Ο συγγραφέας Σταύρος Καρτσωνάκης μιλάει για τον ποιητή με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου για το έργο του.
Ο Σταύρος Καρτσωνάκης μελετά τη ζωή και το έργο του Νίκου Γκάτσου εδώ και δύο δεκαετίες. Συγκεντρώνει ευλαβικά υλικό από τα πρώτα λογοτεχνικά βήματα του ποιητή, γνωστές και άγνωστες κρίσεις για εκείνον, αθησαύριστα σημειώματα, ραδιοφωνικές εκπομπές, χρονικά δημιουργίας των σημαντικών έργων του. Μεγάλο μέρος του υλικού αυτού περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Νίκος Γκάτσος. Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι. Ποίηση και στιχουργική
1931-1991», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Μετρονόμος, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν πολύπλευρα η ζωή και το έργο του ποιητή, ο οποίος παραμένει ένας από τους πιο αγαπημένους και τραγουδισμένους.
Ο συγγραφέας ασχολήθηκε με αυτή την έρευνα με πρόθεση να αφήσει ένα έργο αναφοράς για τις επόμενες γενιές. Ο ίδιος είναι δάσκαλος από το 1989 και, όπως είπε στη συζήτηση που είχαμε, χρησιμοποιεί πολύ τη μουσική και το τραγούδι στη δουλειά του. Στα αφιερώματα που έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια στο σχολείο σε σπουδαίους ανθρώπους του πολιτισμού έχει παρατηρήσει ότι στα παιδιά του δημοτικού οι στίχοι του Γκάτσου περνούσαν πάντοτε αβίαστα, μέσα από τη μουσική των πολύ σημαντικών συνθετών με τους οποίους είχε συνεργαστεί.
Η διαχρονικότητα του ποιητικού του έργου
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα παιδιά να αγαπούν τους στίχους του; «Νομίζω ότι έχει να κάνει με το ότι είναι πολύ συμπυκνωμένοι και δεν αναφέρονται πάντα σε κάτι συγκεκριμένο. Έχουμε τραγούδια όπως η “Αθανασία” ή το “Οι μέρες είναι πονηρές” ή το “Νυν και αεί” ή το “Δίχτυ” που μπορεί να αναφέρονται σε μια σημαντική ιστορική στιγμή της Ελλάδας και είναι δυνατόν να διαβαστούν αντίστοιχα από όσους έχουν ζήσει ή ακούσει γι’ αυτά τα γεγονότα. Ωστόσο, καθώς ο Γκάτσος δεν προσδιορίζει τα θέματά του, με αυτά τα τραγούδια μπορούν να συνδεθούν και άνθρωποι που δεν έχουν καμία προσλαμβάνουσα από τα γεγονότα».
Ο Στ. Καρτσωνάκης σημειώνει ότι ο Γκάτσος κρατάει αβίαστα την ποιητικότητα στους στίχους. «Τον βάζω στην ίδια κατηγορία με τον Ντίλαν ή τον Λόρκα. Γνώριζε καλά την παγκόσμια ιστορία, είχε ασχοληθεί για πολλά χρόνια με το θέατρο και όλα αυτά είχαν περάσει μες στα τραγούδια όπως ο “Γιάννης ο φονιάς” ή η “Περιμπανού” με έναν τρόπο πολύ κατανοητό, πολύ απλό αλλά όχι απλοϊκό. Νομίζω ότι είναι μοναδική περίπτωση στα γράμματά μας. Και είναι ίσως ο μόνος που έχει καταφέρει να είναι επίκαιρος έπειτα από 40-50 χρόνια. Σκεφτείτε ότι το “Χάρτινο το φεγγαράκι” είναι τραγούδι του 1947. Πόσα τραγούδια έχουν καταφέρει να ακούγονται ακόμη και πάνω από 70 χρόνια μετά;».
