Η επιστήμη οφείλει να μιλάει μόνο με αποτελέσματα. Χωρίς εικασίες και ερμηνείες, μόνο με την αυστηρότητα των δεδομένων. Η ερμηνεία είναι πολυτελής αυθαιρεσία της πολιτικής. Ανακοινώνει ας πούμε το επιστημονικό επιτελείο ότι έχουμε 60 νεκρούς λόγω του κορονοϊού.
Αυτό είναι ένα δεδομένο, το οποίο μάλιστα, όταν η πανδημία είναι σε εξέλιξη, η επιστήμη τουλάχιστον δεν θα τολμήσει να κάνει σημαία επιτυχίας. Και τότε έρχεται η πολιτική, η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη συγκεκριμένα, και λέει «έχουμε λίγους νεκρούς γιατί είμαστε ικανή κυβέρνηση και πήραμε μέτρα».
Βγάζει το τεφτέρι ο Χαρδαλιάς. Τόσους νεκρούς η Ιταλία, τόσους η Ισπανία, διά δέκα που είναι μικρότερη η Ελλάδα, πολύ καλά είμαστε. Απλή μέθοδος των νεκρών με νεκροφόρες και μνήματα. Και καλά ο Χαρδαλιάς που δεν μασάει, αλλά ο καθηγητής κ. Τσιόδρας τόλμησε και περιέγραψε με αριθμούς την επιτυχία. Είπε ότι επειδή πήραμε μέτρα και δεν είχαμε τη συμπεριφορά της Ισπανίας (τον Μητσοτάκη εννοεί φυσικά αλλά δεν χρησιμοποιεί το όνομα του θεού επί ματαίω) τελικώς δεν θρηνήσαμε 2.265 νεκρούς.
Ο επιστήμονας κ. Τσιόδρας, ο οποίος δεν μπορεί να μας πει με βεβαιότητα πόσα κρούσματα έχουμε και δυσκολεύεται ακόμη να ανακοινώσει πόσοι είναι οι διαπιστωμένοι νεκροί, ξέρει με ακρίβεια πόσοι ΘΑ ήταν αν δεν υπήρχε ο Μητσοτάκης να τον εμπιστευτεί ώστε να σωθούμε. Και γιατί να ήταν 2.265 οι νεκροί και όχι 2.235; Αλλά γιατί να ήταν 2.235 και όχι 10.000; Ναι, θα παίξουμε την κολοκυθιά με τον πόνο του κόσμου, δίνοντας επίφαση επιστημονικότητας σε μαντεψιές και ενορατικές προβλέψεις. Μόνο που πρόκειται για τον επιστήμονα Τσιόδρα και όχι για τον αστρολόγο Χορταρέα.
Τα μαθηματικά μοντέλα προβλέψεων χρησιμοποιούνται για να δούμε με βάση στοιχεία υπαρκτά και όχι ενορατικά πώς κινείται ένα φαινόμενο. Οχι για να βάλουμε υποθετικά νούμερα σε υποθετικά σενάρια για να πάρουμε ικανοποίηση και να εργαλειοποιήσουμε τον φόβο.
Για να κλείσω με τον καθηγητή Τσιόδρα και την προσωπική του ευθύνη: είτε το γνωρίζει είτε όχι, συμμετέχει σε ένα παιχνίδι που έχει στοιχεία εκτός από επιστήμη και από πολιτική, πράγμα το οποίο δεν τον τιμά. Οσο περνά ο καιρός, πάντα με προσωπική ευθύνη, ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ επιστήμης και επικοινωνίας, με ροπή προς έναν ρόλο δεξιού ψάλτη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Απόδειξη ήταν το πώς λειτούργησε σε ερώτηση του Documento για τον τρόπο που ο ΕΟΔΥ αντιμετωπίζει τα περιστατικά με τηλεφωνικές ιατρικές διαγνώσεις. Ο καθηγητής Τσιόδρας, προς τέρψη του Μητσοτάκη φυσικά, μας κατηγόρησε για κινδυνολογία.
