Τα πανεπιστήµια σε όλο τον κόσµο έχουν τους µόνιµους καθηγητές των διάφορων βαθµίδων που διεξάγουν έρευνα και διδασκαλία αλλά και συµβασιούχους που καλούνται να καλύψουν κάποιο περιστασιακό διδακτικό κενό ή να διδάξουν ένα νέο γνωστικό αντικείµενο. Τα ελληνικά πανεπιστήµια είχαν πάντα περισσότερους συµβασιούχους από όσους θα έπρεπε λόγω της πενιχρής χρηµατοδότησης. Αλλά ενώ τα τελευταία χρόνια τα πράγµατα θα έπρεπε να γίνονται καλύτερα, αντιθέτως γίνονται χειρότερα.
Με τον ν. 4957/2022 από τις τάξεις των συµβασιούχων διδασκόντων, οι οποίοι πλέον ονοµάζονται «εντεταλµένοι διδασκαλίας», αποκλείονται οι δηµόσιοι υπάλληλοι, αφήνοντας έξω µεγάλο κοµµάτι έµπειρου προσωπικού (υγειονοµικοί, εκπαιδευτικοί κ.ά.). Μέχρι ένα σηµείο αυτό είναι κατανοητό για διάφορους λόγους (για να δοθούν ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν έχουν µόνιµη εργασία, να µην υπάρχουν προβλήµατα µε το ωράριο της πρώτης απασχόλησης κ.ο.κ.). Αλλά από ένα σηµείο και µετά το µέτρο λειτουργεί ως τροχοπέδη καθώς σε κάποιες ειδικότητες, και ειδικά στα περιφερειακά πανεπιστήµια, δεν είναι εύκολη η προσέλκυση επιστηµόνων µε υψηλά προσόντα που να µπορούν να ταξιδεύουν κάθε εβδοµάδα για το µάθηµα. Φυσικά, οι χαµηλές αµοιβές και η µεγάλη επισφάλεια βγάζουν εντελώς από τη συζήτηση την προοπτική µετεγκατάστασης καθώς κανείς δεν µετακοµίζει για µια σύµβαση τριών ή τεσσάρων µηνών.
Τα τελευταία χρόνια όµως συµβαίνει και κάτι άλλο. Οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις, αν όχι όλες, καλύπτονται όχι από τα χρήµατα του κρατικού προϋπολογισµού αλλά από το ΕΣΠΑ, µε το λεγόµενο «πρόγραµµα απόκτησης ακαδηµαϊκής εµπειρίας». Αυτή ήταν καλή κίνηση, αλλά ήρθε µε περιορισµούς που σταδιακά έγιναν ασφυκτικοί. Ενώ αρχικά απευθυνόταν σε νέους διδάκτορες, µε την έννοια ότι θα έπρεπε να έχουν αποκτήσει διδακτορικό έπειτα από µια συγκεκριµένη ηµεροµηνία, στις τελευταίες προκηρύξεις αποκλείονται, πέραν των δηµόσιων υπαλλήλων, και όσοι έχουν διδακτική προϋπηρεσία πάνω από τρία χρόνια. Και ενώ κι αυτό µπορεί να µοιάζει λογικό, καθώς τα τρία έτη προϋπηρεσίας είναι το ελάχιστο προσόν για διορισµό σε θέση επίκουρου καθηγητή, και πάλι υπάρχει µια παγίδα: προϋποθέτει ότι υπάρχουν πιστώσεις για νέες θέσεις καθηγητών, έτσι ώστε οι νέοι επιστήµονες να έχουν ευκαιρία να τις διεκδικήσουν. Ξέρουµε όµως ότι αυτό δεν συµβαίνει καθώς το υπουργείο δίνει τις νέες θέσεις µε το σταγονόµετρο ακόµη και όταν πρόκειται για αναπλήρωση θέσεων από συνταξιοδοτήσεις.
Εχουµε λοιπόν το παράδοξο από τη µια µεριά να εκπαιδεύουµε νέους επιστήµονες και να δίνουµε ευκαιρίες απόκτησης ακαδηµαϊκής εµπειρίας και από την άλλη να τους αποτρέπουµε από το να συνεχίσουν να εργάζονται στο αντικείµενο αυτό ακόµη και ως συµβασιούχοι. Σταδιακά οι άνθρωποι αυτοί θα αποµακρυνθούν από το δηµόσιο πανεπιστήµιο και η µόνη τους επιλογή για ακαδηµαϊκή καριέρα, αν βέβαια δεν φύγουν για το εξωτερικό όπως κάνουν οι περισσότεροι, θα είναι τα «ιδιωτικά πανεπιστήµια», τα γνωστά κολέγια. Τα δηµόσια πανεπιστήµια, τα οποία επιτελούν σηµαντικό έργο και καταφέρνουν να στέκονται σε ένα διεθνώς ανταγωνιστικό περιβάλλον, πρέπει να στηριχθούν. Πέραν των όποιων διορθωτικών κινήσεων στο καθεστώς των εντεταλµένων διδασκαλίας και σ’ αυτό της απόκτησης ακαδηµαϊκής εµπειρίας, πρώτη προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι η αύξηση της χρηµατοδότησης, η οποία εκτός των υποδοµών και της φοιτητικής µέριµνας θα πρέπει να περιλαµβάνει και τη χρηµατοδότηση θέσεων µόνιµης απασχόλησης για τους νέους επιστήµονες.
*Ο Παντελής Μπάγκος είναι καθηγητής και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.