
«Η κρίση είχε πολύ ισχυρό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των νέων: η έρευνά μας σε αυτό το θέμα δείχνει ότι λόγω της πανδημίας μπορεί να επηρεαστούν η ψυχική υγεία και ευημερία σχεδόν στα δύο τρίτα των νέων. Η αβεβαιότητα για την εργασία και τις μελλοντικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες είναι ισχυροί παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχική υγεία των νέων, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να επιδεινώσει τις προοπτικές απασχόλησης και εκπαίδευσης μετά την πανδημία» εξηγεί η πρόεδρος του φόρουμ.
«Απαιτούνται πραγματικές επενδύσεις για τους νέους»
Ακόμη κι αν ένας νέος μείνει άνεργος για μικρό χρονικό διάστημα, είναι εξαιρετικά πιθανό να επηρεαστεί μακροπρόθεσμα. Μελέτη του Κέντρου Ερευνας Οικονομικής Πολιτικής με έδρα το Λονδίνο αποδεικνύει ότι και ένας μήνας ανεργίας στους νέους ηλικίας 18-20 ετών είναι αρκετός για να προκαλέσει απώλεια εισοδήματος εφ’ όρου ζωής κατά 2%. «Η νεανική ανεργία, η χαμηλή εκπαίδευση και η άσχημη ψυχική υγεία συνδέονται σημαντικά μεταξύ τους. Ο συνδυασμός αυτός μακροπρόθεσμα είναι πιθανό να προκαλέσει μια ουλή που μπορεί να επηρεάσει την ευημερία των νέων για χρόνια ή και δεκαετίες» υπογραμμίζει η Σ. Μάρκουλα.
Η ΕΕ ήδη παροτρύνει τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιήσουν τα υπάρχοντα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενθαρρύνοντας τις εταιρείες να προβούν σε προσλήψεις ατόμων νεαρής ηλικίας. «Για να υπάρξει όμως ανάκαμψη στον εργασιακό τομέα για τους νέους απαιτούνται πραγματικές επενδύσεις στη νέα γενιά» εξηγεί η Σ. Μάρκουλα. Τα σημερινά ανεπαρκή συστήματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να εντάξουν προγράμματα που να καλύπτουν καλύτερα τους νέους και όχι να συμπεριλαμβάνουν περιορισμούς που αποκλείουν τη μεγαλύτερη μερίδα τους. «Η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων, ωθώντας τους νέους σε πολύ χαμηλά αμειβόμενες και ανασφαλείς μορφές εργασίας» τονίζει η ίδια.
———————————————————
Θύμα η γυναικεία εργασία
Με την εμφάνιση της πανδημίας οξύνθηκαν οι χρόνιες ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων στον τομέα της απασχόλησης
Τον δικό τους γολγοθά ανεβαίνουν οι γυναίκες, οι οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις χρόνιες ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων στην αγορά εργασίας οι οποίες οξύνθηκαν με την εμφάνιση της πανδημίας. Η πανδημία και τα lockdowns επηρέασαν δυσανάλογα τις εργαζόμενες γυναίκες, οι οποίες χάνουν τη δουλειά τους με μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με τους άντρες. Παρά το γεγονός πως πέρυσι τον Δεκέμβριο το ποσοστό ανεργίας στους άντρες ήταν υψηλότερο απ’ ό,τι στις γυναίκες σύμφωνα με έρευνα των Ηνωμένων Εθνών, οι ισορροπίες άλλαξαν κατά τη διάρκεια του έτους και η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 3,4%, σε σύγκριση με το 2,8% για τους άντρες. Σήμερα στην αγορά εργασίας είναι ενταγμένες περίπου 1,8 εκατ. λιγότερες γυναίκες.
«Ενώ ο συνολικός αριθμός των απωλειών θέσεων εργασίας το 2020 ήταν υψηλότερος για τους άντρες, το ποσοστό των άνεργων γυναικών ήταν μεγαλύτερο. Συγκεκριμένα, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολόγισε ότι το 4,2% της απασχόλησης των γυναικών εξαλείφθηκε το 2020, έναντι μόλις 3% για τους άντρες. Αυτό σημαίνει ότι το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στην εργασία συνέχισε να διευρύνεται. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και το 2021. Η ΔΟΕ εκτιμά ότι μόνο το 43,2% των γυναικών θα απασχοληθεί παγκοσμίως το 2021, έναντι 68,6% των αντρών» επισημαίνει στο Documento η Μάρα Μπόλις, αναπληρώτρια διευθύντρια οικονομικών δικαιωμάτων των γυναικών στο Κέντρο Δικαιοσύνης και Ενταξης των Φύλων της Oxfam.
