Η αβάσταχτη σοβαρότητα της Μπάρμπι

Η αβάσταχτη σοβαρότητα της Μπάρμπι

Στην Ελλάδα δεν ζήσαμε το φαινόμενο Barbenheimer, για το οποίο μιλάνε όλα τα διεθνή Μέσα και τα social media. Δηλαδή τη φρενίτιδα που προέκυψε από την ταυτόχρονη πρεμιέρα των δύο πολυαναμενόμενων blockbuster ταινιών του καλοκαιριού, της live-action εμπορικής «Barbie» σε νεοφεμινιστικό περιτύλιγμα και του στιβαρού τρίωρου «Oppenheimer» για τον πατέρα της ατομικής βόμβας, που εμείς θα δούμε στις 24 Αυγούστου.

Το Barbenheimer, που ονομάστηκε έτσι από τον συνδυασμό των τίτλων των δύο ταινιών («Barbie» και «Oppenheimer»), είναι μια μεγάλη γιορτή του σινεμά. Πρόκειται για την ολική επαναφορά των θεατών στις κινηματογραφικές αίθουσες μετά την πανδημία, στη διάρκεια ενός μεγαλειώδους Σαββατοκύριακου, το οποίο καταγράφεται ως το πιο επιτυχημένο εισπρακτικά εδώ και χρόνια. Φυσικά στη μεγάλη διεθνή επιτυχία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η θηριώδης διαφημιστική καμπάνια των εταιρειών, η μεγαλύτερη επίσης εδώ και χρόνια. Με την «Barbie» να εκτοξεύεται στα 155 εκατ. δολάρια –το μεγαλύτερο τριήμερο άνοιγμα ταινίας φέτος– και το «Oppenheimer» να ακολουθεί με πάνω από 80 εκατ., ρεκόρ που ξεπέρασε όλες τις προβλέψεις.

Το στοίχημα της διπλής πρεμιέρας των κινηματογραφικών στούντιο, της Warner Bros («Barbie») και της Universal («Oppenheimer»), πέτυχε απολύτως, με χιλιάδες θεατές να παρακολουθούν την ίδια μέρα και τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ταινίες, σε ένα πεντάωρο κινηματογραφικό μαραθώνιο, όπως έδειξαν τα στατιστικά των εταιρειών διανομής. Το Barbenheimer σάρωσε το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αμέτρητες αναφορές, cross-over αφίσες και memes και με πολλούς κερδισμένους: την οσκαρική σκηνοθέτρια της «Barbie» Γκρέτα Γκέργουιγκ που έγραψε ιστορία κόβοντας τα περισσότερα εισιτήρια από κάθε άλλη ταινία σκηνοθετημένη από γυναίκα. Τους λάτρεις της μεγάλης οθόνης που πήραν το αίμα τους πίσω από τις πλατφόρμες streaming απολαμβάνοντας τις ταινίες στον φυσικό τους χώρο. Τους πρωταγωνιστές των blockbusters, την εκρηκτική Μάργκοτ Ρόμπι στον ρόλο της Μπάρμπι και τον υπερταλαντούχο Ράιαν Γκόσλινγκ που δίνει σάρκα και οστά στον μέχρι σήμερα αδιάφορο και υποτονικό Κεν. Τον σκηνοθέτη του «Oppenheimer» Κρίστοφερ Νόλαν, αλλά κυρίως τον ιδιοσυγκρασιακό Ιρλανδό Κίλιαν Μέρφι, γνωστό ως Τόμι Σέλμπι από τη σειρά «Peaky Blinders», που με τον ρόλο του πολύπλοκου και αντιφατικού επιστήμονα Ρόμπερτ Οπενχάιμερ αλλάζει πίστα περνώντας στη σφαίρα των household ονομάτων. Και φυσικά κέρδισαν όλες οι αποχρώσεις του ροζ στην πιο απενοχοποιημένη μέχρι σήμερα εκδοχή τους.