Συζητάμε σχετικά με την ποίηση και τη στιχουργική και τον ποιοτικό διαχωρισμό στον οποίο επιμένουν κάποιοι κριτικοί. «Θεωρώ ότι πρόκειται περί παρεξήγησης. Σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον Μίκη Θεοδωράκη ότι ήρθε στο φως το έργο ποιητών και έτσι καταλάβαμε όλοι πως η στιχουργική θα μπορούσε και να μην είναι κάτι απλό και προβλέψιμο, αλλά να αναφέρεται σε μεγάλες αξίες, σε οράματα, σε ιδέες. Ενώ παλαιότερα η λογοτεχνική κριτική θεωρούσε υποδεέστερο τον στίχο που προοριζόταν να γίνει τραγούδι, τα τελευταία 30 χρόνια έγινε σαφές ότι μπορείς να έχεις και σπουδαία έργα αλλά και τραγούδια που τραγουδιούνται από όλους».
Ευαισθησία, ευγένεια, ταπεινότητα
Τι νέο θα λέγαμε ότι έφερε ο Γκάτσος στο ελληνικό τραγούδι; «Αυτό που δίδαξε ήταν η ευαισθησία, η ευγένεια, η ρωμαλεότητα του στίχου και η ταπεινότητα. Δεν βλέπεις στους στίχους του τίποτε ευτελές και χυδαίο. Η στιχουργική του περιλαμβάνει υψηλές ιδέες όπως η δικαιοσύνη, η αγάπη, η ελευθερία. Κάποια στιγμή έφτιαξα και ένα λεξιλόγιο –δεν υπάρχει στο βιβλίο– και κατέγραψα όλες τις λέξεις που συναντά κανείς στο έργο του. Στις δέκα πρώτες υπάρχουν λέξεις πολύ σημαντικές, με πρώτη την “αγάπη”· τα “παιδιά” και η “ελευθερία” συναντιούνται επίσης πολύ συχνά. Τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται είναι σταθερές αξίες και ιδέες».
Το δυστύχημα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, είναι ότι αυτά τα τραγούδια πολλές φορές δεν φτάνουν στον κόσμο γιατί δεν ακούγονται συχνά από το ραδιόφωνο. «Όταν βάζω τα τραγούδια του στους μαθητές παρατηρώ ότι υπάρχει τρομερή ανταπόκριση ακόμη και για έργα του, όπως οι “Δροσουλίτες” που είναι το αριστούργημά του, τα οποία είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Αν υπήρχαν άνθρωποι να προβάλλουν αυτό τον θησαυρό, θα ήταν καλύτερες και οι επόμενες γενιές – το επισημαίνω και ως δάσκαλος αυτό».
Τι άνθρωπος ήταν ο Νίκος Γκάτσος; Πώς ήταν η καθημερινότητά του; «Ήθελε να σβήνει τα ίχνη του. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι ποτέ δεν έδωσε συνέντευξη, δεν βγήκε ποτέ στην τηλεόραση. Του άρεσε να μιλάει με το έργο του και πίστευε ότι όπως έμεινε το έργο των ανώνυμων δημιουργών των δημοτικών τραγουδιών, τα οποία θαύμαζε, έτσι θα μείνει κάθε έργο που αξίζει. Γι’ αυτό τον λόγο ένιωθε ότι δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι ιδιαίτερο για να υποστηρίξει το δικό του» λέει ο συγγραφέας.
Σε αντίθεση με άλλους της γενιάς του, δεν δούλεψε ποτέ για την υστεροφημία του.
«Το είδα και στον Μάνο Ελευθερίου που τον γνώρισα προσωπικά. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι άνθρωποι που είναι τόσο σπουδαίοι δεν έχουν ανασφάλειες τέτοιου είδους ούτε σκέφτονται ανταγωνιστικά. Γράφουν απλώς το έργο τους και ξέρουν ότι βρίσκεται εκεί και πως θα πάρει τη θέση που του αξίζει. Ο Γκάτσος δεν πίστευε ότι ήταν κάποιος πολύ σπουδαίος. Του άρεσε να ζει όμορφα την καθημερινότητά του, να περνάει καλά με τους φίλους του και να δημιουργεί δίχως το άγχος της υστεροφημίας».
