Η αλήθεια πίσω από τις κοινοτοπίες

Η αλήθεια πίσω από τις κοινοτοπίες

Ανάπτυξη για όλους, εργασία για όλους, ίσες ευκαιρίες, εταιρική κοινωνική ευθύνη, όλοι μαζί μπορούμε, ο Τύπος είναι πυλώνας της δημοκρατίας και άλλες κοινοτοπίες κατακλύζουν τον δημόσιο λόγο. Λέξεις και συνθήματα με εγγενή θετικότητα χρησιμοποιούνται ακατάπαυστα από πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες και γενικότερα όσους κατέχουν θέσεις ευθύνης. Και αυτό φυσικά δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία.

Για παράδειγμα στις Κάννες γιορτάζεται κάθε χρόνο η δημιουργικότητα (Φεστιβάλ Cannes Lions). Και όμως η συντριπτική πλειονότητα των διαφημίσεων εξακολουθεί να αναπαράγει στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον τρόπο ζωής και τις ανθρώπινες ανάγκες. Στις περισσότερες διαφημίσεις εμφανίζονται ετερόφυλα και λευκά ζευγάρια με οικονομική άνεση και καλλίγραμμα κορμιά που ετοιμάζονται να ζήσουν υπέροχα Χριστούγεννα και καλοκαιρινές διακοπές. Τα «Φιλαράκια» (Friends) που αποτελούνται από μια παρέα χαριτωμένων λευκών που σπανίως εργάζονται εξακολουθούν να είναι η πιο δημοφιλής τηλεοπτική σειρά διεθνώς.

Διάφορες έρευνες στον χώρο της νευροεπιστήμης τονίζουν ότι τα στερεότυπα και οι προκατασκευασμένες αντιλήψεις λειτουργούν ως μηχανισμοί (αυτο)επιβεβαίωσης και ψυχολογικής σταθερότητας. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν και μηχανισμούς νάρκωσης, καθώς αποτρέπουν τη δημιουργικότητα και την κριτική σκέψη. Με άλλα λόγια, δεν βοηθούν τους ανθρώπους να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει.

Τι γίνεται, όμως, όταν η ίδια η πραγματικότητα αναγκάζει τους ανθρώπους να σκεφτούν περισσότερο; Οταν πραγματικά περιστατικά έρχονται να ανατρέψουν την επίπλαστη ψυχολογική σταθερότητα των ψευδαισθήσεων και της τρυφηλής ενατένισης του κόσμου; Πώς οι φορείς των κοινοτοπιών που καλύπτουν όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, της δημοσιογραφίας και του επιχειρείν προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στη νέα κατάσταση; Η απάντηση είναι συνήθως περισσότερη προπαγάνδα, περισσότερες κοινοτοπίες και περισσότερα κλισέ.

Η στυγερή δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ σχεδόν ένα χρόνο πριν αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Για τους «New York Times» η δολοφονία του Φλόιντ προκαλεί ίσως το πιο μαζικό κύμα διαδηλώσεων που γνωρίζει ποτέ η Αμερική. Τα ΜΜΕ ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τα θέματα των διακρίσεων υπό το βάρος των μαζικών κινητοποιήσεων του κινήματος Black Lives Matter και, κατά προέκταση αυτού, με την αστυνομική βία και τις διογκωμένες ανισότητες κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ. Το θέμα παίρνει παγκόσμιες διαστάσεις και ξεσπούν διαμαρτυρίες σε δεκάδες χώρες. Η ένταση σταδιακά μεταφέρεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αρχίζουν μεταξύ άλλων να εμφανίζονται επώνυμες καταγγελίες για τις περιορισμένες ευκαιρίες πρόσληψης και σεβασμού των μαύρων, όπως και των γυναικών και των μειονοτήτων, από τις επιχειρήσεις.

