Η Αρλέτα που γνωρίσαμε

Η Αρλέτα που γνωρίσαμε

Σχεδόν πέντε χρόνια από την «αναχώρησή» της ο Γιώργης Χριστοδούλου ανοίγει το αρχείο της αισθαντικής καλλιτέχνιδας και μοιράζεται ιστορίες ζωής

Πέντε χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο της Αρλέτας και παραδόξως δεν είδαμε κανένα event αφιερωμένο στη μνήμη της. Καλύτερα, εδώ που τα λέμε… Στην Αρλέτα δεν άρεσαν τα μεταθανάτια αφιερώματα. Υπάρχει βέβαια μία μοναδική συναυλία που θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 11 Ιουλίου στο Θέατρο Ρεματιάς στο Χαλάνδρι. Την πρότεινε ο Γιώργης Χριστοδούλου, το πνευματικό παιδί της Αρλέτας, στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο, και ο Δήμος Χαλανδρίου αποδέχτηκε την πρόταση. Ο Γ. Χριστοδούλου είχε λόγους για να στήσει τη συναυλία στο συγκεκριμένο θέατρο: εκεί πρωτοείδε live την Αρλέτα τα καλοκαίρια του 1987 και του 1989 που είχε πάει με τους γονείς του, αλλά και τραγούδησαν μαζί το 1995. «Η συναυλία του ’89» θυμάται ο Γιώργης «είχε θεματική τα τραγούδια για το φεγγάρι. Η Αρλέτα είπε τραγούδια που δεν έλεγε συνήθως σε συναυλίες της, όπως αυτά από το “Romancero Gitano” του Θεοδωράκη σε ποίηση Λόρκα και κάποια του Χατζιδάκι».

Τα παιδικά γράμματα, τρυφερές αναμνήσεις

Η Αρλέτα άφησε πίσω της δώρα για τους οικείους της, τα οποία ακόμη ανακαλύπτουν στο αρχείο της. Επιστολές π.χ. γραμμένες σε άγνωστες εποχές, αφού δεν φέρουν ημερομηνία, προς τον κιθαρίστα Βασίλη Ρακόπουλο και άλλους στενούς συνεργάτες της. Μεταξύ αυτών και ένας φάκελος με τη σημείωση: «Γράμματα προς τον Γιώργη». Ο Γιώργης τονίζει την παρουσία της Αννας Σταματοπούλου στη ζωή της Αρλέτας, αφού ήταν η πιο πιστή φίλη της έως το τέλος και δεν έλειψε ούτε μία μέρα από δίπλα της. Εκείνη επίσης βρήκε στο αρχείο της καλλιτέχνιδας τα παιδικά γράμματα του Γιώργη Χριστοδούλου που είχε φυλάξει η ίδια. Σε ένα από αυτά τα γράμματα, από τον Αύγουστο του 1989, ο Γιώργης της έγραφε: «Σ’ ένα μήνα κλείνουμε τρία χρόνια από τη γνωριμία μας. Πού να ’ξερα ότι θα αντίκριζα τη μέλλουσα καλύτερη φίλη μου. Καλή επιτυχία στη συναυλία και δεν θα έρθω να σε ενοχλήσω μετά. Θα τα πούμε αύριο από το τηλέφωνο».

Η αλήθεια είναι πως η Αρλέτα αγαπούσε πολύ τα τηλεφωνήματα. Θυμάμαι κι εγώ να είμαι στο Παγκράτι πριν από δώδεκα χρόνια και να χτυπάει το σταθερό μου στη μία τη νύχτα. «Γεια σου, η Αρλέτα είμαι» την άκουγα να μου λέει με την ήρεμη σταθερή φωνή της και να αρχίζουν συνομιλίες που κρατούσαν έως τις τρεις τα χαράματα. Σε αυτά τα τηλεφωνήματα αλλά και στις πολλές συναντήσεις μας στο σπίτι της πλατείας Κυψέλης είχα την ευκαιρία να καταγράψω πολλές ιστορίες της.

Λίγοι γνωρίζουν ότι η πρώτη γνωριμία της Αρλέτας με τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ όπως τον έλεγαν τότε, είχε γίνει το 1981 στους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Λάκης είχε εμφανιστεί δίπλα της κρατώντας μια κίτρινη σακούλα με κασέτες και ένα κασετόφωνο που έπρεπε να του βάλεις οδοντογλυφίδα για να παίξει.

Η Αρλέτα πάντα άκουγε μουσική σε πολύ μεγάλη ένταση. Μπορεί να άκουγε τη μία Μάλερ και την άλλη Led Zeppelin – και στις δύο περιπτώσεις σειόταν ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο από την ένταση. Αγαπημένα της ξένα κομμάτια ήταν το «Tubular bells» του Μάικ Ολντφιλντ, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στον κινηματογραφικό «Εξορκιστή», και το «Walk on the wild side» του Λου Ριντ. Η ίδια έλεγε πως έκανε απίστευτα χιλιόμετρα στην Αγγλία των μέσων του ’70 ακούγοντας ξανά και ξανά τις συγκεκριμένες συνθέσεις. Ενα ελληνικό τραγούδι είχε ζηλέψει και θα ήθελε εκείνη να το είχε πει. Ηταν το «Κοπερτί» της Λένας Πλάτωνος από το «Σαμποτάζ», σε στίχους της Μαριανίνας Κριεζή.

