Η αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου

Η αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου
Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου (προσωπογραφία του Νικολάου Καντούνη, 1833)

Με αφορμή τη στυγνή δολοφονία στα Γλυκά Νερά, τους πρόσφατους βιασμούς γυναικών και τη συζήτηση περί γυναικείας γονιμότητας γίνεται αντιληπτό ότι παρά τους αγώνες αιώνων για σεβασμό και ισονομία υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά μας καθώς τίποτε δεν θεωρείται όχι αυτονόητο, αλλά ούτε καν στοιχειώδες. 

Αυτή την περίοδο τυγχάνει να έχει κυκλοφορήσει ξανά, τούτη τη φορά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, η «Αυτοβιογραφία» της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου (πλαισιωμένη από εισαγωγή και σχόλια της Κατερίνας Σχινά), της πρώτης πεζογράφου της ελληνικής γραμματείας, η οποία έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα (1801-32). Με καταγωγή από οικογένειες ευγενών, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που για άλλες γυναίκες της εποχής θα φάνταζε έως και ονειρικό. Το γεγονός όμως ότι δεν χρειάστηκε να παντρευτεί σε σχεδόν παιδική ηλικία και να περάσει τη ζωή της στα χωράφια δεν σημαίνει ότι η ζωή της ήταν πραγματικά καλή. Και αυτό γιατί αν και μεγάλωσε προστατευμένη από εξωτερικούς κινδύνους, αναγκάστηκε να ζήσει περιορισμένη σε τέσσερις τοίχους, όπως αρκετές γυναίκες της Ζακύνθου την εποχή εκείνη, οι οποίες είχαν ελάχιστες επαφές ακόμη και με άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. 

Κι αν τα ήθη της εποχής όριζαν η γυναίκα να είναι κτήμα του πατέρα και αργότερα του συζύγου και μέσω αυτής να αλλάζει χέρια το χρήμα μεταξύ αντρών, η Ελισάβετ Μουτζάν λαχτάρησε να μορφωθεί. Καθώς δεν της επέτρεπαν να ταξιδεύει ήθελε να διαβάζει για να γνωρίσει έστω και μέσα από τα μάτια των άλλων τον κόσμο – ο πατέρας της διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη με ελληνικά και ιταλικά βιβλία. Λόγω της φιλομάθειάς της της επιτράπηκε να έχει ιδιωτική εκπαίδευση και να μαθητεύσει δίπλα σε τρεις τοπικούς κληρικούς, τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Βασίλειο Ρωμαντζά και τον Θεοδόσιο Δημάδη. Στόχος της δεν ήταν μόνο να μορφωθεί η ίδια αλλά και να αποτελέσει παράδειγμα για τις υπόλοιπες γυναίκες ώστε να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να είναι πολλά παραπάνω από τους προκαθορισμένους ρόλους που ισοπέδωναν τις δυνατότητές τους. 

Όταν κατάλαβε ότι ήταν πολύ δύσκολο να ακολουθήσει τον δρόμο της αν παρέμενε στη Ζάκυνθο, θέλησε να κλειστεί σε μοναστήρι. «Αν θέλω λοιπόν να αποφύγω τα βλαβερά, οφείλω να εγκαταλείψω τον κόσμο. Αν επιθυμώ να πλησιάσω τα ωφέλιμα, είναι σωστό να πάω σε κάποιο αναχωρητήριο. Αλλά κανένας δεν μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος στον κόσμο, γιατί δεν μπορεί να ’ναι ποτέ ευχαριστημένος από τη μοίρα του (και μάλιστα μια γυναίκα)».  

Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να απαρνηθεί την οικογένειά της και να περάσει την υπόλοιπη ζωή της σε μοναστήρι. Για εκείνη όμως φαινόταν να είναι η μοναδική λύση από τη στιγμή που δεν ήθελε να παντρευτεί, καθώς σκεφτόταν ότι αν πέθαινε μετά τους γονείς της, το πιο πιθανό ήταν ότι ως άγαμη θα περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της απροστάτευτη και χωρίς περιουσία. «Σκέφτηκα να εγκαταλείψω τον κόσμο, γιατί εγνώρισα πόσο είναι ψεύτικος, πόσο είναι μάταιος και άστατος. Γιατί πίστεψα ότι ούτε ο πιο έξυπνος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ξεφύγει ποτέ τα κακά του, και τις αθλιότητές του» γράφει στην αυτοβιογραφία της και περιγράφει ότι η θλίψη που ένιωθε λόγω του καταναγκαστικού εγκλεισμού της στο σπίτι την έκανε να αμελεί τον εαυτό της. «Εγώ ακτένιστη, άνιπτη, νηστική, χωρίς να θέλω να ομιλώ και χωρίς να θέλω να μου ομιλώσι, πεσμένη εις ένα κρεββάτι, με τα μάτια καρφωμένα εις ένα τόπον, η μορφή του θανάτου άρχισε να παρουσιάζεται εις το πρόσωπόν μου». 

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα στο οποίο περιγράφει τη στιγμή που ο δάσκαλός της Θεοδόσιος Δημάδης ανακοίνωσε στην οικογένειά της την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ένιωσε την ανάγκη να συμμετέχει και η ίδια στον ξεσηκωμό, όμως σύντομα την κατέκλυσε ένα αίσθημα ακύρωσης μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε γυναίκα. «Άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους οπού δι’ άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπητιού οπού με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία και αναστέναξα». 

Η Ελισάβετ Μουτζάν τελικά παντρεύτηκε το 1831 τον ευγενή Νικόλαο Μαρτινέγκο (ο οποίος καθυστερούσε τη γαμήλια συμφωνία μέχρι να συμφωνήσουν με τον πατέρα της Ελισάβετ στο ποσό της προίκας), ελπίζοντας ότι θα ζούσε κοντά του μια ήσυχη ζωή η οποία θα της επέτρεπε να αφοσιωθεί στις μεγάλες της αγάπες, το διάβασμα και τη συγγραφή (έχουν διασωθεί ελάχιστα κείμενά της τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Επτανησιακά Φύλλα» από τον λόγιο Ντινο Κονόμο το 1947, ενώ έξι χρόνια μετά στην πυρκαγιά που ακολούθησε τον μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου χάθηκε το υπόλοιπο έργο της). 

Έναν χρόνο μετά τον γάμο της, σε ηλικία 31 χρόνων, έχασε τη ζωή της έπειτα από επιπλοκές στον τοκετό, δεκαέξι μέρες μετά τη γέννηση του γιου της Ελισαβέτιου. Μισό αιώνα μετά τον θάνατό της ο Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος εξέδωσε την αυτοβιογραφία της μητέρας του, η οποία σύμφωνα με τον Κ.Θ. Δημαρά (στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας») «αποτελεί σπάνιας ποιότητας λογοτεχνικό κείμενο, ένα από τα πιο αγνά στολίσματα της νέας μας λογοτεχνίας». Εκτός από τη λογοτεχνική αξία της, η αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου αποτελεί την κραυγή μιας γυναίκας που ήθελε να ζήσει ελεύθερη αλλά δεν τα κατάφερε.

Documento Newsletter