Η αλήθεια για τα οικονομικά στοιχεία του γ΄ τριμήνου του 2021

Η αλήθεια για τα οικονομικά στοιχεία του γ΄ τριμήνου του 2021

Οι εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για την οικονομική μεγέθυνση (ανάπτυξη) το τρίτο τρίμηνο του 2021 βγήκαν στη δημοσιότητα. Μετά τις παλινωδίες και διορθώσεις προηγούμενων εκτιμήσεων, με αποκορύφωμα τη διόρθωση της εκτίμησης για την ύφεση το 2020 σχεδόν κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από -8,2% σε -9%) τον Οκτώβριο του 2021, η σχετική ανακοίνωση ήταν πιο σεμνή. Συγκεκριμένα, την εκτίμηση για οικονομική μεγέθυνση 13,4% έναντι του γ΄ τριμήνου του 2020 ακολουθεί σχεδόν μια ολόκληρη σελίδα διατύπωσης επιφυλάξεων και προειδοποιήσεων. Ετσι, αυτήν τη φορά η ΕΛΣΤΑΤ επισημαίνει ότι τα στοιχεία αντανακλούν «τις επιπτώσεις και τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας» το 2020 και ότι «τα στοιχεία αναμένεται να αναθεωρηθούν όταν καταρτιστούν και ανακοινωθούν τα στοιχεία για το 4ο τρίμηνο του 2021».

Παρ’ όλα αυτά αξίζει να δούμε τι κρύβεται πίσω από την αναμφίβολα εντυπωσιακή μεγέθυνση 13,4%. Σε λεφτά το 13,4% μεταφράζεται σε αύξηση του τριμηνιαίου ΑΕΠ κατά 6,1 δισ. ευρώ (44,8 δισ. 2020, 50,9 δισ. 2021). Από αυτά, τα 3 δισ., δηλ. το 50%, είναι αύξηση της κατανάλωσης (από 40,1 πήγε 43,1 δισ.). Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 0,5 δισ. και η δημόσια κατανάλωση κατά 0,5 δισ. Συνολικά, η δημόσια κατανάλωση έχει αυξηθεί κατά 1,5 δισ. το εννεάμηνο. Η μεταβολή της δημόσιας κατανάλωσης αφορά επί το πλείστον τις δαπάνες για τον εμβολιασμό του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, κοντά στο 1,3% της ανακοινωθείσας μεγέθυνσης αφορά έκτακτες δημόσιες δαπάνες που θα σταματήσουν μαζί με τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς που τις χρηματοδοτούν. Η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, από την άλλη πλευρά, έχει ξεπεράσει εκείνη του γ΄ τριμήνου του 2019. Δεδομένου ότι η κατανάλωση είναι κοντά στο 85% του ΑΕΠ του γ΄ τριμήνου, προφανώς δεν μπορεί να στηρίξει παραπέρα την οικονομική μεγέθυνση.

Τα υπόλοιπα 3 δισ. που συμπληρώνουν τη μεταβολή του ΑΕΠ προέρχονται από τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω της σχετικής ανάκαμψης του τουρισμού. Συγκεκριμένα, ενώ το ισοζύγιο του γ΄ τριμήνου του 2020 ήταν ελλειμματικό κατά 1,1 δισ. ευρώ, το αντίστοιχο του 2021 είναι πλεονασματικό κατά 2,7 δισ. ευρώ. Αυτό είναι και το πιο αισιόδοξο μήνυμα των δημοσιευμένων στοιχείων. Ομως αν συγκρίνουμε τα στοιχεία με εκείνα του 2019, η αισιοδοξία περιορίζεται. Ο λόγος είναι ότι το πλεόνασμα του γ΄ τριμήνου του 2019 ήταν κοντά στα 5 δισ. και αυτό δεν οφείλεται σε υψηλότερες εξαγωγές αλλά σε σημαντικά χαμηλότερες εισαγωγές. Με δυο λόγια και με δεδομένο τον πληθωρισμό, η μεγέθυνση λόγω αυξημένων τουριστικών εσόδων μοιάζει χλωμή. Σε πληθωριστικές συνθήκες οι τουρίστες δεν προτιμούν προορισμούς με «σκληρό νόμισμα» όπως η Ελλάδα.

Το απογοητευτικό στοιχείο είναι εκείνο των επενδύσεων. Παρόλο που η ΕΛΣΤΑΤ μετέβαλε σημαντικά τα «εποχικά διορθωμένα στοιχεία» των ακαθάριστών επενδύσεων χωρίς να εξηγήσει γιατί, η πραγματικότητα δεν κρύβεται. Οι ακαθάριστες επενδύσεις στα μη «διορθωμένα» στοιχεία εμφανίζουν μείωση 500 εκατ. ευρώ και αποτελούν μόλις το 10,6% του ΑΕΠ. Ολα αυτά μάλιστα ύστερα από δώδεκα χρόνια κρίσης, στη διάρκεια των οποίων οι «καθαρές επενδύσεις» (ακαθάριστες επενδύσεις μείον αποσβέσεις και απομειώσεις αξίας) είναι αρνητικές.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε ότι η συνολική μισθοδοσία των εργαζομένων είναι στα περσινά επίπεδα της πανδημίας και χαμηλότερα από το 2019 ενώ το «ακαθάριστο πλεόνασμα», ένα μέγεθος που αντιστοιχεί περίπου στα κέρδη «προ φόρων τόκων και αποσβέσεων» του ιδιωτικού τομέα, είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο του 2019, έχουμε την πλήρη εικόνα. Αυτή είναι ότι το μοντέλο των φοροαπαλλαγών και της συνακόλουθης ενίσχυσης της κατανάλωσης της ΝΔ έχει εξαντλήσει τα περιθώριά του. Η χώρα, δεδομένης και της αύξησης των επιτοκίων, βαδίζει στη στασιμότητα σε συνθήκες εντεινόμενης ανισότητας.

Ο Νίκος Στραβελάκης είναι οικονομολόγος ΕΚΠΑ

Documento Newsletter