Η ακριβή ενέργεια τρέφει τον πληθωρισμό

Η ακριβή ενέργεια τρέφει τον πληθωρισμό

Ομοιότητες με την πετρελαϊκή κρίση του 1970 έχει η νέα ενεργειακή κρίση που άρχισε μετά την έναρξη του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, αλλά παρουσιάζει και διαφορές

Κατά την έναρξη του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, που έστειλε τις τιμές του πετρελαίου στα 120 δολάρια το βαρέλι και του φυσικού αερίου σε πάνω από τα 150 ευρώ τη μεγαβατώρα, πολλοί διεθνείς οργανισμοί, από το ΔΝΤ έως τις παγκόσμιες επενδυτικές τράπεζες, δημοσίευσαν αναλύσεις περί νέας ενεργειακής κρίσης και έκαναν παραλληλισμούς με τη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 που είχε οδηγήσει σε μια δεκαετία οικονομικής στασιμότητας, υψηλής ανεργίας και υψηλού πληθωρισμού.

Πράγματι, ανάμεσα στην πετρελαϊκή κρίση του 1970 και τη σημερινή κατάσταση υπάρχουν αρκετές ομοιότητες, σημαντικές διαφορές αλλά κι ένα μείζον κοινό στοιχείο που ταλαιπωρεί τον κόσμο κι αυτό είναι ο υψηλός πληθωρισμός.

Νομισματική αναταραχή και οικονομική αστάθεια

Στο υπόβαθρο του μεγάλου πληθωριστικού κύματος της δεκαετίας του 1970 ήταν η αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό, κίνηση στην οποία προχώρησαν οι Αμερικανοί επειδή είχαν δημιουργήσει τεράστια ελλείμματα κατά τη χρηματοδότηση του πολέμου του Βιετνάμ και είχαν καταλήξει να τυπώνουν απεριόριστο χρήμα. Η κίνηση αυτή σήμαινε τη ρήξη του μεταπολεμικού οικονομικού συστήματος του Μπρέτον Γουντς κι έφερε νομισματική αναταραχή και οικονομική αστάθεια.

Αφετηρία όμως της πετρελαϊκής κρίσης που ξεσήκωσε το μεγάλο κύμα πληθωρισμού ήταν ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973, όταν Αίγυπτος και Συρία, εξοπλισμένες από τη Σοβιετική Ενωση, επιτέθηκαν στο Ισραήλ για να πάρουν πίσω τα εδάφη τους που είχε καταλάβει το Τελ Αβίβ στον πόλεμο του 1967. Οι δυο χώρες πριν ξεκινήσουν την επίθεσή τους είχαν έρθει σε συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία για να υποστηρίξει διπλωματικά την προσπάθεια. Ετσι, όταν οι ΗΠΑ παρενέβησαν στη σύγκρουση εξοπλίζοντας το Ισραήλ τα αραβικά κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ, με πρόταση της Σαουδικής Αραβίας, προχώρησαν σε επιβολή πλήρους εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ και την Ολλανδία, από όπου διακινούνταν το αραβικό πετρέλαιο προς κάποια ευρωπαϊκά κράτη, ως αντίποινα αλλά και ως μοχλό πίεσης για πιο ισορροπημένη αμερικανική στάση απέναντι στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση.

Το αραβικό εμπάργκο μέσα σε δυο μήνες οδήγησε σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 300% και διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην απόφαση της αμερικανικής ηγεσίας να εμπλακεί ενεργά στον τερματισμό των εχθροπραξιών και να προωθήσει μια πιο ισορροπημένη ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου. Το πετρέλαιο είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά ως πολεμικό όπλο με επιτυχία από τα αραβικά κράτη ενάντια στις ΗΠΑ, αλλάζοντας μια για πάντα την παγκόσμια οικονομία.

Η εποχή της φτηνής ενέργειας έφτασε οριστικά στο τέλος της και ο τριπλασιασμός των τιμών του αργού, λόγω της κομβικής του θέσης στην παραγωγή, προκάλεσε γενική άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και των αγαθών οδηγώντας σε μια μακροχρόνια περίοδο πληθωρισμού, ο οποίος παρέμεινε υψηλός ακόμη κι όταν οι τιμές του πετρελαίου στο διάστημα 1975-78 μειώθηκαν. Ακολούθησε το 1979 η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση με αφορμή την ιρανική επανάσταση, η οποία αν και οδήγησε σε μια περιορισμένη πτώση της παραγωγής πετρελαίου, έφερε τον υπερδιπλασιασμό των τιμών του και την παραμονή τους σε σχετικά ψηλά επίπεδα έως το 1984, τροφοδοτώντας νέα κύματα πληθωρισμού.

