Η συζήτηση για την άνοδο της ακροδεξιάς γίνεται εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια: από τότε που ο Jörg Heider στην Αυστρία και ο Jean-Marie Le Pen στη Γαλλία σημείωσαν τις εκλογικές επιτυχίες τους. Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν καμία ευρωπαϊκή χώρα -της Σκανδιναβίας και του Νότου, που θεωρούνταν εξαιρέσεις, περιλαμβανομένων- όπου η Ακροδεξιά να μην έχει τουλάχιστον υπολογίσιμη εκλογική παρουσία.
Τι είναι αυτό που κάνει σήμερα τη διαφορά και δικαιολογεί τον τίτλο αυτού του άρθρου; Το πρώτο στοιχείο είναι ότι πια η Ακροδεξιά όχι απλά βρίσκεται στην κυβέρνηση (αυτό έχει ξανασυμβεί), αλλά αφ’ ενός είναι ο ισχυρότερος εκλογικά παίκτης με τον οποίο η υπόλοιπη Δεξιά σπεύδει να συνεργαστεί, αφ’ ετέρου αυτό δεν συμβαίνει σε κάποιες ασταθείς δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά σε δύο εμπεδωμένες μεγάλες δυτικές δημοκρατίες, όπως η Σουηδία και η Ιταλία.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας γενικότερης στροφής της «παραδοσιακής» (κεντρο)Δεξιάς και συνολικά των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τον αυταρχισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τραμπ αναδείχθηκε μέσα από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ το Fidesz του Victor Orban ήταν μέχρι πρότινος μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Αυτή η στροφή δεν αφορά μόνο τις «ακραίες» περιπτώσεις. Συντελείται αθόρυβα, αλλά αισθητά παντού: Στην Ισπανία, η υπερσυντηρητική κυβερνήτης της Μαδρίτης, η «Ισπανίδα Trump», είναι στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος και όχι του Vox, ενώ στη Γαλλία η καταστολή και η νομοθετική περιστολή δικαιωμάτων προωθείται από τον -κεντρώο- Macron και όχι από την Le Pen. Όσο για την Ελλάδα; Από τους «Μακεδονομάχους» και την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, μέχρι τις απειλές στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, τις θεωρίες περί εσωτερικού εχθρού και βέβαια τις παρακολουθήσεις και την κατρακύλα της ελευθεροτυπίας, η χώρα μοιάζει όλο και περισσότερο σε αυταρχικά καθεστώτα.
Κάποιοι -καλόπιστα ή (συνηθέστερα) μη- ελπίζουν στη «θεσμική εξημέρωση» της Ακροδεξιάς. Η τριβή με τους θεσμούς και την καθημερινή πολιτική θα κάνει, λένε, την Ακροδεξιά λιγότερο ριζοσπαστική. Ουδέν ψευδέστερο, όπως ξέρουμε από την ελληνική εμπειρία. Οι νεοναζί όχι μόνο δεν «εξημερώθηκαν», αλλά χρησιμοποίησαν ποικιλοτρόπως την παρουσία τους στους θεσμούς για να ενισχύσουν την εγκληματική τους δράση.
Αν λοιπόν κάποιος μπορεί να σταματήσει την Ακροδεξιά, αυτή δεν είναι παρά η Αριστερά, με την ευρύτατη δυνατή έννοια του όρου. Με τρεις αλληλένδετους τρόπους.
Πρώτον, ανασυνθέτοντας σε έναν σύγχρονο πολιτικό και προγραμματικό λόγο την υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων και των αναγκών τους, ειδικά σε συνθήκες πρωτόγνωρης κρίσης, με το λόγο περί δικαιωμάτων και τους αγώνες για μια ανοιχτή κοινωνία. Όπως η λαϊκότητα της Αριστεράς δεν έχει καμία σχέση με τον ακροδεξιό λαϊκισμό, έτσι και ο φιλελευθερισμός της δεν έχει καμία σχέση με έναν ελιτίστικο κοσμοπολιτισμό.
Δεύτερον, με την παρουσία της στο κοινωνικό πεδίο. Σε κάθε γειτονιά και κοινωνικό χώρο, φροντίζοντας να μην αφεθεί κανένας στο περιθώριο, αφού, ως γνωστόν, εκεί που αποτυγχάνει η αλληλεγγύη, φυτρώνει το μίσος για τον Άλλο. Αλλά και σε κάθε κίνημα που υπερασπίζεται ελευθερίες και δικαιώματα και αμφισβητεί το νέο ασφυκτικό πλαίσιο.
Τρίτον -ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο, όπως αποδείχτηκε στην Ιταλία, αλλά και πριν λίγους μήνες στη Γαλλία- επιτυγχάνοντας την ενότητα. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τις διαφορές μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων εντός του προοδευτικού χώρου, θα έπρεπε να αναζητούνται περισσότερο τα πεδία σύγκλισης.
Άλλωστε, αν κάτι απέδειξαν οι προηγούμενες μέρες και το Ευρωπαϊκό Φόρουμ των Αριστερών, Προοδευτικών και Πράσινων Δυνάμεων στην Αθήνα είναι ότι υπάρχει πολύς χώρος για συγκλίσεις αλλά και κοινές πρωτοβουλίες σε μια σειρά μεγάλες προκλήσεις της εποχής: από την ειρήνη και την ασφάλεια, μέχρι τον κοινωνικό και οικολογικό μετασχηματισμό των οικονομιών μας και την αλληλεγγύη, τους φεμινιστικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες ή τις διεκδικήσεις της νεολαίας και των ανθρώπων του πολιτισμού. Το μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου είναι αυτή η τάση να γίνει πιο συγκεκριμένη, να αποκτήσει σάρκα και οστά. Τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε κάθε χώρα ξεχωριστά.
Δανάη Κολτσίδα, μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, επικεφαλής Διεθνών & Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς