Σβετλάνα Ισαχανιάν, 76 ετών, πήρε τον δρόμο της εξορίας, από το Ναγκόρνο Καραμπάχ προς την Αρμενία, με μοναδικές «αποσκευές» της ένα ζευγάρι πράσινες παντόφλες, ένα σακίδιο και το διαβατήριό της.
«Μόνο αυτά έχω. Δεν έχω κανέναν, δεν έχω συγγενείς στην Αρμενία, δεν ξέρω τι θα κάνω» λέει με απελπισία η ηλικιωμένη γυναίκα, μια από τους πρώτους πρόσφυγες που έφτασαν σήμερα στο μεθοριακό φυλάκιο του Κόρνιτζορ, όπου η αρμενική κυβέρνηση έχει στήσει ένα κέντρο υποδοχής.
Η Ισαχανιάν δείχνει στους δημοσιογράφους το πολύτιμο αρμενικό διαβατήριό της. Όπως και οι περισσότεροι από τους 120.000 κατοίκους του Ναγκόρνο Καραμπάχ, έχει δύο διαβατήρια: ένα κόκκινο, για τις τοπικές μετακινήσεις της, ένα μπλε για τα ταξίδια εκτός του θύλακα.
Καμιά δεκαριά ηλεκτρονικοί υπολογιστές λειτουργούν στο κέντρο υποδοχής. Οι εθελοντές καταγράφουν τα ονόματα και άλλα στοιχεία των προσφύγων. Την ίδια ώρα, μέλη του Ερυθρού Σταυρού παίζουν με τα μικρά παιδιά ή μοιράζουν τρόφιμα.
Η 76χρονη Σβετλάνα εξήγησε ότι το σπίτι της στο Στεπανακέρτ, την «πρωτεύουσα» του θύλακα, υπέστη ζημιές από τους βομβαρδισμούς κατά την επιχείρηση-αστραπή του Αζερμπαϊτζάν, την περασμένη εβδομάδα. Εκείνη όμως βρισκόταν στο μεθοριακό χωριό Εγτσαχόγ για να επισκεφθεί τον τάφο του γιου της. «Σκοτώθηκε στον πόλεμο τη δεκαετία του 1990, όταν βομβάρδισαν το χωριό», εξήγησε.
Στον πρώτο πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ (1988-1884) σκοτώθηκαν 30.000 άνθρωποι, στον δεύτερο, το φθινόπωρο του 2020, τα θύματα ήταν 6.500. Αυτήν τη φορά, η στρατιωτική επιχείρηση ολοκληρώθηκε μέσα σε 24 ώρες, με τις αυτονομιστικές δυνάμεις να παραδίδονται απέναντι στην υπεροπλία του Μπακού και το Γερεβάν να μην στέλνει στρατό για να μην εμπλακεί σε μια νέα σύρραξη στην περιοχή.
Η ηλικιωμένη γυναίκα περιέγραψε τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι του Στεπανακέρτ καθημερινά. «Το σπίτι μου καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. Οι άνθρωποι μαγειρεύουν έξω επειδή δεν υπάρχει πια ηλεκτρικό ρεύμα, μαγειρεύουν με ξύλα. Όσοι έρχονται από τα χωριά κοιμούνται έξω», αφηγήθηκε.
Μεταξύ των προσφύγων είναι και ο Σαμίρ, ένας αγρότης 28 ετών που δεν θέλησε να πει το επώνυμό του. Έφυγε από το χωριό του μαζί με τη σύζυγό του. «Τα άφησα όλα πίσω μου, τα ζώα μου, τα πάντα. Στην αρχή νομίζαμε ότι μπορούσαν να φύγουν μόνο οι κάτοικοι του Εγτσαχόγ, μετά μάθαμε ότι επιτρεπόταν και σε εμάς. Είχαμε 15 λεπτά για να φτιάξουμε βαλίτσες, δεν μπορέσαμε να πάρουμε τίποτα», είπε με απογοήτευση.
«Το χωριό ήταν περικυκλωμένο από τον αζέρικο στρατό. Δεν είχαμε ελλείψεις σε τρόφιμα, έχουμε λαχανόκηπους και ο Ερυθρός Σταυρός μας έστελνε αλεύρι», διαβεβαίωσε. «Όταν κατάλαβα ότι το Αρτσάχ (σ.σ. η αρμένικη ονομασία του Ναγκόρνο Καραμπάχ) ήταν αζέρικο αποφάσισα να φύγω επειδή κανείς Αρμένιος δεν μπορεί να ζήσει σε αζέρικη γη», συνέχισε, εξηγώντας ότι σκοπεύει να εγκατασταθεί σε μια περιοχή της Αρμενίας όπου έχει συγγενείς. Άφησε όμως πίσω του τον τάφο της 3χρονης κόρης του. «Δεν της είπα αντίο γιατί ελπίζω να ξαναγυρίσω», κατέληξε.