Η απάντηση της Ιστορίας στον ανιστόρητο Κυριάκο

Η απάντηση της Ιστορίας στον ανιστόρητο Κυριάκο

Ο… ξεχασιάρης Μητσοτάκης στην υπηρεσία της «εθνικοφρόνου παρατάξεως»

«Δεν αποτελεί προνόμιο της Αριστεράς η Εθνική Αντίσταση» είπε ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής λίγο προτού ολοκληρωθεί η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση.

Πιστός στο δόγμα της ιστορικής αυτοπαγίδευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήκωσε αναίτια το γάντι και υπερασπίστηκε τους «εθνικόφρονες», παραγνωρίζοντας την ερμηνεία που απέκτησε ο όρος στη συλλογική συνείδηση εξαιτίας της δωσιλογικής τους δράσης στην Κατοχή. Πάρα ταύτα, αυτό που προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η αναφορά του στην εθνική συμφιλίωση.

«Είναι προσβολή να το λέτε μετά την εθνική συμφιλίωση, να επανέρχεστε σε στιγμές διχασμού. Γιατί, αυτή η παράταξη δεν είχε ανθρώπους που θυσιάστηκαν στην Εθνική Αντίσταση;» ήταν τα λόγια του πρωθυπουργού στον Αλέξη Τσίπρα.

Κανείς δεν αρνείται τον φόρο αίματος κι ας έδωσε η συντηρητική παράταξη τα «σπλάχνα» της στους κατακτητές, όπως έλεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης. Εύλογο όμως είναι το ερώτημα: για ποια συνεισφορά επαίρεται ο πρωθυπουργός σε σχέση με την εθνική συμφιλίωση; Μπορεί η Δεξιά διαχρονικά να αντιλαμβανόταν το παρελθόν ως ευμετάβλητη έννοια, η Ιστορία όμως παραμένει αμείλικτη μπροστά στον αναθεωρητισμό.

Η αναγνώριση

Στις 17 Αυγούστου 1982, ανήμερα της μαύρης επετείου του μπλόκου της Κοκκινιάς, άρχισε η συζήτηση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, με την ατμόσφαιρα στο κοινοβούλιο να είναι πολιτικά, ιστορικά και συγκινησιακά φορτισμένη. Τα ρεπορτάζ της εποχής με τα κατάμεστα θεωρεία αλλά ακόμη και τα άψυχα πρακτικά της συνεδρίασης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου άνοιξε τη διαδικασία, με την ομιλία του να διαπνέεται από συμβολισμούς, ενωτικό πνεύμα αλλά και την ανάγκη να αποδοθεί τιμή σε όσους «ξεχάστηκαν, εξαιρέθηκαν, διώχτηκαν». «Μέχρι σήμερα ισχύει ο χουντικός νόμος που αναγνώριζε ως Εθνική Αντίσταση αυτούς που πρόδιδαν τα παλικάρια, αυτούς που πολέμησαν την ενιαία Εθνική Αντίσταση πιο σκληρά απ’ ό,τι πολέμησαν τον κατακτητή» είπε και πρόσθεσε καταχειροκροτούμενος: «Δεν ήλθαμε εδώ για να διχάσουμε, πολύ περισσότερο δεν ήλθαμε για να δικάσουμε. Ο κύριος στόχος του νομοσχεδίου είναι η εθνική ενότητα. […] Δεν θα ακολουθήσουμε μια εγκληματική διασπαστική τακτική, όταν μπορούμε σήμερα, επιτέλους, να θυμόμαστε με σεβασμό, τιμή και συγκίνηση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ».

Η αποχώρηση της ΝΔ

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ επέλεξε να προκαλέσει ρήγμα στην ομοθυμία βγάζοντας έναν πύρινο αντικομμουνιστικό λόγο. Αρνήθηκε να δώσει συγχωροχάρτι –όπως είπε– στο ΚΚΕ, κατηγορώντας το ότι εργάστηκε ακόμη και για την εθνική τραγωδία του ’22. Πρότεινε δε για να μην αποχωρήσει η ΝΔ να γίνει διαλογή όσων συμμετείχαν στο ΕΑΜ και πρέπει να τιμηθούν για τη συνεισφορά τους στην Εθνική Αντίσταση.

