Η άνοδος των τιμών των πρώτων υλών υπονομεύει την ανάκαμψη

Η συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών δυσκολεύει την ζωή των μικρών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών παγκοσμίως και προβληματίζει τις ρυθμιστικές αρχές που δεν μπορούν πλέον να τις αγνοούν.

Ο κόσμος δεν έχει δει τόσο επίμονη αύξηση σε τόσα διαφορετικά προϊόντα από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, και πριν από αυτή την δεκαετία του 1970. Η ξυλεία, ο σίδηρος, και ο χαλκός έχουν αγγίξει επίπεδα ρεκόρ, ενώ το καλαμπόκι, η σόγια και το σιτάρι έχουν ανέβει στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και οχτώ χρόνια. Το πετρέλαιο έφτασε το υψηλό δύο χρόνων.

Η Παγκόσμια Τράπεζα, στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τις αγορές πρώτων υλών, αναφέρει ότι οι τιμές των καυσίμων αναμένονται να είναι κατά μέσο όρο 33% υψηλότερες φέτος απ’ ότι το 2020, με την τιμή του πετρελαίου να κυμαίνεται στα $56 το βαρέλι. Οι τιμές των μετάλλων αναμένεται να ανέβουν κατά 30% και οι τιμές των αγροτικών προϊόντων κατά 14%. Οι τιμές σχεδόν όλων των προϊόντων είναι τώρα πάνω από το επίπεδο προ της πανδημίας, με την ώθησή τους να οφείλεται στην ανακάμπτουσα οικονομική δραστηριότητα και σε ορισμένους ειδικούς παράγοντες προσφοράς, όπως για το πετρέλαιο, το χαλκό και κάποια φαγώσιμα προϊόντα.

Υπό κανονικές συνθήκες, οι οικονομολόγοι δεν ανησυχούν για τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων, καθώς είναι ευμετάβλητες και αποτελούν ένα μικρότερο μέρος από τον δείκτη τιμών καταναλωτή σε σχέση πχ με το κόστος στέγασης.  Όμως τα περιθώρια κέρδους των μεταπρατών συρρικνώνονται εξ αιτίας των αυξήσεων των τιμών των πρώτων υλών. Επίσης, τα νοικοκυριά πληρώνουν πιο φουσκωμένους λογαριασμούς για υπηρεσίες και χρειώδη, με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται η αγοραστική τους δύναμη. Στις φτωχότερες χώρες, μερικοί πολίτες δεν καλύπτουν ούτε τις βασικές ανάγκες τους.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών: από την υψηλή καταναλωτική ζήτηση μέχρι το «μποτιλιάρισμα» των αλυσίδων προσφοράς. Από την άλλη πλευρά, πολλοί οικονομικοί αναλυτές πιστεύουν ότι  αποτελεί πολιτική επιλογή  από τις κυβερνήσεις στις ΗΠΑ και αλλού στον κόσμο να «υπερθερμάνουν» την οικονομία με επιπλέον οικονομική στήριξη από όση χρειάζεται για να εξασφαλίσουν την έξοδο από το οικονομικό αδιέξοδο που προκάλεσε η πανδημία.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να αποφασίσουν το κατά πόσο μπορούν να συνεχίσουν να παραβλέπουν τις αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων, μαζί με άλλα σημάδια υψηλότερου πληθωρισμού, ή αν πρέπει να κινηθούν ταχέως για να μειώσουν τη ζήτηση μέσω της αύξησης των επιτοκίων ή άλλων κινήσεων. Τη δεκαετία του 1970, πολλές χώρες έδωσαν προτεραιότητα στις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη αντί να ελέγξουν τις τιμές καταναλωτή κατά τη διάρκεια μιας σειράς κρίσεων του πετρελαίου, με αποτέλεσμα να παρουσιάσουν υψηλό πληθωρισμό.

Η Βραζιλία, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν ήδη «σφίξει τα λουριά» καθώς αυξάνονται οι τιμές των βασικών προϊόντων.

Αξιωματούχοι σε άλλες κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρέμειναν αδιάλλακτοι. Σε μια εκδήλωση τον περασμένο μήνα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν υποστήριξε ότι η υψηλή ανεργία θα συμβάλει στη διατήρηση του πληθωρισμού υπό έλεγχο.

Για πρώτη φορά μετά την κρίση πριν από το 2008, η άνοδος των τιμών των πρώτων υλών  σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για τον πληθωρισμό. Το ράλι θα έχει επίσης πολιτικό αντίκτυπο. Με το πετρέλαιο να φτάνει τα $75 το βαρέλι, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία επιστρέφουν στην πρωτοπορία της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας. Η έκρηξη των τιμών είναι επίσης μια ανεπιθύμητη εξέλιξη για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που αντιμετωπίζουν την κλιματική κρίση: η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών θα κάνει τη μετάβαση πιο ακριβή.

Η Κίνα, που βασίζεται στις εισαγωγές πρώτων υλών για να τροφοδοτήσει εκατομμύρια εργοστάσια και εργοτάξια, είναι τόσο νευρική που η κυβέρνηση προσπάθησε να χαμηλώσει τις τιμές με το ζόρι, απειλώντας με ποινές τους κερδοσκόπους και απελευθερώνοντας στρατηγικά αποθέματα. Λειτούργησε σε κάποιο βαθμό – ο χαλκός έχει εγκαταλείψει όλα τα κέρδη του φέτος – αλλά οι τιμές σε όλο τον τομέα παραμένουν υψηλές: το σιδηρομετάλλευμα εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά σε επίπεδα ρεκόρ, οι τιμές του χάλυβα των ΗΠΑ έχουν τριπλασιαστεί φέτος, το κάρβουνο έχει αυξηθεί σε υψηλό 13 ετών και οι τιμές του φυσικού αερίου βρίσκονται σε άνοδο.

Ετικέτες