Αμετάκλητη απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε η αθεΐα ως λόγος ευαλωτότητας που επιβάλλει την παροχή ασύλου σε πρόσφυγα, λόγω της άκρως επικίνδυνης κατάστασης στη χώρα του για τους αθέους πολίτες, εξέδωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με το δικηγορικό γραφείο Βασίλη Σωτηρόπουλου, που εκπροσώπησε τον πρόσφυγα, ο τελευταίος είχε εξεταστεί από τις Ελληνικές επιτροπές ασύλου και το αίτημά του είχε κριθεί αβάσιμο. Συγκεκριμένα, τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια επιτροπή είχαν κρίνει αναξιόπιστη την κατάθεσή του, κρίνοντας ότι η αθεΐα του δεν ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, καθώς και σε εντελώς δευτερεύοντα σημεία της όπως με ποιόν τρόπο εντοπίστηκε από τις διωκτικές αρχές της χώρας του. Με τις δύο αυτές απορρίψεις, ο πρόσφυγας κινδύνευε να απελαθεί και να αντιμετωπίσει κατηγορία που τιμωρείται με την θανατική ποινή για τις συνειδησιακές επιλογές και πεποιθήσεις του.
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την οριστική απόφασή του, η οποία κατέστη αμετάκλητη και δυνάμει της οποίας ο πρόσφυγας έλαβε τελικά άσυλο από την Ελληνική Δημοκρατία, ήτοι διεθνή προστασία λόγω ευαλωτότητας.
Το Δικαστήριο εφάρμοσε την Σύμβαση της Γενεύης του 1951, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Ν.Υόρκης του 1968 και κατά την οποία η έννοια του πρόσφυγα αφορά κάθε πρόσωπο «όπερ συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης ή εάν μη έχον υπηκοότητά τινα και ευρισκόμενον εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην». Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι από την Σύμβαση της Γενεύης « συνάγεται ότι ο αλλοδαπός, ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της εν λόγω Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στην Διοίκηση, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης, λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων (βλ. ΣτΕ 633/2013, 4750/2012, 4565-6/2012, 4544/2012, 2904/2012, 2763/2012, 1303/2012 κ.ά.). Εξάλλου, στο άρθρο 4 παρ.5 του π.δ.141/2013 προβλέπεται ότι τα στοιχεία των δηλώσεων του αιτούντος διεθνή προστασία, ακόμη και όταν δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, εφόσον αυτός έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτηση του, έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία διαθέτει, και έχει δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων, οι δηλώσεις του παρίστανται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του, αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το ταχύτερο δυνατό (εκτός εάν προέβαλε βάσιμο λόγο που τον εμπόδισε να το πράξει) και η γενική αξιοπιστία του είναι θεμελιωμένη, ενώ σε κάθε περίπτωση ισχύει το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Πάντως, η ως άνω διάταξη δεν αίρει την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να επικαλεσθεί ορισμένα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ικανά να στοιχειοθετήσουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής του στο προαναφερθέν προστατευτικό καθεστώς (πρβλ. ΣτΕ 1303/2012, 1078/2012, 3463-5/2011, 3459/2011, 2911-3/2011, 2640/2011, 2591-2/2011 κ.ά.). Ενόψει δε της φύσης και της σημασίας των διακυβευομένων αγαθών, σε περίπτωση αναγκαστικής επιστροφής του αιτήσαντος διεθνή προστασία αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής του, επιβάλλεται, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αίτησής του σε εξατομικευμένη βάση, η ενδελεχής εξέταση των προβαλλομένων, υπό την κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενη έννοια, ουσιωδών ισχυρισμών του και η ειδική και πλήρης αιτιολογία της τυχόν απορριπτικής του αιτήματός του απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 1303/2012, 1078/2012, 2512/2011, 1379/2011, 4154/2009, 3726/2009, 2534/2009, 817/2009, 1628/2007).»
Το βασικό στοιχείο της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης είναι ότι αμφισβητήθηκε από τις αρχές χωρίς νόμιμη αιτιολογία η αθεΐα του προσφεύγοντος πρόσφυγα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο ως άνω λόγος περί μη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος με το οποίο δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτούντος περί των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, τυγχάνει βάσιμος, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση με μη νόμιμη αιτιολογία απορρίφθηκαν, ως γενικόλογοι, αόριστοι και μη ερειδόμενοι σε προσωπικά βιώματα, οι εν λόγω ισχυρισμοί. Συγκεκριμένα: α) η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αιτών παρέθεσε μόνον έναν γενικό ορισμό για την έννοια της αθεΐας, χωρίς να παραθέσει βιωματικά στοιχεία της καθημερινότητάς του αναφορικά με την αποδοχή από τον ίδιο της προσωπικής θέσης του να μην πιστεύει σε καμία θρησκεία, δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι ο αιτών, κατά την προσωπική του συνέντευξη, ανέφερε αφενός συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκεκριμένα βιώματα που τον οδήγησαν στη σχετική επιλογή, αφετέρου συγκεκριμένες προσωπικές συνθήκες της καθημερινότητάς του, σχετιζόμενες με τις αθεϊστικές του πεποιθήσεις. Ειδικότερα, ο αιτών ανέφερε ότι ένας από τους βασικούς λόγους της επιλογής του να γίνει αθεϊστής ήταν τα φαινόμενα θρησκευτικής βίας στη χώρα καταγωγής του (συγκεκριμένα ανέφερε ότι στο Πακιστάν υπάρχουν «πολλοί τρομοκράτες, που καταστρέφουν την ανθρωπότητα μέσω της θρησκείας»), ενώ επικαλέστηκε συγκεκριμένο περιστατικό που έλαβε χώρα το έτος 2014 στην πόλη Pesawhar, κατά το οποίο εξτρεμιστές μουσουλμάνοι (ταλιμπάν) είχαν εισβάλει σε σχολείο και είχαν δολοφονήσει περίπου 135 παιδιά (περιστατικό το οποίο ελέγχθηκε ως αληθές κατά τη διενεργηθείσα εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου έρευνα), εκθέτοντας ταυτόχρονα ότι το εν λόγω περιστατικό τον έκανε να αναρωτηθεί «πως μια θρησκεία μπορεί να επιτρέψει να σκοτώνονται αθώες ψυχές, χωρίς να έχουν φταίξει σε κάτι».