Η αμεροληψία – ανεξαρτησία του δικαστή και η ποιότητα της δικαιοσύνης σε κατάσταση κινδύνου

Διανύουμε μια περίοδο, στην οποία η Δικαιοσύνη βρίσκεται και πάλι στο στόχαστρο της κοινωνίας, πλήττεται σοβαρά η αμεροληψία και η ανεξαρτησία της και επιχειρείται για μια ακόμη φορά η εργαλειοποίησή της από την πολιτική εξουσία.

Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία της πλήττεται, τον τελευταίο καιρό, από μια κοινωνία που ασκεί πίεση στη δικαστική εξουσία, μη αφήνοντας τη να απονείμει το δίκαιο βάσει του νόμου και με τρόπο αμερόληπτο και φυσικά με την βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, γεγονός που καταλύει, από κάθε άποψη, βασικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων και το τεκμήριο αθωότητος. Λαμβάνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξελισσόμενη σήμερα υπόθεση των τριών παιδιών της Πάτρας, με μια κοινή γνώμη σαφώς επηρεασμένη από τα στοιχεία που διαρρέουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διερωτάται κανείς ποιά δίκαιη δίκη θα έχει η κατηγορούμενη, όταν οι μεν δικαστικοί λειτουργοί θα κληθούν να δικάσουν με μια κοινή γνώμη που βοά και απαιτεί και οι, δε, ένορκοι που θα επιλέγουν, αναμφισβήτητα θα προέρχονται από τους πολίτες που έχουν ήδη διαμορφώσει άποψη επί του θέματος και έχουν ήδη προκαταβάλει την όποια απόφασή τους;

Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του δικαστή πλήττεται ακόμα και από την ίδια την πολιτική εξουσία, καθώς, με τις τελευταίες αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο Δικαστής αντί να ελέγχεται από ανώτερους του, θα ελέγχεται εμμέσως και θα αξιολογείται από ομάδες συσταθείσες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ήτοι από την Κυβέρνηση. Πέραν, όμως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του Δικαστή, η οποία πλήττεται στις μέρες μας, πλήττεται παράλληλα και η ίδια η ποιότητα της Δικαιοσύνης.

Με αφορμή την πρόσφατη επιστολή που εστάλη σε όλα τα Πρωτοδικεία της χώρας, με την οποία διατυπώθηκε σύσταση όπως όλες οι υποθέσεις του Νόμου 3869/2010 επαναπροσδιοριστούν να  συζητηθούν ενώπιον των Ειρηνοδικείων της χώρας σε δικασίμους εντός του τρέχοντος έτους, αλλά και της θέσπισης του άρθρου 3Α του Ν. 3869/2010, βάσει του οποίου δίνεται το δικαίωμα κατανομής των υποθέσεων μεταξύ των ειρηνοδικείων της εφετειακής περιφέρειας, ανοίγει ένα μεγάλο κεφάλαιο, που θα πρέπει να μας απασχολήσει και δεν είναι άλλο από την απάντηση στα εξής  ερωτήματα:

Ποιά είναι η απονομή δικαιοσύνης  που επιθυμούμε; Αυτή που είναι ταχεία εις βάρος της ποιότητας της ή αυτή που είναι ποιοτική, έστω και αν αυτή καθυστερεί;

Η άποψη μου φυσικά δεν θα μπορούσε να ταυτίζεται με καμία από τις παραπάνω επιλογές. Η δικαιοσύνη, άλλωστε, για να απονέμεται ορθώς και αποτελεσματικώς, θα πρέπει να είναι εξίσου ταχεία, όσο και ποιοτική. Αυτό σημαίνει ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης υφίσταται μόνον, εφόσον  υπάρχει μια έστω στοιχειώδης ισορροπία μεταξύ της ταχύτητας και της ποιότητας της δικαιοσύνης, σε σημείο δηλαδή που δεν θα θυσιάζεται η ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης στο βωμό της επιτάχυνσης της, αλλά ούτε και το αντίστροφο.

Στην υφιστάμενη κατάσταση των Ειρηνοδικείων της χώρας, όπου τα πινάκια όλων των διαδικασιών είναι ήδη υπερφορτωμένα και οι χρεώσεις των Ειρηνοδικών  ιδιαιτέρως υψηλές, μια σύσταση προς εκδίκαση όλων των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 εντός του τρέχοντος έτους, θα οδηγήσει σε ανυπέρβλητα προβλήματα σε πολλά επίπεδα και συγκεκριμένα,

Α) Θα επιφέρει προβλήματα στη λειτουργιά των Ειρηνοδικείων, καθότι θα τα θέσει σε μια διαδικασία ακόμα μεγαλύτερης επιβάρυνσης από την ήδη υπάρχουσα.

