Η ανάγκη για μια νέα ηθική στον ψηφιακό μετασχηματισμό

Η ανάγκη για μια νέα ηθική στον ψηφιακό μετασχηματισμό

Η Ελλάδα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα σημαδεύτηκε από την άνευ ορίων κατασκευή υποδομών από μεγάλες κοινοπραξίες εταιρειών. Οι υποδομές αυτές μέσα από αναθεωρήσεις μελετών και προϋπολογισμών –και φυσικά μέσα από ένα όργιο σπατάλης και υπερτιμολόγησης– «μετασχημάτισαν» την εικόνα της χώρας, αλλά υπονόμευσαν σε βαθμό πτώχευσης τα οικονομικά θεμέλιά της. Γεγονός που οδήγησε σε μια δεκαετή κρίση χρέους που εξελίχθηκε σε δεκαετή υστέρηση στον κρίσιμο τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού, που αποτελεί την παγκόσμια υποδομή της οικονομίας και των υπηρεσιών. Το πρόβλημα είναι ότι με τα αθέμιτα υπερκέρδη της Ελλάδας των υποδομών χρηματοδοτήθηκε το 2019 η παλινόρθωση του καθεστώτος που πτώχευσε την Ελλάδα. Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η νοοτροπία ανάθεσης και υπερτιμολόγησης των έργων με επιτελική επιλογή Μητσοτάκη επανέρχεται και χειραγωγεί τη δημιουργία των ψηφιακών υποδομών που αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα οποιασδήποτε χώρας διεκδικεί πρωταγωνιστική θέση στον σύγχρονο κόσμο.

Είναι θέμα δημοκρατίας αλλά και όρος επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας να απαλλαγούμε οριστικά από τις πτωχευτικές και αδιαφανείς πρακτικές. Προϋπόθεση αυτής της αλλαγής νοοτροπίας είναι η πολιτική αλλαγή, καθώς έπειτα από τριάμισι χρόνια νεοσυντηρητικής διακυβέρνησης είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να αλλάξει λογική το σημερινό καθεστώς των καρτέλ και του αθέμιτου πλουτισμού. Η πτώχευση δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση. Πρωτίστως έχει ηθική διάσταση επειδή εμπεδώνει στην κοινωνία μια αίσθηση ματαιότητας αναφορικά με την ελπίδα ενός διαφανούς και δίκαιου δημόσιου βίου.

Με αυτά τα δεδομένα και αν παραμερίσουμε τα επικοινωνιακά προπετάσματα καπνού περί δήθεν τεχνολογικού και ψηφιακού άλματος επί θητείας του κ. Πιερρακάκη, δηλαδή του αρμόδιου για τις «σύγχρονες υποδομές» υπουργού, θα διαπιστώσουμε ότι το μοντέλο ανάθεσης των δημόσιων έργων και η καθολική αδιαφάνεια υπονομεύουν την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Στην πραγματική ζωή η μετατροπή του χαρτιού σε «dummy data» (φωτογραφία του χάρτινου εγγράφου) δεν καταργεί τη γραφειοκρατία, απλώς την ψηφιοποιεί. Αποτελεί επιτακτική ανάγκη το κράτος να ηγηθεί όχι μόνο του ψηφιακού άλματος, αλλά μιας ολιστικής αναθεώρησης του μοντέλου ζήτησης και απόκτησης ψηφιακών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαίες οι εξής τομές:

Ψηφιακό άλμα

Παγκοσμίως το δημόσιο αποτελεί τον μεγαλύτερο έμμεσο ή άμεσο εργοδότη στην οικονομική δραστηριότητα. Πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι χώρες μετασχηματίζονται και προοδεύουν υπηρετώντας το εθνικό τους σχέδιο μέσα από το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων. Με αυτή την παραδοχή κρίνεται κατεπείγουσα η ανάγκη εμπλουτισμού του ανθρώπινου δυναμικού του δημοσίου με επιστήμονες αυξημένων προσόντων, οι οποίοι αφενός θα κατανοούν και θα βελτιστοποιούν την οικονομική και κοινωνική διεργασία και αφετέρου θα αλληλεπιδρούν επί ίσοις όροις με τις εταιρείες-παρόχους οι οποίες ήδη διαθέτουν στελέχη υψηλής κατάρτισης.

