Πέρυσι πήραν τα γυαλιά του και τα έβγαλαν στο παζάρι. Τουλάχιστον δεν υποσχέθηκαν πως όποιος τα φορέσει, θα δει. Πρόπερσι παζάρεψαν τη θρησκευτικότητα του κόσμου με τις πλαστικές παντόφλες του, προ ημερών μ’ ένα βρασμένο κάστανο… Ολοι τους υπήρξαν εκφραστές της ποιμένουσας Εκκλησίας, δηλαδή επίσημοι εκπρόσωποί της.
Χέρι χέρι με τον παγανισμό που η ορθοδοξία πολέμησε και μακριά από τη θεολογία της ίδιας της Εκκλησίας, η βιομηχανία Παΐσιος ΑΕ που στήθηκε με την εκδημία του τελευταίου σύγχρονου αγίου που πορεύτηκε στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη μια λανθάνουσα θρησκευτικότητα του ποιμνίου, ήρθε για να φωτίσει όχι τις ψυχές μας, αλλά την αδυναμία της επίσημης Εκκλησίας να ελέγξει εαυτόν…
«Η Εκκλησία έχει χάσει το πνευματικό της νόημα. Ο λόγος της είναι ξύλινος, δεν έχει διαπερατότητα στην ψυχή των ανθρώπων» τονίζει ο θεολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ Ψυχολογίας, π. Δημήτρη Θεοφίλου, για να εξηγήσει: «Ετσι είτε μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη Ντίσνεϊλαντ με νουμεράκια και θεάματα που δείχνουν να κουμπώνουν με τη θεματική της είτε σε μια απέραντη ΜΚΟ στρεφόμενη στη φιλανθρωπία. Η φιλανθρωπία κινείται στη παρυφές της αποστολής της. Δεν είναι το σωτηριολογικό κομμάτι της».
«Τα φαινόμενα αυτά αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σήμερα στην Εκκλησία είναι κομμάτι της για πολλούς και διαφορετικούς λόγους» μας λέει μοναχός που δεν επιθυμεί να καταγραφεί το όνομά του. Και υποστηρίζει: «Δεν πιστεύουν στο ΠΙΣΤΕΥΩ. Δηλαδή δεν προσδοκούν ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνιος. Δεν έχουν επαφή με το πραγματικό νόημα της θρησκείας μας».
Για τον π. Δ. Θεοφίλου τα φαινόμενα αυτά, σαφώς παγανιστικά, δύσκολα μπορούν να εκλείψουν και συνδέονται άρρηκτα με ψυχοπαθολογικά φαινόμενα που αντανακλούν πολλές φορές και στις κεφαλές της Εκκλησίας. Βασικό ψυχολογικό αξίωμα τονίζει πως είναι ότι «η ψυχοπαθολογία του πνευματικού συνήθως ταυτίζεται ή συμπλέει με την ψυχοπαθολογία του εξομολογούμενου»…
«Η μαγεία και η δεισιδαιμονία εμφιλοχωρούν πάντα στις ζωές των ανθρώπων επειδή θέλουμε αυτοματοποιημένες λύσεις χωρίς προσπάθεια και κόπο. Γι’ αυτό και κάποιοι στρέφονται εκεί όπου τους υπόσχονται αυτοματοποιημένες λύσεις δίχως κόπο και τρόπο, δίχως προσπάθεια και αγώνα» παρατηρεί…
Κατά την άποψή του είναι δύσκολο η Εκκλησία να απεγκλωβιστεί από τέτοιες καταστάσεις –στις οποίες ο ίδιος εντάσσει ακόμη και την καθ’ υπερβολή έκθεση ιερών προσκυνημάτων– γιατί «είναι κομμάτι της το οποίο συνδέεται με υπόγεια διαδρομή με τον ζηλωτισμό, τον οποίο κάποιες φορές η Εκκλησία τον έχει ανάγκη για να πετάει αλλού τη μπάλα»… Εξάλλου, όπως τονίζει, είναι συχνό φαινόμενο οι άνθρωποι «να μην μπορούν να προσεγγίσουν τη θρησκεία με άλλο τρόπο ζωής από αυτόν που γνωρίζουν». Εκτιμά ακόμη, πως η λανθάνουσα προσέγγιση του ποιμνίου συνδέεται και με οικονομικά οφέλη για την Εκκλησία. «Δίπλα στο προσκύνημα θα ανάψεις και δυο κεριά..».
Την εκτίμηση ότι η κινητικότητα που έχει γενικώς αναπτυχθεί γύρω από την αγιοποίηση του Παΐσιου εδράζεται σε μια κακώς καθοδηγούμενη έκφραση ευλάβειας και δείχνει την εποχή, εκφράζει ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος: «Σε εποχές κρίσεως οι άνθρωποι οδηγούνται σε τέτοιες καταστάσεις» διαπιστώνει. Εκτιμά ότι είναι δύσκολο για την ποιμαίνουσα Εκκλησία να αποκρούσει τέτοιου τύπου φαινόμενα καθώς «οι άνθρωποι είμαστε ψυχοσωματικές οντότητες». Κυρίως όμως, δεν προϊδεάζει για δραστικές παρεμβάσεις: Οπου συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα «ο κάθε επίσκοπος πρέπει διακριτικά να παρεμβαίνει» τονίζει…
Τα προσκυνήματα σε αντικείμενα όχι μόνο δεν προβλέπονταν ποτέ από τη θρησκεία μας αλλά αντίθετα αποκρούονταν και ως δείγμα παγανισμού και καθαρής ειδωλολατρίας. «Εδώ για το εάν είναι συμβατό ή όχι ακόμη και το προσκύνημα των εικόνων καταγράφηκε ολόκληρη μάχη στην ιστορία της Εκκλησίας μας (Εικονομαχία) παρατηρεί μητροπολίτης της βορείου Ελλάδας που εκτιμά πως η μανία των πιστών με αντικείμενα αγίων έχει μεν να κάνει με τη δεισιδαιμονία που εμφιλοχωρεί πάντα στην ανθρώπινη ψυχή αλλά σήμερα ειδικά και με την αδυναμία των ανθρώπων να αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες συνθήκες ζωής». Σε παρόμοιο μήκος κύματος και ο μητροπολίτης Δημητριάδος τονίζει πως στην Εκκλησία «ακόμη και όταν προσεγγίζουμε τις εικόνες αναγόμαστε στο πρόσωπο».
Η θεολογία της Εκκλησίας επιτρέπει μόνο το προσκύνημα του σώματος (λείψανα), πάντα όμως ως απόδοση τιμής και όχι ως αντικείμενο λατρείας. Σύμφωνα με τον π. Θεοφίλου «Η Εκκλησία είχε πάντα ως βαθύτερη πεποίθηση την εμπιστοσύνη του πληρώματός της στην αναβλύζουσα άκτιστη Θεία Χάρη από τα λείψανα και τα σκηνώματα των αγίων της και στο πλαίσιο αυτό υπήρξε πάντοτε αντίθετη στην καύση των νεκρών»…
Οπως εξηγεί: «Στην τιμή και την προσκύνηση των τιμίων λειψάνων οδηγεί η ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση του σώματος, η οποία το θεωρεί κατοικητήριο της αθάνατης ψυχής».