Η… τρελή της Lyra και ο «Φρανκενστάιν»

Ο Γιώργης μου θυμίζει μια αστεία ιστορία που είχε συμβεί σε συναυλία της στη Λάρισα όπου παιδάκια πηγαινοέρχονταν και οι γονείς φωνασκούσαν – δεν ήταν ο πιο κατάλληλος χώρος για ακρόαση μουσικής. Στο διάλειμμα ο ηχολήπτης έβαλε μπουζούκια στη διαπασών. Πηγαίνει η Αρλέτα με μια κασέτα με Κιθ Τζάρετ στον ηχολήπτη και του λέει: «Βγάλε αυτά που ακούγονται και βάλε αυτό». Στη συνέχεια πετάχτηκε να πάρει τσιγάρα, γυρίζοντας, όμως, αυτοί που ήταν στην είσοδο δεν την αναγνώρισαν και δεν την άφηναν να περάσει. Στο μεταξύ, παντού υπήρχαν αφίσες της τις οποίες τους έδειχνε, μα αυτοί δεν την πίστευαν και της ζητούσαν εισιτήριο.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η ιστορία ενός αγγλόφωνου δίσκου που έκανε η Αρλέτα το 1975 και που ενδεχομένως να την οδηγούσε σε διεθνή καριέρα αν δεν την έκοβε ο Αλέκος Πατσιφάς της Lyra. Εκείνη τη χρονιά της είχε δώσει γη και ύδωρ για να συμμετάσχει στη θρυλική «Τρίτη ανθολογία» του Γιάννη Σπανού. Οι ορχήστρες ήταν ήδη γραμμένες και τα δικά της τραγούδια προορίζονταν για άλλη τραγουδίστρια, πιθανότατα για τη Σούλα Μπιρμπίλη, η οποία μόλις είχε φύγει στη Γαλλία. Η Αρλέτα συμφώνησε να μπει στην «Τρίτη ανθολογία» με δύο όρους: να της έδινε ο Πατσιφάς στούντιο για να γράψει ένα άλμπουμ με μπαλάντες αλά Τζόαν Μπαέζ στα αγγλικά και να κυκλοφορούσε από τη Lyra το «Ταξιδεύοντας», ένα δίσκο με δικές της συνθέσεις. Εγιναν και τα δύο, όμως για τον αγγλόφωνο δίσκο της προσέγγισαν τον Πατσιφά Ελβετοί παραγωγοί. Φοβούμενος τότε αυτός ότι θα του φύγει η Αρλέτα, είπε στους Ελβετούς πως η Αρλέτα είναι… τρελή που έχει μαζί του αποκλειστικό συμβόλαιο. Τελικά το άλμπουμ με την αγγλόφωνη Αρλέτα έμελλε να κυκλοφορήσει το 2010 με τίτλο «Demo».

Η Αρλέτα αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο. Εκανε παρέα με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και συζητούσαν για ταινίες του καιρού τους. Ο Γιώργης Χριστοδούλου θυμάται όταν είχαν δει μαζί στο σινεμά τον «Φρανκενστάιν» του Κένεθ Μπράνα με τον Ντε Νίρο. Οι παρατηρήσεις της ήταν πολύ ουσιαστικές: «Ξέρεις γιατί η ταινία είναι βουτηγμένη στον πάγο; Το νερό σε όλους τους πολιτισμούς συμβολίζει το συναίσθημα. Το ότι το δημιούργημα του Φρανκενστάιν, που προέκυψε άκρως συναισθηματικό, παγώνει στο τέλος, σημαίνει και το πάγωμα των συναισθημάτων του».

Κάποτε, όπως μου είχε αφηγηθεί ο Ηλίας Λιούγκος, τραγουδούσαν μαζί στο Καφεθέατρο της οδού Κοδριγκτώνος. Καθώς το ρεπερτόριο ήταν μοιρασμένο σε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, η Αρλέτα είπε στον κόσμο τη φοβερή ατάκα: «Ο Θεοδωράκης είναι ο πατέρας μας και ο Χατζιδάκις η μητέρα μας».

«Εχεις εσύ κάποια ιστορία να μου πεις για τη φίλη μας;» ρωτάω τον Γιώργη Χριστοδούλου λίγο προτού λήξει η κουβέντα μας. «Μια φορά είχε έρθει στο σπίτι μου. Μπαίνοντας, το πρώτο πράγμα που είδε στον διάδρομο ήταν ένα πορτρέτο της. “Α με έχεις φωτογραφία” σχολίασε. Αμέσως μετά πρόσεξε ένα άλλο πορτρέτο του Μάνου Χατζιδάκι πάνω στο πιάνο μου. Γυρνάει και μου λέει: “Δηλαδή έξω έχεις τη μητέρα σου και μέσα έχεις τον πατέρα σου”».

Ετικέτες

Documento Newsletter