Τα επιτελεία της πολιτικής επικοινωνίας και των εταιρικών δημόσιων σχέσεων αντιδρούν αμέσως με δηλώσεις, καμπάνιες και χρηματοδοτήσεις οργανισμών και ταμείων για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και την καταπολέμηση του ρατσισμού. Από τη Nike μέχρι τις Amazon, Google και Spotify, όλες σχεδόν οι εταιρείες και οι οργανισμοί επιδίδονται σε ένα εκτεταμένο woke washing προσπαθώντας να πείσουν τους πολίτες ότι στέκονται απέναντι στον ρατσισμό ενώ συνεχίζουν τις ίδιες παλιές πρακτικές.

Γιατί την ίδια περίοδο δημοσιεύονται τρομακτικά στοιχεία για την αγορά εργασίας. Μόλις το 20% των μεγάλων πολυεθνικών έχει διευθύνοντα σύμβουλο γυναίκα, ενώ στη λίστα Fortune 500 εντοπίζονται μόλις πέντε μαύροι CEOs. Το δε εισόδημα των μαύρων στις ΗΠΑ αντιστοιχεί μόλις στο 50% του εισοδήματος των λευκών και κυμαίνεται στα επίπεδα της δεκαετίας του 1950.

Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στο πεδίο αυτό τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, την ίδια ώρα που σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO) η πανδημία οδήγησε στην ανεργία πάνω από 500 εκατομμύρια εργαζόμενους. Οι εργατικές ομοσπονδίες της AFL-CIO και της SEIU πηγαίνουν την κυβέρνηση Τραμπ στα δικαστήρια για πλημμελή εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ εξυμνεί τον ρόλο των συνδικάτων που έχτισαν τη μεσαία τάξη και κάνει μια ομιλία που χαρακτηρίζεται ως ξεκίνημα μιας πολιτικής επανάστασης, στον αντίποδα όσων τόνισε στην αντίστοιχη ομιλία του ο Ρίγκαν το 1987 («η κυβέρνησή μας είναι πολύ μεγάλη και δαπανηρή»).

Οι επιχειρήσεις όμως δεν ακολουθούν. Προτείνουν προγράμματα ευεξίας (well-being) και ισότιμης συμπερίληψης στην αγορά εργασίας (diversity at work). Και πάλι με όρους marketing εφαρμόζουν πολιτικές αποτροπής της κοινωνικοποίησης της εργασίας (συνδικαλιστική δράση), όπως στην περίπτωση της Amazon. Δεν χρειάζονται άλλωστε τα συνδικάτα, γιατί οι εργοδότες και οι φιλάνθρωποι καπιταλιστές ξέρουν καλύτερα. Αυτοί θα προσφέρουν την ευεξία και τις επαγγελματικές ευκαιρίες που χρειάζονται οι εργαζόμενοι.

Οσο για τη χώρα μας, ο φόβος της ανεργίας κατατρέχει διαχρονικά τους εργαζόμενους και οι καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας είναι περιορισμένες. Η κυβέρνηση επιτίθεται στα συνδικάτα, προτείνει ατομική διευθέτηση του χρόνου εργασίας και υφαρπάζει τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα η τελευταία φορά που πραγματοποιήθηκε γενικευμένη συλλογική μείωση των χρονικών ορίων εργασίας ήταν το 1984 επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Το 2021 η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που αρέσκεται στα κλισέ και ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι, έρχεται να βάλει ταφόπλακα ακόμη και στους ελάχιστους (όταν τηρούνται) όρους της κείμενης εργατικής νομοθεσίας για τον χρόνο εργασίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αντισταθεί σε αυτό. Οφείλει όμως και να απαντήσει δίχως κοινοτοπίες τι προτείνει για τον χρόνο εργασίας, για τη συνδικαλιστική παρουσία στους χώρους εργασίας και για τα φαινόμενα νεποτισμού και διακρίσεων όχι μόνο στο δημόσιο, αλλά και στις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.

Documento Newsletter