Ρύθμιση της αγοράς αναθέσεων

Δεδομένου ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός έχει απορροφήσει και συνεχίζει να απορροφά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, οφείλουμε ως χώρα να νομοθετήσουμε κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, που θα μεταφέρουν τους πόρους από τη σφαίρα του μονοπωλίου στο πεδίο δράσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ανάπτυξης λογισμικού και πληροφορικών συστημάτων, δηλαδή σε αυτούς που, ενώ αποδεδειγμένα μπορούν, δεν βρίσκουν ζωτικό χώρο επιβίωσης στο περιβάλλον των στρεβλώσεων που συντηρεί το τρίπτυχο επιτελικό κράτος – τράπεζες – πολυεθνικές. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει άμεσα να μπούμε στην εποχή κατηγοριοποίησης των έργων και της διασφάλισης ίσης πρόσβασης των επιχειρήσεων μέσα από διαφανείς διαγωνισμούς κι ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα υποστηρίζει το νέο, δίκαιο περιβάλλον κατανομής του δημόσιου χρήματος. Με απλά λόγια, το ίδιο το κράτος θα μεριμνά για την υποχρεωτική σύμπραξη μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων στα έργα υψηλού προϋπολογισμού και την εισαγωγή κανόνων ανάθεσης κατόπιν διαγωνισμού για τα έργα μικρότερης κλίμακας που αποδεδειγμένα μπορούν να διεκπεραιώσουν με επιτυχία μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό θα σημάνει τη μετάβαση σε μια εποχή πολυπολικής αγοράς. Η χώρα μας οφείλει να συνδυάζει τη νέα εποχή ψηφιακών υποδομών με ένα νέο κύκλο αύξησης της ελληνικής παραγωγικής συμμετοχής στην όλη διαδικασία.

Αλλαγή κατεύθυνσης

Η Ελλάδα οφείλει να μπει στην εποχή που κάθε ψηφιακό έργο βρίσκεται σε διαρκή μετασχηματισμό και εξέλιξη και μ’ αυτό τον τρόπο να τερματιστεί το φαινόμενο «μέχρι να παραδοθεί ένα ψηφιακό έργο είναι ήδη παρωχημένο». Με λίγα λόγια, χρειάζεται να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο συντάσσονται τα τεύχη των δημόσιων διαγωνισμών και να λαμβάνουν υπόψη ότι «οι υποδομές του 21ου αιώνα» (τα ψηφιακά έργα) απαιτούν διαρκή συντήρηση και επικαιροποίηση, σε αντίθεση με τις υποδομές του 20ού αιώνα. Προκειμένου να αναβαθμίσει την ψηφιακή του ταυτότητα ο κρατικός μηχανισμός απαιτείται να σχεδιάσει ο ίδιος και να οργανώσει ένα νέο και ασφαλές ψηφιακό περιβάλλον. Σε αυτήν τη διαδικασία δεν αρκεί η αγορά έτοιμων λύσεων, καθότι αυτές αφενός είναι ελλιπείς για την επίτευξη της συνολικής ψηφιακής μετάβασης, αφετέρου είναι δεσμευτικές απέναντι στις εταιρείες-παρόχους ως προς την υποστήριξη των υπηρεσιών. Επίσης τα τελευταία τρία χρονιά έχει αποδειχτεί πολλές φορές κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο ότι δεν διασφαλίζεται η αποφυγή συγκέντρωσης προσωπικών μας δεδομένων για εμπορική χρήση.

Μια κοινωνία, η οποία σε πλανητική κλίμακα κρατά στο χέρι ένα κινητό με το οποίο διενεργεί το 90% των συναλλαγών της, μας υποχρεώνει να πείσουμε τους πολίτες της χώρας ότι κρατούν στο χέρι τους ένα νέο κράτος που είναι ικανό να τους καταστήσει πρωταγωνιστές και όχι παρίες του σύγχρονου κόσμου.

*Η Μάγκυ Δούση είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία

Documento Newsletter