Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί τις τελευταίες εβδομάδες για την περιβόητη αύξηση του ορίου χρέους των ΗΠΑ στα αμερικανικά Μέσα. Το δημόσιο ουσιαστικά έχει… ταβανιάσει το πόσο μπορεί να δανειστεί και οι αγορές αλλά και κυβερνητικοί αξιωματούχοι σημαίνουν παντοιοτρόπως καμπανάκια κινδύνου για μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών, που μπορεί να έρθει ακόμη και την 1η Ιουνίου. Μακριά όμως από τα φώτα της δημοσιότητας μια άλλη κρίση χρέους σαρώνει την αμερικανική οικονομία. Πάνω από 236 επιχειρήσεις έχουν κάνει επίκληση του άρθρου 11 περί χρεοκοπίας και στάσης πληρωμών, ενώ το 2023 αναμένεται να είναι το έτος με τις περισσότερες χρεοκοπίες από το 2010. Φυσικά, τη νύφη την πλήρωσαν οι εργαζόμενοι, αφού οι εταιρείες που έβλεπαν τα βράχια να πλησιάζουν με τρομακτική ταχύτητα προχώρησαν σε κύματα απολύσεων για να μειώσουν το εργατικό κόστος πριν από το… μοιραίο. Ο καιρός του εύκολου χρήματος στις ΗΠΑ έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αφού το χρέος που ανέλαβαν με ευνοϊκούς όρους τον καιρό της πανδημίας, όταν η κατανάλωση ήταν επίσης ισχυρότερη χάρη στις κυβερνητικές επιδοματικές πολιτικές, πλέον είναι ασήκωτο μετά τις απανωτές αυξήσεις επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα, η οποία σε ένα κρεσέντο μονεταριστικής ορθοδοξίας προσπάθησε να κάνει το χρήμα ακριβότερο ώστε να χαλιναγωγήσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Ετσι έσπειρε νομισματικούς ανέμους και θερίζει θύελλες χρεοκοπίας. Και με τους Ρεπουμπλικάνους να έχουν στυλώσει τα πόδια στις διαπραγματεύσεις για το όριο χρέους, ζητώντας περικοπές δημόσιων δαπανών σε αντάλλαγμα για τη σύμφωνη γνώμη τους, το χαμηλό βαρομετρικό στην αμερικανική οικονομία αναμένεται να επιδεινωθεί.