Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τις δύο διαφορετικές υπογραφές στη διάταξη αρχειοθέτησης του Άδωνη Γεωργιάδη, για τις οποίες το documentonews.gr είχε δημοσιεύσει από το μεσημέρι της Παρασκευής επικαλούμενο πηγές της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος ότι πρόκειται για «αβλεψία και όχι παρανομία» και στην ουσία ορθή επανάληψη της πράξης αρχειοθέτησης επειδή έλειπε μία σελίδα.
Διαβάστε επίσης: Πηγές Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος στο Documento: «Αβλεψία οι δύο υπογραφές στην πράξη αρχειοθέτησης Γεωργιάδη»
Στην ανακοίνωση της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος επιβεβαιώνει ότι πρόκειται περί ορθής επανάληψης της πράξης αρχειοθέτησης κάτι που, όπως επισημαίνεται είναι «σύνηθες γεγονός», ενώ υπογραμμίζει «ότι το γεγονός αυτό επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην αρχή του κειμένου και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γνήσια βούληση του συντάκτη της εν λόγω διάταξης, την ορθότητα και τη νομιμότητα της ενέργειάς του αυτής, στο βωμό της δημιουργίας εντυπώσεων». Επίσης κάνει αναφορά σε δηλώσεις πολιτικών προσώπων περί «αυτοβελτίωσης» της δικαιοσύνης, ώστε να καταστεί ταχύτερη η απονομή της και τη δήθεν αντίθεση των δικαστικών ενώσεων σ’ αυτό».
Τα ζητήματα που προκύπτουν
Ωστόσο από την ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος προκύπτουν τέσσερα ζητήματα θεσμικού χαρακτήρα. Καταρχήν πως η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει ότι πρόκειται για «ορθή επανάληψη», κάτι το οποίο δεν αμφισβητούμε, δίχως να έχει υπάρξει επίσημη ενημέρωση από την Οικονομική Εισαγγελία. Μήπως έχει στη διάθεσή της δικαστικά και εισαγγελικά έγγραφα που το αποδεικνύουν;
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με την ίδια αυτή καθαυτή την ανακοίνωση. Η ενημέρωση των πολιτών πρέπει να γίνεται μέσω επίσημων απαντήσεων από τους εμπλεκόμενους κάθε φορά θεσμούς, υπηρεσίες και πρόσωπα. Στην προκειμένη περίπτωση, απαντήσεις οφείλει να δώσει ως ένδειξη σεβασμού στην πληροφόρηση ο εισαγγελέας που υπογράφει τη διάταξη. Κάτι τέτοιο θα αποδείξει άλλωστε και ευαισθησία στην ανάγκη ενημέρωσης του κοινού.
Το τρίτο ζήτημα αφορά στο ότι η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος είναι συνδικαλιστικό όργανο και υπό αυτή την έννοια θα έπρεπε να ασχολείται με τα προβλήματα που ανακύπτουν στον κλάδο και όχι σε κάθε εισαγγελέα κάθε περίπτωση.
Το τέταρτο ζήτημα αφορά στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία είναι ένα ζητούμενο και όπως όλοι γνωρίζουν δεν είναι δεδομένο σε κάθε διαδικασία στη Δικαιοσύνη, Σύμφωνα δε με τον καθηγητή ποινικού Δικαίου Ιωάννη Μανωλεδάκη, «η δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι κατ ακριβολογία ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αλλά ανεξαρτησία του δικαστή. Ο κάθε δικαστής επιβεβαιώνει ή διαψεύδει τη δικαστική ανεξαρτησία».
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος:
«Με αφορμή δηλώσεις πολιτικών προσώπων και αναφορές στον τύπο περί δήθεν ύπαρξης «θέματος θεσμικής τάξης» κατά την αρχειοθέτηση, από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, υπόθεσης εν ενεργεία υπουργού και περί δήθεν “ύποπτης” διόρθωσης της διάταξης αρχειοθέτησης, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, επισημαίνει ότι σε περίπτωση που, μετά την έκδοση εισαγγελικής διάταξης, διαπιστωθεί ότι έχουν εμφιλοχωρήσει σ’ αυτή, από παραδρομή, επουσιώδη σφάλματα συντακτικά ή λάθη κατά την εκτύπωση του κειμένου (γεγονός σύνηθες, όπως συνέβη και εν προκειμένω), από τα οποία δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται κατά περιεχόμενο η διάταξη, ο Εισαγγελέας που την εξέδωσε, νόμιμα, καθόσον αυτό προβλέπεται ρητά στον κώδικα ποινικής δικονομίας για τις δικαστικές αποφάσεις, προβαίνει αυτεπάγγελτα σε διόρθωση και ορθή επανάληψή της. Στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός αυτό επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην αρχή του κειμένου και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γνήσια βούληση του συντάκτη της εν λόγω διάταξης, την ορθότητα και τη νομιμότητα της ενέργειάς του αυτής, στο βωμό της δημιουργίας εντυπώσεων. Διαβεβαιώνουμε για πολλοστή φορά ότι οποιαδήποτε ιδιότητα εμπλεκόμενου σε υπόθεση, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει και δεν αποτελεί για τον εισαγγελέα κριτήριο για ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείρισή του. Τονίζουμε δε ότι η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και καλούμε και πάλι όλους τους κοινωνικούς εταίρους να κατανοήσουν τη σημασία της και να τη θωρακίσουν έμπρακτα.
Επίσης με αφορμή και πάλι δηλώσεις πολιτικών προσώπων, περί ανάγκης «αυτοβελτίωσης» της δικαιοσύνης, ώστε να καταστεί ταχύτερη η απονομή της και τη δήθεν αντίθεση των δικαστικών ενώσεων σ’ αυτό, επισημαίνουμε ότι οι δικαστικοί
και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν τη δικαιοσύνη με αφοσίωση, αναλώνοντας τις δυνάμεις τους, ώστε να ανταποκρίνονται στο δύσκολο έργο τους , όπως και στη βελτίωση των χρονικών ορίων και των συνθηκών απονομής της. Ως Ε.Ε.Ε έχουμε υποβάλλει επανειλημμένα συγκεκριμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Για το διαχρονικό πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, δεν ευθύνονται οι δικαστές και εισαγγελείς ,ούτε οι δικαστικές ενώσεις τους, στις οποίες έντεχνα γίνεται προσπάθεια να αποδοθεί αυτή και υπενθυμίζουμε ότι στο πρόβλημα αυτό, πέραν των άλλων, την τελευταία διετία συνέβαλε η κατ’ ουσίαν αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας, όταν εκδικάζονταν ελάχιστες επείγουσες και μόνο υποθέσεις. Η ανάδειξη των προβλημάτων στο χώρο της δικαιοσύνης και οι προτάσεις για βελτίωση της κατάστασης, προϋποθέτουν σε βάθος μελέτη, κριτική προσέγγιση και κυρίως αποφυγή εξαγωγής ατεκμηρίωτων συμπερασμάτων. Οι συνεχείς ευκαιριακές νομοθετικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος δεν επέφεραν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και η πολιτεία πρέπει να συνδράμει κατά τρόπο αποτελεσματικό προς το σκοπό αυτό.
Εκφράζουμε τη βαθιά μας λύπη για το γεγονός ότι, με αφορμή τα συγκεκριμένα ζητήματα, η Δικαιοσύνη γίνεται και πάλι αντικείμενο δημόσιων δυσμενών σχολίων, με αρνητικές συνέπειες για το κύρος και την αξιοπιστία της».