Αγώνας για επιβίωση
Με τις γυναίκες να εργάζονται κυρίως σε κλάδους που έχουν πληγεί σοβαρά από την πανδημία, όπως ο τουρισμός, οι υπηρεσίες διαμονής και τροφίμων και το εμπόριο, οι απολύσεις αποτελούν συχνότερο φαινόμενο. Μελέτη της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey έδειξε ότι οι θέσεις στις οποίες εργάζονται γυναίκες κινδύνευσαν 19% περισσότερο σε σχέση με αυτές που απασχολούνται άντρες. «Οι γυναίκες εργάζονται σε τομείς που αγωνίζονται για να επιβιώσουν ενώ πασχίζουμε να βγούμε από την πανδημία. Η περιορισμένη πρόσβαση σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας που θα επέτρεπαν στις γυναίκες να εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης –όπως η παροχή αδειών με αποδοχές και η δημόσια χρηματοδότηση για υπηρεσίες παιδικής μέριμνας– είναι δυστυχώς ανεπαρκής» αναφέρει η Μπόλις.
Οι γυναίκες επιβαρύνθηκαν επίσης δυσανάλογα κατά τη διάρκεια της πανδημίας με εργασίες που αφορούν το νοικοκυριό, όπως ψώνια, μαγείρεμα, καθαρισμός, φροντίδα παιδιών και γονιών. Αυτό έχει καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή τους, αφού αυτός ο συνδυασμός απαιτεί διαρκή αγώνα.
Ατυπη απασχόληση
Σύμφωνα με ακόμη μια έρευνα της McKinsey σε συνεργασία με την παγκόσμια κοινότητα leanIn.org, μία στις τέσσερις γυναίκες σκέφτεται να εγκαταλείψει τον εργασιακό της χώρο ή να κάνει στροφή στην καριέρα της. «Πολλές γυναίκες γίνονται “αναγκαστικά επιχειρηματίες”, ξεκινώντας τη δική τους επιχείρηση λόγω της έλλειψης άλλων βιώσιμων ευκαιριών απασχόλησης και της αδυναμίας να έχουν κάποιο εισόδημα» αναφέρει η Μπόλις. Συμπληρώνει ωστόσο πως οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε γυναίκες έχουν 5,9% περισσότερες πιθανότητες να κλείσουν.
«Η μονάδα του ΟΗΕ για τις γυναίκες UN Women εκτιμά ότι παγκοσμίως το 58% των απασχολούμενων γυναικών εργάζεται σε άτυπη απασχόληση και εκτιμάται ότι κατά τον πρώτο μήνα της πανδημίας οι γυναίκες έχασαν κατά μέσο όρο το 60% του εισοδήματός τους. Από τις 740 εκατ. γυναίκες που εργάζονται στην άτυπη οικονομία, το 42% βρίσκεται σε τομείς υψηλού κινδύνου, έναντι 32% των αντρών. Οι γυναίκες αυτές λαμβάνουν χαμηλές αμοιβές, εργάζονται σε άσχημες συνθήκες εργασίας και έχουν έλλειψη πρόσβασης σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας, όπως σύνταξη, υγειονομική περίθαλψη και ασφάλιση ανεργίας» εξηγεί η Μπόλις.
Δράσεις βάσει φύλου
Δεδομένων των προβλημάτων που προκαλεί η δυσαναλογία του ποσοστού ανεργίας μεταξύ των δύο φύλων, για να επέλθει και πάλι η ισορροπία θα πρέπει να παρθούν τολμηρές και στοχευμένες δράσεις με σκοπό την επιστροφή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό πιο γρήγορα και ομαλά και μετά την πανδημία.
«Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εστιάσουν σε σχέδια οικονομικής τόνωσης σε τομείς που απασχολούν δυσανάλογα ιδιαίτερα χαμηλόμισθες γυναίκες» επισημαίνει η Μπόλις, τονίζοντας πως θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα από τις κυβερνήσεις για καθολική πρόσβαση σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας, τα οποία θα συμπεριλαμβάνουν τους μετανάστες, ακόμη και αυτούς που δεν έχουν έγγραφα, και άλλους άτυπους εργαζόμενους για τη διατήρηση μιας υγιούς και ζωντανής οικονομίας.