Για να αντιμετωπίσουν το πετρελαϊκό σοκ του 1970 τα ευρωπαϊκά κράτη και οι ΗΠΑ υιοθέτησαν αρχικά μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης, με δελτίο στη βενζίνη, περιορισμούς στις ώρες ηλεκτροφωτισμού και θέρμανσης κ.λπ., κατόπιν όμως στράφηκαν σε άλλες πηγές ενέργειας για την ηλεκτροπαραγωγή και τη βιομηχανία τους, κυρίως στον άνθρακα, στο φυσικό αέριο και στην πυρηνική ενέργεια.

Το απεριόριστο φτηνό χρήμα στην αγορά

Ποιες είναι οι ομοιότητες της πετρελαϊκής κρίσης του 1970 με την τρέχουσα ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση που πυροδοτήθηκε από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο;

Το υπόβαθρο του σύγχρονου πληθωριστικού κύματος υπήρξε το απεριόριστο φτηνό χρήμα που διοχέτευσαν στην αγορά οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το χρήμα αυτό για ένα διάστημα παρέμεινε αποκλειστικά στο κύκλωμα των τραπεζών και των επενδυτικών κεφαλαίων, φουσκώνοντας τις τιμές των μετοχών, των ομολόγων, των ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων.

Από το φθινόπωρο του 2021 όμως, αρχικά με την έναρξη της διαμάχης ΗΠΑ – Ρωσίας – Γερμανίας σχετικά με τη λειτουργία του αγωγού Nord Stream (τα προεόρτια του πολέμου) και αργότερα με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, όταν ΗΠΑ και ΕΕ αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ως όπλο απέναντι στη Ρωσία το διατραπεζικό σύστημα SWIFT, αποκόπτοντας από αυτό τις ρωσικές τράπεζες και τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους επιβάλλοντάς τους εμπάργκο και πλαφόν τιμών, πάρα πολύ χρήμα εισήλθε στις αγορές των ενεργειακών εμπορευμάτων, κατά κύριο λόγο στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, αυξάνοντας κερδοσκοπικά τις τιμές της ενέργειας. Ετσι αυξήθηκαν τα κόστη παραγωγής και διακίνησης όλων των αγαθών και άρχισε ο κύκλος των αυξήσεων στις τιμές τους.

Η μεγάλη διαφορά της νέας ενεργειακής κρίσης από την προηγούμενη, ωστόσο, ειδικά για την Ευρώπη που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, είναι ότι η τρέχουσα κρίση δεν έχει προκληθεί εξωτερικά, από αποφάσεις τρίτων χωρών, π.χ. ένα εμπάργκο των αραβικών κρατών όπως είχε γίνει το 1970, αλλά από ένα εμπάργκο που επέβαλαν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες, αψηφώντας τη ζημιά που θα επέφερε και συνεχίζει να επιφέρει στις οικονομίες τους.

Εξίσου ανορθολογικές οικονομικά, ιδίως συγκριτικά με τις ενεργειακές αναζητήσεις της Ευρώπης κατά το 1970, που ευνόησαν τη στροφή της σε φτηνότερες πηγές ενέργειας, είναι οι τρέχουσες ευρωπαϊκές ενεργειακές αναζητήσεις, είτε αφορούν την απόλυτη προσήλωση της ΕΕ στην πράσινη ενέργεια –είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι, κατά την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης, υπήρξαν προτάσεις να καταργηθεί το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίων ρύπων ώστε να γίνει φτηνή η ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα και να πέσουν οι τιμές του ρεύματος, όμως απορρίφθηκαν στο όνομα του πράσινου προτάγματος, τη στιγμή που σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο εκτός ΕΕ και ΗΠΑ η ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα αυξάνεται– είτε την προσήλωση της Ευρώπης στο σύστημα των χρηματιστικοποιημένων ενεργειακών αγορών παρά την ορατή αποτυχία του.

Η επίσημη ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης σήμερα, στο όνομα του ότι η Ρωσία αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια των κρατών-μελών της στην ανατολική Ευρώπη, άρα η ΕΕ πρέπει να απεξαρτηθεί από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους παρότι επί δεκαετίες σε αυτούς στηριζόταν, είναι ότι «κάνουμε την κρίση ευκαιρία για να επιταχύνουμε τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ, της αποθήκευσης ενέργειας, της ηλεκτροκίνησης, των βιοκαυσίμων και του πράσινου υδρογόνου». Καθώς όμως οι μισές από αυτές τις τεχνολογίες είναι ανώριμες και κανείς δεν ξέρει πόσα χρόνια θα πάρει η ωρίμανσή τους, οι ευρωπαϊκοί λαοί καλούνται να κάνουν τεράστιες οικονομικές θυσίες (πρόσκαιρες υποτίθεται) πληρώνοντας τις υψηλότερες παγκοσμίως τιμές φυσικού αερίου, LNG, ντίζελ κίνησης, βενζίνης και ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίες τροφοδοτούν έναν αξιοσημείωτα υψηλό ευρωπαϊκό πληθωρισμό. Ο οποίος μάλιστα στα επόμενα ένα με δύο χρόνια είναι πιθανό να τιθασευτεί αν ληφθεί υπόψη πως:

