Η Αθήνα ως «μεντεσές» των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ

Η Αθήνα ως «μεντεσές» των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ

Η επιστροφή του «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα με πρόθεση να φτάσει μια ανάσα από το Καστελόριζο και το άνοιγμα των Βαρωσίων από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις στην Κύπρο προκαλούν έντονη ανησυχία για την πορεία των εξελίξεων στην ανατολική Μεσόγειο.

Η Αγκυρα, υποκινούμενη από τη στρατηγική τής εδραίωσής της στη θέση του περιφερειακού ηγεμόνα και της ανάδυσής της ως παγκόσμιας δύναμης, επιδιώκει την επέκταση των ζωνών κυριαρχίας της προκειμένου να διευκολύνει τις στρατιωτικές της δράσεις στην περιοχή, την υφαρπαγή του ενεργειακού της πλούτου, την κυριαρχία της στους ενεργειακούς – εμπορικούς δρόμους και την αύξηση των μεριδίων της στις αγορές.

Η χρήση στρατιωτικής ισχύος και η άσκηση καταναγκαστικής πολιτικής αποτελούν βασικό εργαλείο στην εκπλήρωση των στόχων της, όπως μαρτυρούν η άμεση στρατιωτική εμπλοκή της σε Ιράκ, Συρία και Λιβύη, η έμμεση ανάμειξή της στη σύγκρουση μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας και οι πειρατικές ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ. Σε αυτό το πλαίσιο στέλνει εκ νέου το «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ευελπιστώντας να πετύχει τον εμπλουτισμό της ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης με ζητήματα πέραν της οριοθέτησης ΑΟΖ – υφαλοκρηπίδας και ίσως αιγιαλίτιδας ζώνης σε ανατολικό Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο, τα οποία η Αθήνα δέχεται ή ενδέχεται να κουβεντιάσει. Σε αυτά εντάσσει τις θαλάσσιες ζώνες μεταξύ Κρήτης και Ρόδου –περιοχή όπου Ελλάδα και Αίγυπτος οριοθέτησαν ΑΟΖ–, την αποστρατιωτικοποίηση των μεγάλων και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μικρών νησιών του Αιγαίου και την πολιτική κατάσταση στη Θράκη. Επιπρόσθετα επιχειρεί να κατοχυρώσει όλη την υφαλοκρηπίδα, τη δυνητική ΑΟΖ και αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδας πέραν των έξι ναυτικών μιλίων στην περιοχή ανατολικά της Ρόδου.

Παράλληλα η ανοχή –αν όχι υποστήριξη– που επιδεικνύουν ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ απέναντι στις επιθετικές ενέργειες και τις ηγεμονικές αξιώσεις της Τουρκίας την ωθούν στην εξακολούθηση της πολιτικής της. Για τον ευρωατλαντικό παράγοντα η Αγκυρα αποτελεί σύμμαχο-κλειδί για τον περιορισμό της επιρροής της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν στην περιοχή, για την προώθηση της περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας με δική του εποπτεία-καθοδήγηση αλλά και για την επιτυχία του σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι για την ΕΕ το προσφυγικό και η ενεργειακή ασφάλεια. Συνακόλουθα δεν προξενούν έκπληξη η απροθυμία του να της επιβάλει κυρώσεις, όπως καταγράφηκε για άλλη μια φορά στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, αλλά και η τακτική των ίσων αποστάσεων που κρατά στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών με την Αθήνα, η οποία αποτυπώθηκε εκ νέου με τους χαρακτηρισμούς «διεκδικούμενη από την Ελλάδα» και «αμφισβητούμενη» που επέλεξαν Ουάσινγκτον και Βερολίνο για να προσδιορίσουν και τη νέα περιοχή δράσης του «Ορούτς Ρέις», η οποία εκτείνεται έως και εξίμισι ναυτικά μίλια νοτίως του Καστελόριζου!

Η επιλογή της Αθήνας να λειτουργεί ως «μεντεσές» των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ έχει αποτέλεσμα αυτοί να της ασκούν πιέσεις προκειμένου «να τα βρει» με την Τουρκία και να διευκολύνει την επαναρυμούλκησή της στις προτεραιότητές τους παρά την επιθετική συμπεριφορά της τελευταίας. Πρόσθετα η συμβολή της στις αποσταθεροποιητικές ενέργειές τους στην περιοχή, ιδίως μέσω της μετατροπής της επικράτειάς της σε ένα απέραντο πεδίο αμερικανονατοϊκών βάσεων, τελικά διευκολύνει την επέκταση της επιρροής της Τουρκίας, όπως ήδη συμβαίνει σε Συρία και Λιβύη. Τέλος, η αγωνία της να αναπτυχθεί άμεσα η περιφερειακή συνεργασία μέσω της συνεκμετάλλευσης του πλούτου της περιοχής από κοινού με την Τουρκία αξιοποιείται από την Αγκυρα για να εγείρει συνεχώς νέες αξιώσεις απέναντί της αλλά και να την εκβιάζει με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.

Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι οι στόχοι της οικονομικής διείσδυσης και της απόκτησης επιρροής μέσω της ευρωατλαντικής συμμαχίας, οι οποίοι χαρακτηρίζουν διαχρονικά την ελληνική εξωτερική πολιτική και απορρέουν από τη στρατηγική της αναβάθμισης της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού σε Βαλκάνια και ανατολική Μεσόγειο, είναι επικίνδυνοι για την ειρήνη, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι PhD (c) διεθνολόγος, πολιτικός επιστήμονας

Documento Newsletter