Το συμπέρασμα λοιπόν επικοινωνιακά είναι ότι η Ελλάδα τα πάει μια χαρά. Μια χαρά τα πάνε και άλλες ανατολικές και βαλκανικές χώρες που δεν πήραν ιδιαίτερα μέτρα, αλλά δεν είναι του παρόντος. Αλλά για πείτε μου, αλήθεια, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη είχαμε όλοι συλλογική ευθύνη για την επέκταση του ιού, τώρα όμως που ενδέχεται να πάνε καλά τα πράγματα, η ευθύνη (ως επιτυχία) είναι προσωπική του πρωθυπουργού; Και τα δικά μας δικά μας και τα δικά σας του Μητσοτάκη.
Δεν πιστεύω ότι πάνε καλά τα πράγματα και αυτό δεν αφορά μόνο την πανδημία αλλά ό,τι θα ακολουθήσει. Υπάρχουν προβλέψεις για απώλεια έως και 35% του εγχώριου ΑΕΠ, ενώ είναι ήδη εμφανείς οι διαθέσεις των κυβερνώντων για το ποιοι θα κληθούν να την πληρώσουν.
Αυτό που συμβαίνει ωστόσο είναι απλό. Τα μέσα ενημέρωσης πήραν 11 εκατομμύρια ευρώ, τα κανάλια απαλλάχτηκαν από την καταβολή των χρημάτων για τις άδειες (περί τα 21 εκατ. ευρώ) και είναι έτοιμα ως ανταπόδοση να φιλοτεχνήσουν και την επιτυχία του Κυριάκου και την (καινούργια) ευθύνη του πολίτη που θα χρειαστεί να ανοίξει τρύπες στο ζωνάρι. Η δημοφιλία του Μητσοτάκη σύμφωνα με τα κανάλια είναι τεράστια και το 75% θεωρεί ότι πήρε τα σωστά μέτρα.
Αν λοιπόν αύριο κάποιος λέει για μάσκες που λείπουν και γιατρούς που νοσούν, θα του απαντούν «75% του κόσμου είναι με τον Μητσοτάκη». Αν συνεχίσει να λέει ότι η έλλειψη τεστ βάζει σε καραντίνα όλη τη χώρα και καταστρέφει την παραγωγική διαδικασία, θα απαντάνε ότι αν δεν ήταν ο Κυριάκος, θα είχαμε 10.834 νεκρούς. Απλά πράγματα. Η επικοινωνία βγάζει μπροστά σου το καρότο που πρέπει να κυνηγάς, μετατρέποντάς σε σε φοβισμένο κουνελάκι.
Δεν θα έχει καμιά σημασία αν υπάρχουν νεκροί ή έχει καταστραφεί η χώρα, γιατί αυτοί που θα κάνουν τον απολογισμό για την κοινή γνώμη, οι δημοσιογράφοι, θα είναι μπουκωμένοι. Και όπως είναι γνωστό, όταν τρώνε δεν μιλάνε. Δεν θα έχει σημασία αν υπάρχουν νεκροί, αφού θα είναι απολύτως δικαιολογημένοι ή λιγότεροι απ’ όσους περιμέναμε με βάση τα μοντέλα μαντεψιάς.
Η επικοινωνιακή ομοβροντία ήδη δουλεύει το επιχείρημα «τι θα παθαίναμε αν κυβερνούσε ο Τσίπρας». Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε ένα μεταφυσικό ερώτημα. Μπορούμε όμως να πούμε με ακρίβεια τι θα έκανε ο Μητσοτάκης αν ήταν στην αντιπολίτευση απέναντι στον Τσίπρα. Ο,τι έκανε στο Μάτι: θα χρέωνε κάθε αρνητική εξέλιξη που σχετίζεται με αντικειμενικές συνθήκες στον ίδιο τον Τσίπρα. Θα μέτραγε τα φέρετρα σε μια αριθμητική κανιβαλισμού και αθλιότητας, δείχνοντας τον Τσίπρα σχεδόν ως δολοφόνο. Αυτό θα έκανε, γιατί το έχει ξανακάνει.