Οι «Όρνιθες» του Κουν και η γενιά του ’30
Δεν ήταν πάντα δεδομένη η αποδοχή του έργου του. Ειδικά στις αρχές. Όπως ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος, έτσι και εκείνος δέχτηκε σκληρά σχόλια από τους κριτικούς της εποχής του, ακόμη και όταν δημοσίευσε την «Αμοργό» – ειδικά τότε. «Υπήρξε μεγάλη γελοιοποίηση» λέει ο συγγραφέας. «Οι κριτικές της “Αμοργού” που δημοσιεύτηκαν την πρώτη δεκαετία τον παρουσίαζαν σχεδόν σαν παράφρονα. Όταν ένα έργο βρίσκεται μπροστά από την εποχή του χρειάζεται πολύ χρόνο μέχρι να γίνει αποδεκτό. Και στον Στραβίνσκι –που θεωρείται η σπουδαιότερη μορφή της μουσικής του 20ού αιώνα– πετούσαν ντομάτες όταν παρουσίαζε την “Ιεροτελεστία της άνοιξης”».
Όταν πλέον η «Αμοργός» είχε αναγνωριστεί ως ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά ποιήματα του 20ού αιώνα, αρκετοί αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο ο Γκάτσος δεν συνέχισε να γράφει ποίηση. «Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. Απλώς διοχέτευσε το έργο του σε άλλη μορφή τέχνης» λέει ο συγγραφέας και προσθέτει ότι θα έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του ’90 για να αναγνωριστεί ως μείζων ποιητής. Πλέον, όπως λέει, διαπιστώνει κατά την αποδελτίωση ότι το όνομά του μπαίνει πιο μπροστά στη γραμμή των σημαντικών ποιητών· στην ίδια σειρά με τον Σεφέρη και τον Ελύτη, με τους οποίους ήταν φίλοι και συνοδοιπόροι. «Δεν νομίζω ότι τόσο σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής είχαν γράψει για άλλον, εκτός από τον Γκάτσο, τόσο επαινετικά λόγια. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στο ότι ο ίδιος αποτραβήχτηκε από τα φώτα και ίσως να μην ένιωσαν ανταγωνιστικά απέναντί του».
Το ότι κρατούσε χαμηλό προφίλ ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν εξέφραζε την άποψή του για τα σημαντικά της εποχής του. Όταν η ιστορική παράσταση «Όρνιθες» του Θεάτρου Τέχνης, σημείο καλλιτεχνικής συνάντησης του Μάνου Χατζιδάκι, του Καρόλου Κουν, του Γιάννη Τσαρούχη και της Ραλλούς Μάνου, απαγορεύτηκε από τον τότε υπουργό της Προεδρίας της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο Γκάτσος είχε πάρει θέση στέλνοντας επιστολή μαζί με τον Ελύτη και άλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες ζητώντας την άρση της απαγόρευσης. Επιστολή επίσης είχε υπογράψει όταν είχαν απαγορευτεί τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.
Ο Γκάτσος και ο Ελύτης καθιέρωσαν τα φιλολογικά στέκια του Ηραίου και του Λουμίδη. Σε αυτά συγκεντρώνονταν πνευματικοί άνθρωποι – στο πρώτο κυρίως πριν από τον πόλεμο και στο δεύτερο αμέσως μετά. Με την πάροδο του χρόνου σε αυτά τα στέκια ο Γκάτσος ξεχώρισε ως εξέχουσα προσωπικότητα μιας μεγάλης ομάδας διανοούμενων, ποιητών, ζωγράφων, λογοτεχνών από την οποία πέρασαν ο Κουν, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Τσαρούχης, ο Ν. Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις, ο Ταχτσής, ο Μόραλης, ο Αργυράκης και πάρα πολλοί άλλοι.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Γκάτσος λειτούργησε με τον τρόπο του Κωστή Παλαμά στα φιλολογικά καφενεία της εποχής του. «Όπως ο Παλαμάς ήταν πόλος για μια ολόκληρη γενιά, έτσι ακριβώς συνέβη και με εκείνον για τη γενιά του ’30. Από το μυθικό στέκι όπου σύχναζε περνούσαν όλοι. Λόγω της παιδείας και της σωστής του κρίσης αναδείκνυε πάντοτε τα θετικά του καθενός».
INFΟ
Το βιβλίο «Νίκος Γκάτσος. Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι. Ποίηση και στιχουργική 1931-1991» του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος