Για δεύτερη φορά σε έναν χρόνο οι πολίτες πρέπει να διαχειριστούν τον φόβο, την οικονομική αδυναμία και την κρατική εχθρότητα
Τις δυσβάσταχτες επιπτώσεις του νέου lockdown βιώνει εδώ και δύο εβδομάδες η κοινωνία. Μπροστά στο σφοδρό δεύτερο κύμα της πανδημίας και ελλείψει σχεδόν οποιασδήποτε κυβερνητικής μέριμνας και προστασίας, τη λύση καλούνται να δώσουν και πάλι οι πολίτες. Μέσα στα σπίτια τους μάχονται ενάντια στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων και των θανάτων. Η αναμέτρηση όμως δεν γίνεται μόνο με τον κορονοϊό: η ψυχοσωματική κόπωση που έχει επέλθει στην πλειονότητα των πολιτών ήδη από το προηγούμενο lockdown δεν είναι μόνο αισθητή αλλά και βαριά.
Σε αντίθεση με τα βίντεο που ανέβαζαν οι σελέμπριτι στο πρώτο κύμα της πανδημίας, όπου παρουσίαζαν μια ψευδαίσθηση ευτυχίας από τα εντυπωσιακά τους σπίτια, η πραγματικότητα –και η καραντίνα– του μέσου πολίτη είναι διαφορετική. Και σε αυτή την καραντίνα δεν υπάρχει το προνόμιο της ενδοσκόπησης και της αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Υπάρχει φόβος για το παρόν που μυρίζει θάνατο και το μέλλον που φαντάζει μαύρο. Φόβος για τη δουλειά που χάθηκε, για τη μείωση του μισθού, για την αναστολή εργασίας, για το κλειστό μαγαζί, για τους λογαριασμούς που τρέχουν. Φόβος για τη χαοτική σιωπή στις άδειες μα αστυνομοκρατούμενες πόλεις. Φόβος για τον μοναχικό εγκλεισμό. Φόβος για την τραγική κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας και οργή για τη στοχευμένη επίρριψη ευθυνών σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι νέοι. Μέσα στα άδεια σπίτια κατοικοεδρεύουν πλέον ο φόβος, η κατάθλιψη, ο θυμός, η ανασφάλεια, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η απομόνωση. Οσο βαρύς κι αν προμηνύεται ο χειμώνας, όμως, ο καθένας θα στηρίξει τον διπλανό του. Η κοινωνία θα δώσει ξανά τον αγώνα για ζωή. Γιατί και αυτήν τη φορά ο λαός θα σώσει τον λαό.
«Ανάμεσα σε ανάγκες, επιθυμίες και κανόνες»
«Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η τρέχουσα πανδημία δεν είναι απλώς ιατρική τραγωδία. Είναι μια κατάσταση που δυνητικά μπορεί να αφήσει ψυχολογικές ουλές. Η διαχείριση του εαυτού μας σε σχέση με την εκ νέου προσαρμογή και αφομοίωση των υποχρεώσεών μας απαιτείται να συμβεί για ακόμη μια φορά και σε διαφορετικές συνθήκες από τον πρώτο καθολικό εγκλεισμό» ανέφερε στο Documento o Ιωάννης Νίκου, σύμβουλος ψυχικής υγείας και συνθετικός ψυχοθεραπευτής. «Με άλλα λόγια, τόσο οι εξωτερικές όσο και οι εσωτερικές συνθήκες καθώς και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατομικού μας περιβάλλοντος δύνανται να διαδραματίσουν σημαντικό παράγοντα ψυχολογικής επιβάρυνσης».
«Το πρώτο που μπορούμε να αντιληφθούμε», σύμφωνα με τον κ. Νίκου, «είναι η σε μεγάλο ποσοστό ψυχοσωματική κόπωση που μπορεί να επιφέρει η νέα καραντίνα ως αποτέλεσμα του παρατεταμένου στρες. Κανείς πιστεύω δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι δεν είναι διόλου ευχάριστο σε κανέναν άνθρωπο να του επιβάλλεται για δεύτερη φορά να ακολουθήσει κάποιους κανόνες που από τη μια μεριά προστατεύουν τον ίδιο και τους συνανθρώπους του, από την άλλη όμως στερούν την ατομική του ελευθερία».
«Για δεύτερη φορά δηλαδή και για σεβαστό χρονικό διάστημα πρέπει ο κάθε πολίτης να σκέπτεται και να διαχειρίζεται τον εαυτό του και τις συμπεριφορές του ανάμεσα σε ανάγκες, επιθυμίες και δύσκολους κανόνες, προκειμένου να λειτουργεί με τον καλύτερο τρόπο στην κάθε ημέρα του και φυσικά υπό το πρίσμα του φόβου για την υγεία του όσο και του φόβου για τη σωστή τήρηση των απαιτούμενων μέτρων. Ετσι, τα συμπτώματα και οι επιπτώσεις του παρατεταμένου στρες που βιώνει ο κάθε πολίτης μπορεί να είναι οι διαταραχές στον ύπνο, η μυϊκή ένταση, η ευερεθιστότητα και η νευρικότητα, η συχνή ανησυχία, η κατάθλιψη, το αίσθημα κόπωσης, η έλλειψη κινήτρου, η αδυναμία ή δυσκολία συγκέντρωσης, οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών, η ανθυγιεινή διατροφή και τα μειωμένα επίπεδα σωματικής άσκησης».
«Αδύνατον να μην επηρεαστεί όποιος πλήττεται οικονομικά»
Μετά τους πάσχοντες και τις ιατρικά ευπαθείς ομάδες, «η τρίτη σημαντικά επιβαρυμένη κατηγορία πολιτών είναι οι άνθρωποι που λόγω της καραντίνας πλήττονται οικονομικά. Οι άνθρωποι που ανήκουν στην κατηγορία αυτή, πέρα από την απώλεια της ατομικής ελευθερίας που βιώνουμε όλοι, καλούνται να αντιμετωπίσουν και την απώλεια της οικονομικής δύναμης με ό,τι αυτό σημαίνει για την αντιμετώπιση των βιοποριστικών αναγκών της καθημερινότητας».
«Οταν κάποιος καλείται να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του εγκλεισμού για μια ακόμη φορά και με ακόμη λιγότερους ή καθόλου οικονομικούς πόρους, ο ψυχισμός και ο συναισθηματικός του κόσμος είναι αδύνατον να μην επηρεαστούν. Οι άνθρωποι της ιδιαίτερα επιβαρυμένης αυτής κατηγορίας, πέρα από τον φόβο, την εγρήγορση για αυτοπροστασία και την ανασφάλεια του μέλλοντος που προκαλούνται και εντείνονται από τον εγκλεισμό, βιώνουν συναισθήματα όπως η θλίψη, ο θυμός, η ανασφάλεια λόγω αβεβαιότητας στο παρόν και το μέλλον καθώς και ένα αίσθημα αδυναμίας και ματαίωσης που καλούνται να διαχειριστούν εποικοδομητικά».
«Με άλλα λόγια» επισήμανε ο κ. Νίκου, «όταν ένας άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει τόσο την υγειονομική όσο και την οικονομική κρίση είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να καταφέρει να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του και τις ψυχικές του δυνάμεις που θα τον βοηθήσουν να επιλέξει μια αισιόδοξη στάση και συμπεριφορά. Δυστυχώς η απόγνωση και το αίσθημα αδυναμίας που μπορεί να βιώνουν οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας δεν μπορούν να τους οδηγήσουν στο να δουν την κατάσταση με ψυχραιμία και λογική».
Παράλληλα, «ένα από τα φλέγοντα θέματα που αντιμετωπίζουμε λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας είναι η απώλεια των διαπροσωπικών, διά ζώσης επαφών μας. Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι οι κοινωνικές σχέσεις αλλάζουν τη χημεία του εγκεφάλου μας προωθώντας την παραγωγή ορμονών που μας χαλαρώνουν, οι οποίες με τη σειρά τους μειώνουν το στρες, περιορίζουν τον φόβο και ελαττώνουν την επιθετικότητά μας».
«Είναι σημαντικό λοιπόν, ακόμη κι όταν είμαστε σωματικά απομονωμένοι, να διατηρήσουμε όσο περισσότερο γίνεται την καθημερινή μας σύνδεση και επικοινωνία με δικούς μας ανθρώπους. Γιατί ενώ η απομόνωση είναι σωματική κατάσταση, η μοναξιά είναι περισσότερο ψυχολογική. Αρκετά είναι και τα αρνητικά της αποτελέσματα, όπως φτωχότερη γνωστική απόδοση, μειωμένη εκτελεστική λειτουργία και αυτοέλεγχος, χαμηλότερα επίπεδα θετικής αξιολόγησης εαυτού, σωματική κόπωση, αύξηση στην κατάχρηση ουσιών, καταθλιπτικές τάσεις και αυτοκτονικός ιδεασμός».
«Το μυστικό της διαχείρισης της μοναξιάς τώρα είναι η διατήρηση συνδέσεων ακόμη και όταν κρατάμε κοινωνική απόσταση. Είναι στο χέρι μας να βρούμε τον χρόνο και ενίοτε τη διάθεση να επικοινωνήσουμε με φίλους. Να μοιραστούμε τις σκέψεις μας, τους φόβους μας, την καθημερινότητά μας. Ακόμη, το να περιορίσουμε την επικοινωνία μας με τοξικούς ανθρώπους (οικείους και μη) και να μιλάμε περισσότερο με θετικούς και αισιόδοξους είναι κάτι που μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ».