Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη δεν δείχνει σημάδια ύφεσης, γεγονός που προμηνύει μαύρες μέρες για τα νοικοκυριά που έχουν στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο στην Ισπανία. Ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ήδη προειδοποιήσει για την σφιχτή νομισματική πολιτική που θα ξεκινήσει το καλοκαίρι, ο δείκτης στον οποίο αναφέρονται τα περισσότερα στεγαστικά, το Euribor 12 μηνών, έγινε θετικός τον Απρίλιο, καθιστώντας τα δάνεια σημαντικά πιο ακριβά.
Αυξητική τάση
Η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, επιδεινούμενη από δύο παράγοντες: αφενός, φαίνεται όλο και πιο πιθανό ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει στην πρώτη επίσημη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο, μετά από περισσότερο από μια δεκαετία. Από την άλλη, η διαφορά με πέρυσι θα διευρυνθεί γιατί τότε ο δείκτης έπεσε κατά το δεύτερο εξάμηνο. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και στις πιο επιεικείς προβλέψεις των τραπεζών, το 2022 θα κλείσει με άνοδο τουλάχιστον 0,9 ποσοστιαίων μονάδων, τη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών των στεγαστικών δανείων εδώ και 15 χρόνια, δηλαδή από τότε που η στεγαστική φούσκα βρισκόταν στο απόγειό της. Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο, αυτό σημαίνει αύξηση της δόσης μεταξύ 56 και 69 ευρώ το μήνα.
A ti no te gusta invernalia..
Tampoco te gustan los cyborgs..
Sigues el giro de italia..
Yo solo sigo el euribor. pic.twitter.com/NlaoN4zWSF— Alfilo de la Brecha🔻 (@LfilodelabrechA) May 27, 2022
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ισπανικής Ένωσης Υποθηκών (AHE), στο τέλος του 2021 η Ισπανία είχε 5,5 εκατομμύρια εκκρεμή στεγαστικά δάνεια και τα τρία τέταρτα από αυτά (4,1 εκατομμύρια) είχαν κυμαινόμενο επιτόκιο. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία στη μελέτη, εκτιμάται ότι η πλειονότητα των κυμαινόμενων δανείων (περίπου το 90%) συνδέεται με το Euribor 12 μηνών. Αυτό σημαίνει ότι οι δόσεις υπολογίζονται εκ νέου περιοδικά (συνήθως μία φορά το χρόνο) με βάση το πώς έχει αλλάξει ο δείκτης από την τελευταία αναθεώρηση. Και αυτό, στα τέλη του 2022, θα συνοψιστεί σε ένα αποτέλεσμα που προμηνύει πικρά μαντάτα για τους δανειολήπτες: το Euribor τελείωσε τον περασμένο Δεκέμβριο με τον δεύτερο χαμηλότερο μέσο όρο στην ιστορία (-0,502%) ενώ τον επόμενο Δεκέμβριο αναμένεται να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο τουλάχιστον από το 2014.
Η μεγαλύτερη αύξηση εδώ και 15 χρόνια
Όλες οι προβλέψεις πριν από τον Απρίλιο (ή και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) έχουν ξεπεραστεί. Ωστόσο, τα ερευνητικά τμήματα ορισμένων τραπεζών προσπαθούν να τα επικαιροποιήσουν: η BBVA και η CaixaBank σχεδόν συμπίπτουν επισημαίνοντας ότι ο δείκτης θα κλείσει το έτος στο 0,5% και στο 0,53%, αντίστοιχα.
Ακόμη και στο πιο επιφυλακτικό σενάριο, εάν το Euribor έκλεινε το έτος στο 0,4%, θα σήμαινε ότι τα στεγαστικά δάνεια θα γίνονταν ακριβότερα κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες τον Δεκέμβριο. Από τον Σεπτέμβριο του 2007 δεν υπήρξε τόσο μεγάλη διαχρονική διακύμανση. Στην πιο δυσμενή περίπτωση, η άνοδος θα ξεπερνούσε τη μονάδα, πράγμα που έχει ξαναγίνει το καλοκαίρι πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν τα στεγαστικά δάνεια έγιναν πιο ακριβά μετά από 10 αυξήσεις επιτοκίων σε πέντε χρόνια από την ΕΚΤ, η οποία προσπαθούσε να μειώσει την υπερθέρμανση στην οικονομία.
Διαφορές με την προηγούμενη κρίση
Οι ομοιότητες της σημερινής κατάστασης με αυτήν πριν από 15 χρόνια τελειώνουν εδώ. Τώρα ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος (στην ευρωζώνη έφτασε στο 7,5% τον Απρίλιο), ενώ οι προοπτικές της οικονομίας της Ισπανίας που επλήγη από την πανδημία και τον πόλεμο, δεν αναμένονται να βελτιωθούν στο προβλεπόμενο μέλλον. Η εντολή της ΕΚΤ, η οποία είναι να διατηρεί τον πληθωρισμό σε επίπεδα που θεωρεί υγιή (2%), μεταφράζεται σε αύξηση των ποσοστών, σύμφωνα με την οικονομική ορθοδοξία.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι τα επιτόκια δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο με τότε. Το Euribor εξακολουθεί να κινείται σε ιστορικά χαμηλά περιθώρια. Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο στην Ισπανία (137.921 ευρώ, το 2021) που θα επιστραφεί σε 24 χρόνια και θα αναφέρεται στο Euribor συν μία μονάδα, η διαφορά μεταξύ των δόσεων του περασμένου Δεκεμβρίου και εκείνων που θα προκύψουν στο τέλος του τρέχοντος έτους θα κυμαίνεται μεταξύ 56 και 69 ευρώ το μήνα, ανάλογα με το σενάριο που εξετάζεται. Όμως σε ένα δάνειο άνω των 200.000 ευρώ, η αύξηση θα ξεπεράσει τα 100 ευρώ.
Πηγή: El País