Βασικοί υποστηρικτές του Barbenheimer ήταν οι ίδιοι οι μεγάλοι ηθοποιοί του Χόλιγουντ και το αξίωμα «όλα για τη βιομηχανία του θεάματος», που λέει ότι η υποστήριξη μιας ταινίας είναι καλή και για όλες τις άλλες αφού φέρνει τους θεατές στην αίθουσα. Με τον Τομ Κρουζ του πρόσφατου «Mission impossible» και αδιαμφισβήτητου κυρίαρχου του box-office να φωτογραφίζεται μπροστά στις αφίσες της «Βarbie» και του «Oppenheimer» και με τους πρωταγωνιστές των δύο ταινιών να δηλώνουν ότι «και βέβαια» θα δουν την «αντίπαλη» ταινία, προτρέποντας τους θεατές να κάνουν το ίδιο. Αλλά επίσης δηλώνοντας τη δική τους υποστήριξη στην απεργία των ηθοποιών και σεναριογράφων του Χόλιγουντ σε μια all inclusive στάση που συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου και τους κατατάσσει στη σωστή πλευρά της ιστορίας.

Μεταφεμινισμός και συμπερίληψη

Στη θερινή Ριβιέρα πολύς νεαρόκοσμος έμεινε απέξω. Τα εισιτήρια, αρκετά από τα οποία είχαν αγοραστεί εδώ και καιρό διαδικτυακά, είχαν εξαντληθεί από νωρίς. Στην είσοδο τα πολύτιμα χαρτάκια άλλαζαν χέρια με αγορές του τελευταίου λεπτού επειδή κάποιος από την παρέα δεν κατάφερε να φτάσει εγκαίρως, ευτυχώς για μας που φτάσαμε στο παρά ένα. Μέσα η αυλή μύριζε νάτσος, ποπ κορν και αποσμητικό, το πλήθος ήταν πολύχρωμο και θορυβώδες, με νέα κορίτσια και αγόρια σε περίπου ίση αναλογία να βολεύονται στις θέσεις τους μιλώντας στο κινητό μέχρι να πέσει το τεράστιο logo της «Barbie» στην οθόνη. Μετά απότομη, απόλυτη σιγή, όπως όταν σταματάς τα πάντα μπροστά σε κάτι που περίμενες τόσο πολύ, τόσο καιρό. Να δεις την «Barbie» σε μια υπαρξιακή κρίση που τη στέλνει ταξίδι στον πραγματικό κόσμο για να ανακαλύψει τον εαυτό της.

Από την ώρα που άρχισε η προβολή της ταινίας μέχρι το τέλος της μια ιδέα δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου. Οτι το Χόλιγουντ μπορεί και επανεφευρίσκει τον εαυτό του, όπως η Mattel την κούκλα Μπάρμπι εδώ και τόσες δεκαετίες. Με τη φρενίτιδα του Barbenheimer να στέλνει θεατές όλων των ηλικιών σε τόσο διαφορετικές ταινίες, προσπαθώ, με αρκετή δυσκολία είναι η αλήθεια, να φανταστώ τον θεατή που γοητεύεται από τις περιπέτειες της Μπάρμπι να μπαίνει αμέσως πριν ή μετά στο σκοτεινό, αδυσώπητο σύμπαν της κατασκευής της ατομικής βόμβας. Προφανώς, η atomic blonde Μάργκοτ Ρόμπι λειτουργεί μια χαρά ως αποσυμπίεση στο βαρύ φορτίο του Οπενχάιμερ.

Η «Βarbie» της, πάντως, όσο κι αν προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι μια σκέτη τσιχλόφουσκα, στο τέλος μάς τα μπερδεύει τόσο πολύ που είναι σαν να ακούμε οδηγίες μπροσούρας προσωπικής ενδυνάμωσης. Γι’ αυτό δεν ευθύνεται η πρωταγωνίστρια, που υποστηρίζει και με το παραπάνω το σενάριο που της δόθηκε, ούτε ο Ράιαν Γκόσλινγκ, ένας ηθοποιός τέτοιας υποκριτικής γκάμας που μπορεί να απογειώσει τα πάντα, ακόμη και το ανεπάγγελτο «αγόρι της παραλίας» με τους κοιλιακούς και το ψεύτικο μαύρισμα που ανακαλύπτει έκθαμβο την πατριαρχία του πραγματικού κόσμου. Αλλά πώς να μιλήσει κανείς με όρους δραματουργίας για τη γυναικεία ενδυνάμωση χωρίς να καταφύγει σε αμήχανα, χιλιοειπωμένα κλισέ, όσο καλούς ηθοποιούς κι αν διαθέτει; Θέλει πολλή μαεστρία να ξεκολλήσεις τη σεναριακή φράση από τον στενό κορσέ του διδακτισμού και της αυτοαναφορικότητας. Και ακόμη μεγαλύτερη για να μετατρέψεις την κινηματική γλώσσα σε μέρος του σεναρίου χωρίς να νιώσει ο θεατής την αλλαγή ύφους, σαν να τρελάθηκαν ξαφνικά οι ηθοποιοί της ταινίας και μιλάνε λες και κάνουν παρουσίαση σε εκδήλωση TEDx.

Μπροστά μου η παρέα των κοριτσιών δεν μοιάζει –ευτυχώς– να έχει παρόμοιους προβληματισμούς και μπορεί να απολαύσει στο ακέραιο το καλοκαιρινό θέαμα ανταλλάσσοντας σχόλια του τύπου: «Ρε συ, είχα αυτό ακριβώς το σπίτι της Μπάρμπι», «Η ροζ τσουλήθρα είναι όλα τα λεφτά» ή «Τον λυπάμαι τον καημένο τον Κεν που δεν τον αγαπάει κανένας». Είναι φανερό ότι όλη η Ριβιέρα είναι συντονισμένη στο απαστράπτον σύμπαν της Μπάρμπι, με πολλά γέλια, χειροκροτήματα και χαρά μεταδοτική. Γιατί η ταινία, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι αστεία, με εκπλήξεις, ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, εκτυφλωτικά κοστούμια και σκηνικά, μια χορογραφία υψηλού επιπέδου με στόχο να δώσει νέο αφήγημα σε κάτι παλιό όσο η 64χρονη σήμερα Μπάρμπι. Οι διεθνείς κριτικές στην πλειονότητά τους είναι καλές και η σκηνοθεσία επαινείται για τον ρυθμό, την πρωτοτυπία (μέχρι να τα σαρώσουν όλα τα κλισέ), το πολύ καλό καστ και τις ερμηνείες. Μια ταινία που πάντως στοχεύει ξεκάθαρα στο συναίσθημα και κυρίως στην ανανέωση του brand Barbie, αφού ο σφιχτός εναγκαλισμός της ταινίας με την εταιρεία παιχνιδιών Mattel είναι παραπάνω από φανερός. Οχι απαραίτητα για να πουληθούν περισσότερες Μπάρμπι –πωλούνται σήμερα 164 κάθε λεπτό– αλλά για να πρωταγωνιστήσει το brand στο νέο μετα-φεμινιστικό και συμπεριληπτικό κόσμο. Για να ξεπλυθεί μια και καλή από τα στερεότυπα που επί χρόνια αιχμαλώτισαν γενιές κοριτσιών και να αποδείξει ότι η Μπάρμπι είναι γυναίκα της εποχής μας. Το Χόλιγουντ, συντονισμένο στον εταιρικό στόχο, επιστράτευσε τους καλύτερους για το rebranding, έστω με τρόπο ακατέργαστο που φανερώνει τις εξωτερικές ραφές του όλου εγχειρήματος αλλά πάντα σε αγαστή σύμπνοια με τα ιδεολογικά κελεύσματα των καιρών και φυσικά με τα μάτια καρφωμένα στα επιδιωκόμενα υπέρογκα κέρδη.

«Η Μπάρμπι είμαι εγώ, είσαι εσύ, είμαστε όλες», «Η Μπάρμπι μπορεί να γίνει ό,τι ονειρεύεσαι» ακούγονται στην ταινία, μαζί με το ξεκαρδιστικό ότι η Μπάρμπι έχει λύσει όλα τα προβλήματα των γυναικών, σαν να έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια την «πλαστική» οροφή χωρίς να ξεφύγει ούτε μια τρίχα από τη ροζ σατινέ κορδέλα της αλογοουράς της.