Στη δευτερολογία του ο τότε πρωθυπουργός εξέφρασε τη θλίψη του που «ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως ανέβηκε στο βήμα για να ανασύρει από το παρελθόν το κλίμα του Εμφυλίου». Εκρινε επίσης ότι με τα λόγια του ο Ευάγγ. Αβέρωφ έδωσε την Εθνική Αντίσταση στο ΚΚΕ και εκτίμησε ότι με την αποχώρησή της η ΝΔ «τίθεται οριστικά στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας».

Στην ανταπάντησή του ο αρχηγός της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι όχι μόνο δεν χαρίζει την Εθνική Αντίσταση στο ΚΚΕ αλλά την αρνείται γιατί «είναι το μόνο το οποίο δεν έκανε αντίσταση», αφού «είχε αντεθνική δράση επί Κατοχής». Εν συνεχεία ανακοίνωσε την αποχώρηση της ΝΔ.

Ακολούθησαν οι τοποθετήσεις των Χαρ. Φλωράκη και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος διαχώρισε τη θέση του από τον Αβέρωφ. Ο γραμματέας του ΚΚΕ χαρακτήρισε πράξη υψίστης εθνικής σημασίας την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και αντέστρεψε πως συγχωροχάρτι πρέπει να δοθεί στη ΝΔ. Από την πλευρά του ο Π. Κανελλόπουλος υπογράμμισε ότι «και το ΕΑΜ πρέπει να αναγνωριστεί», με τον τότε υπουργό του ΠΑΣΟΚ Δημήτρη Τσοβόλα να σχολιάζει στο Documento πως πρόκειται για πράξη εξιλέωσης λόγω της αλήστου μνήμης δήλωσης του «Νέστορα» της πολιτικής για την παρομοίωση της Μακρονήσου με τον… Παρθενώνα.

Ο Γιώργος Σούρλας

Το Documento επικοινώνησε με τον Γιώργο Σούρλα, τότε βουλευτή της ΝΔ, που αναγνώρισε τη συνεισφορά της Αριστεράς στο έπος του ’40 και όχι μόνο, χαρακτηρίζοντας κρίσιμο τον παράγοντα της εθνικής ενότητας με βάση τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα σε χρόνο ενεστώτα.

Παράλληλα, ο Απόστολος Κακλαμάνης, τότε υπουργός Εργασίας, δήλωσε στο Documento ότι «βαθιά στη συνείδηση και τη μνήμη μου παραμένει η εικόνα της ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων. Και πρώτη η εικόνα των θεωρείων της Βουλής κατάμεστων από εκατοντάδες αγωνιστές, επιζώντες και συγγενείς πεσόντων στον υπέροχο εκείνο αγώνα του έθνους για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία. Επιτρέψτε μου τη διάκριση μεταξύ της αναγνώρισης το 1982 της Εθνικής Αντίστασης και της λεγόμενης “εθνικής συμφιλίωσης” του 1989 μεταξύ Δεξιάς (Κων/νου Μητσοτάκη) και Αριστεράς (Λ. Κύρκου και Χ . Φλωράκη). Η πρώτη αποτελούσε ιστορικό καθήκον της πολιτείας που εκκρεμούσε επί μια 40ετία από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, που εξεπλήρωσε το 1982 η δημοκρατική και σοσιαλιστική –και όχι κατ’ όνομα αριστερή– κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ) με αρμόδιο υπουργό τον Γιώργο Γεννηματά. Η πρωτοβουλία εκείνη αποτελούσε και εθνική ανάγκη για την κατάργηση του τεχνητού διαχωρισμού των Ελλήνων σε α΄ και β΄ κατηγορίας.

Αντίθετα η πρωτοβουλία “εθνική συμφιλίωση” Δεξιάς και Αριστεράς το 1989 ήταν η επιχείρηση χάραξης νέων διαχωριστικών γραμμών μεταξύ “καθαρών” Ελλήνων υπό τους “αρχαγγέλους” εκείνης της “κάθαρσης” και της υπό “κάθαρση” παράταξης του ΠΑΣΟΚ!».

Σχετικά με την αποχώρηση της ΝΔ είπε: «Δεν επιθυμώ αναξέοντας πληγές, κάτι που, όπως διαπίστωσα από την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, συνεχίζεται από ορισμένες τουλάχιστον πλευρές, να επαναφέρω σήμερα αρνητικές στιγμές και του τότε κοινοβουλίου. Είναι καιρός να κοιτάξουμε μπροστά».

Documento Newsletter