Σε όλα τα εγχειρίδια πολιτικής σκέψης υπάρχει μια διάκριση η οποία μας λέει: Η νομοθετική εξουσία έχει την αρμοδιότητα της ψήφισης των νόμων του Κράτους, η εκτελεστική εξουσία διακατέχεται από την ευθύνη να ασκεί τη διακυβέρνηση του κράτους και να εκτελεί τους ψηφισμένους νόμους από το κοινοβούλιο και η δικαστική εξουσία έχει την υποχρέωση να ερμηνεύει τους νόμους και να προστατεύει από τις αυθαιρεσίες της εκτελεστικής λειτουργίας τους πολίτες. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (ήδη από τον Μοντεσκιέ που εισήγαγε τη διαίρεση των εξουσιών στο Πνεύμα των Νόμων) εκφράζει τη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες και την ορθή κατανομή τους, προσάγοντας έτσι την αρχή του Κράτους Δικαίου και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
Τι έχει συμβεί όμως με την ελληνική πραγματικότητα και όχι μόνο βέβαια με την ελληνική πραγματικότητα; Αλλά ας εξετάσουμε την ελληνική περίπτωση. Από την εποχή των μνημονίων έως και την περίοδο της πανδημίας η δικαστική εξουσία όλο και περισσότερο πολιτικοποιείται και η εκτελεστική εξουσία όλο και περισσότερο ποινικοποιεί (ας θυμηθούμε τι συνέβαινε τις μέρες της πανδημίας με τα νομοθετικά διατάγματα της κυβέρνησης).
Ζούμε ένα πολύπτυχο φαινόμενο αλληλοπεριχώρησης των εξουσιών μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας παρά το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης έχει προνοήσει τη διαίρεση των εξουσιών. Το συγκεκριμένο φαινόμενο της αλληλοπεριχώρησης μεταξύ των δύο εξουσιών αφήνει απέξω την κοινωνική λειτουργικότητα η οποία γίνεται δευτερεύων στόχος γιατί πρωτεύων στόχος γίνεται η συντήρηση του συστήματος. Φαίνεται όμως ότι η αλληλοπεριχώρηση των δύο εξουσιών (εκτελεστικής – δικαστικής εξουσίας) να ενισχύει την εσωτερική λειτουργία της ισορροπίας του συστημικής ωφέλειας. Όταν όμως η εκτελεστική και δικαστική εξουσία αλλάζουν προτεραιότητες και κατευθύνσεις τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Το καθήκον της δικαστικής εξουσίας είναι να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία ως προς τη συνταγματική νομιμότητα της. Επιπλέον δε θα πρέπει η δικαστική εξουσία να γίνεται παρακολούθημα ή πηγή νομιμοποίησης και θεμελίωσης των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας.
Προκύπτει έτσι ένα θέμα από τη σχέση των δύο εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία η οποία εξελίσσεται σε κρατική αυθεντία με τη συνεπικουρία της δικαστικής εξουσίας απαλλάσσεται έτσι να επικυρώνεται από τη βούληση του δέκτη, δηλαδή του πολίτη και αυτό γιατί η δικαστική εξουσία αποδίδει τη νομιμότητα των επιλογών της.
Εδώ ακριβώς θεμελιώνεται και ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας. Γιατί ο έλεγχος που θα πρέπει να ασκεί στην εκτελεστική εξουσία, δε θα είναι μόνο ένας έλεγχος διαπιστωτικής επιθεώρησης ως προς το γράμμα του νόμου, δηλαδή της ολίγιστης αποδοτικότητας, ή των σχετικοποιημένων παραλείψεων ή παρατυπιών, ακόμη θα λέγαμε δε θα πρέπει να είναι μόνο των αρμοδιοτήτων που φθάνουν να αγγίζουν χαμηλόβαθμους διοικητικούς παράγοντες, αλλά ένας έλεγχος σε επίπεδο ουσίας και απόδοσης ευθυνών όσο υψηλά και αν φθάνουν. Η μακρά παράδοση της δικαστικής εξουσίας τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα, έχει αναδείξει λαμπρά παραδείγματα δικαστικών λειτουργών οι οποίοι ανανέωσαν και αναμόρφωσαν τη δικαστική εξουσία και κυρίως δε συμβιβάστηκαν με την εκτελεστική εξουσία.
Εκείνο που δεν αποξενώνεται ποτέ από τη δικαστική εξουσία, είναι ότι επειδή η δημοκρατία ορίζεται ως πολιτικό σύστημα το οποίο λειτουργεί ως αέναη διαδικασία νομιμοποίησης, εκεί οφείλει η δικαστική εξουσία να αναδείξει τον αυξημένο προσανατολισμό του ελέγχου της.
Διαβάστε επίσης:
Τέμπη: Σκηνοθετημένη φωτογραφία στη δικογραφία καταγγέλλει ο Λακαφώσης (Video)
Ας μην τρελαινόμαστε, απλά να το συνηθίσουμε