Β)Θα επιφέρει μεγαλύτερες καθυστερήσεις στον προσδιορισμό υποθέσεων άλλων διαδικασιών (πχ νέας τακτικής διαδικασίας, ειδικών διαδικασιών κτλ), οι οποίες, σε περίπτωση που ακολουθηθεί η πρακτική του επαναπροσδιορισμού όλων των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 εντός του τρέχοντος έτους, είναι προφανές και εύλογο ότι θα προσδιορίζονται μήνες αργότερα από ό,τι θα προσδιορίζονταν κανονικά ή ακόμα και σε δικασίμους  του επόμενου έτους.

Γ) Και το πιο βασικό από όλα, η απονομή της δικαιοσύνης θα απολέσει την ποιότητα της, μιας και ο φυσικός Δικαστής θα κληθεί στο όνομα  της επιτάχυνσης της διαδικασίας να θέσει εκ των πραγμάτων σε δεύτερη μοίρα την ποιότητα των αποφάσεων που θα εκδώσει επί των συγκεκριμένων υποθέσεων, αλλά και των λοιπών υποθέσεων που θα επηρεάσει αναγκαστικά η κατάσταση αυτή, γεγονός που θα αποτελούσε ύψιστο κίνδυνο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας, καθώς η Δικαιοσύνη, όσο γρήγορα και αν αποδίδεται, πρέπει να παραμένει ποιοτική. Ο ευσυνείδητος, δε, δικαστικός λειτουργός, υπό αυτές τις συνθήκες, θα βρεθεί σε ένα ύψιστο ηθικό δίλημμα. Από τη μια να συμμορφωθεί στην επιταγή της επιτάχυνσης, η οποία επιβάλλεται ή τουλάχιστον προτείνεται, άκριτα και χωρίς να συνυπολογίζονται τα στατιστικά στοιχεία των συνολικών εκκρεμών υποθέσεων εκάστου Δικαστηρίου, θυσιάζοντας την αντίληψη του περί ορθής και ποιοτικής απονομής της Δικαιοσύνης  και από την άλλη πλευρά να εμμείνει στα πιστεύω του, αγνοώντας τις ανωτέρω επιταγές με κίνδυνο ίσως και της υπηρεσιακής του κατάστασης και εξέλιξης.

Κανείς δεν λέει ότι οι υποθέσεις πρέπει να λιμνάζουν ή ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει να αποδίδεται όσο πιο  γρήγορα γίνεται. Αυτό όμως που θα έπρεπε να γίνει, κατόπιν αντιμετώπισης του προβλήματος της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης συνολικά, βάσει όλων των δεδομένων που ισχύουν και αντιμετωπίζοντας το θέμα αυτό στην πηγή του.

Στη χρονική αυτή στιγμή, οι Ειρηνοδίκες της χώρας έχουν επωμιστεί ήδη ένα μεγάλο βάρος εκδίκασης των  υποθέσεων του Ν. 3869/2010, που είναι μυριάδες, χωρίς αυτό να είναι το μοναδικό αντικείμενο υποθέσεων που εκδικάζονται ενώπιον τους, λαμβανομένου υπόψιν ότι εξίσου πολυάριθμες είναι και οι υποθέσεις των άλλων διαδικασιών, αλλά και λαμβανομένου υπόψιν των όλο αυξανόμενων αρμοδιοτήτων προς προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες τους, όπως αυτή του εισηγητή πτώχευσης, όπως αυτή προβλέπεται με το νέο πτωχευτικό νόμο. Συνεπώς, η πιο ορθή και εμφανής λύση για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης δεν είναι η συνεχής υπερφόρτωση των ήδη υπαρχόντων Ειρηνοδικών, αλλά η αύξηση των οργανικών τους θέσεων, έτσι ώστε να μπορεί να επιτευχθεί στην πράξη η πολυπόθητη επιτάχυνση της δικαιοσύνης με τρόπο ρεαλιστικό και με τέτοιο τρόπο που θα διασφαλίζεται ότι η ποιότητα της δικαιοσύνης θα μένει πάντοτε άθικτη.

Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του Δικαστή πρέπει να διαφυλάσσεται σαν κόρη οφθαλμού και η ποιότητα της Δικαιοσύνης εξίσου. Η Δικαιοσυνη, εξάλλου, είναι αυτή,  στην οποία βασίζεται ολόκληρο το εποικοδόμημα ενός κράτους δικαίου και είναι αυτή που διαφοροποιεί ένα πολιτισμένο και ευνομούμενο κράτος από τη ζούγκλα και την αναρχία.