Η Μπάρμπι των 35 αποχρώσεων δέρματος

H Mattel προσπαθεί ήδη από τη δεκαετία του ’80 να συμβαδίσει με το πρότυπο της χειραφετημένης γυναίκας λανσάροντας την Μπάρμπι γιατρό, αστροφυσικό, πιλότο, μηχανικό, οικοδόμο, εξπέρ των πολεμικών τεχνών, παίκτρια ποδοσφαίρου, τενίστρια, σεφ, την Μπάρμπι φιλόζωη, την Μπάρμπι μονόκερο, την Μπάρμπι αναρριχήτρια απόκρημνων βουνών ή διευθύντρια ζωολογικού κήπου, με τη λίστα να περιλαμβάνει περίπου 250 επαγγέλματα και ιδιότητες. Ολα αυτά η Μπάρμπι τα πετυχαίνει με χαρακτηριστική άνεση και προπαντός δίχως να αμφισβητήσει ούτε τη στερεοτυπική ορίτζιναλ πρόγονό της, τη Νο1 κούκλα της συλλογής ούτε τον τέλειο, ζαχαρωμένο και μόνιμα ηλιόλουστο κόσμο της Barbieland. Ενα αρκετά παράδοξο φαινόμενο που δεν αντέχει στους κανόνες της λογικής και ουδείς θέλει να εξηγήσει. Στο κάτω κάτω είναι μόνο μια κούκλα που μπορούν να αποκτήσουν όλοι, μαζί με μια δόση ονείρου και φαντασίωσης. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τις συλλεκτικές Μπάρμπι αξίας πολλών χιλιάδων δολαρίων, οι οποίες είναι στολισμένες με διαμάντια και άλλες πολύτιμες λίθους, ρούχα και αξεσουάρ σχεδιασμένα ειδικά από διάσημους οίκους ή εκδοχές της φιλοτεχνημένες από βαρύγδουπα ονόματα όπως ο Αντι Γουόρχολ, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ειρωνείας αλλά και της διείσδυσης της κούκλας στη μαζική ποπ κουλτούρα και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Τα τελευταία χρόνια η εταιρεία είχε ανεβάσει κι άλλες στροφές λανσάροντάς την στην πιο παχουλή εκδοχή της, όπως επίσης κούκλες με 35 διαφορετικές αποχρώσεις δέρματος, 94 αποχρώσεις μαλλιών, 22 τύπους ματιών και σε πέντε διαφορετικούς σωματότυπους. Σε ένα αέναο κυνήγι συμπεριληπτικότητας, που μένει προσκολλημένο στην επιφάνεια, η Μπάρμπι προσπαθεί να είναι πάντα «σχετική» με την εποχή, πολιτικά ορθή, ανέγγιχτη από κάθε κακό, ολομόναχη στο ροζ ξερονήσι της να ρίχνει στη θάλασσα μηνύματα σε μπουκάλι. Χωρίς παραλήπτη, ούτε καν τον metrosexual Κεν, ένα αγόρι χωρίς ρόλο, χωρίς μυαλό, χωρίς απασχόληση και χωρίς μέλλον.

Μια στιγμή απελευθέρωσης

Εκατόν δεκατέσσερα λεπτά αργότερα τα φώτα προβολής έσβησαν, το βουητό ξανάρχισε, τα χαμογελαστά προσωπάκια τιτίβιζαν τι τους άρεσε περισσότερο. Ακουσα για τα ατέλειωτα πόδια της Ρόμπι, για το χορευτικό του Γκόσλινγκ, τα σπίτια με τις πισίνες, τα κοστούμια, το ροζ αυτοκίνητο της Μπάρμπι, τα φλούο πατίνια του Κεν. Ενα αγόρι είχε απορία γιατί στην ταινία η έγκυος Μπάρμπι κρατιέται στην αφάνεια προκαλώντας αμηχανία, όπως η «περίεργη» Μπάρμπι, που δεν πληρoί τις σωστές προδιαγραφές ….

Εξω από το σινεμά σκεφτόμουν την πιο απελευθερωτική και ουσιαστική στιγμή της ταινίας. Στον πρόλογο, που είναι παρωδία της έναρξης της κιουμπρικής «Οδύσειας του διαστήματος 2001», τα μικρά κοριτσάκια σπάνε με τρομερή μανία και απόλαυση τις κούκλες-μωρά, που έχουν βαρεθεί μέχρι θανάτου να ντύνουν και να ταΐζουν. Είχε μόλις προσγειωθεί μπροστά στα μάτια τους η εκθαμβωτική, «εξωγήινη» πρώτη Μπάρμπι με ριγέ, στράπλες ολόσωμο μαγιό, γόβες στιλέτο και πεταλουδέ γυαλιά, που τα κατεβάζει κλείνοντας πονηρά το μάτι. Ναι, αυτή η σκηνή «μαζικής» καταστροφής θύμιζε κάτι από επανάσταση.

Ετικέτες

Documento Newsletter