Η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, πλέον σύμμαχοι και μεγαλύτερες χώρες παραγωγοί στον ΟΠΕΚ+, έχουν συμφωνήσει να μειώσουν όσο χρειαστεί την παραγωγή τους ώστε να διατηρήσουν την τιμή του πετρελαίου ψηλά, δηλαδή τουλάχιστον στα 80-85 δολάρια όπου βρίσκεται σήμερα.

Η στροφή της Ευρώπης σε ελαφρύτερες ποικιλίες αργού πετρελαίου, προς αντικατάσταση του ρωσικού αργού, σύμφωνα με έκθεση της συμβουλευτικής Sparta Commodities, έχει δημιουργήσει δυσκολίες στα ευρωπαϊκά διυλιστήρια που παράγουν βενζίνη και ντίζελ, ανεβάζοντας τις τιμές των συγκεκριμένων πετρελαϊκών παραγώγων, που όμως είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τις μεταφορές προϊόντων και τους καταναλωτές.

Οι τιμές του φυσικού αερίου, παρότι τους τελευταίους μήνες βρέθηκαν πολύ χαμηλά, στη ζώνη των 25-30 ευρώ, παραμένουν εξαιρετικά ασταθείς και ευμετάβλητες. Αυτό φάνηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν οι τιμές αυξήθηκαν ξαφνικά κατά 40% για λόγους που είχαν να κάνουν με τις προμήθειες της Αυστραλίας, δεν αφορούσαν δηλαδή σε τίποτα την Ευρώπη, με αποτέλεσμα να βγει ο γερμανικός ενεργειακός όμιλος ΕΟΝ και να προειδοποιήσει για κίνδυνο έκρηξης τιμών τον χειμώνα στην Ευρώπη, η οποία εφόσον εκδηλωθεί θα συμπαρασύρει και τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.

Με υψηλές τιμές σε πετρέλαιο, βενζίνη, ντίζελ κίνησης, φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα υπάρχει περίπτωση να μειωθούν οι τιμές των αγαθών;

Ακριβά καύσιμα, ακριβό ρεύμα, ακριβά τρόφιμα

Η υπερβολική ακρίβεια στις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ (αυξήσεις 12,3% τον Ιούλιο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι μεγαλύτερες στην Ευρώπη) επιβεβαιώνει εκ πρώτης όψεως την εκτίμηση ότι το πρόβλημα της ακρίβειας στα τρόφιμα συνδέεται άμεσα με την υπερβολική αύξηση των περιθωρίων κέρδους των κάθε λογής μεσαζόντων και μεγαλεμπόρων – αυτό πρέπει να ισχύει στα φρούτα και τα λαχανικά που έχουν εμφανίσει αυξήσεις ως και 100% σε σχέση με πέρυσι και φτάνουν στον καταναλωτή σε τιμές έως και 300% πάνω απ’ ό,τι τα δίνουν οι παραγωγοί. Μπορεί όμως εξίσου να συνδέεται με τις υψηλότερες του μέσου ευρωπαϊκού όρου ελληνικές τιμές στα υγρά καύσιμα και στο ηλεκτρικό ρεύμα, που με τη σειρά τους λειτουργούν ως βόμβες διασποράς πληθωρισμού σε όλη την οικονομία. Παράλληλα, λόγω του υψηλού συντελεστή ΕΦΚ και του υψηλού ΦΠΑ που τις βαρύνουν, οι ελληνικές τιμές σε βενζίνη και κυρίως ντίζελ κίνησης κινούνται πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – μάλιστα έπειτα από ανάπαυλα ορισμένων μηνών κατά τους οποίους υποχώρησαν, από τις αρχές Ιουλίου έχουν επανέλθει στα ψηλά, με τη μέση πανελλαδική τιμή της αμόλυβδης να ξεπερνά το 1,96 ευρώ το λίτρο και του ντίζελ κίνησης να βρίσκεται πάνω από το 1,72 ευρώ. Ανάλογη ανοδική πορεία έχει ακολουθήσει τον Ιούλιο και η χονδρεμπορική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, κλείνοντας στα 112 ευρώ η μεγαβατώρα, το υψηλότερο επίπεδο της Ευρώπης, καθιστώντας ξανά την Ελλάδα πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στο ακριβό ρεύμα. Το ντίζελ κίνησης χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε όλες τις μεταφορές προϊόντων, στα logistics, στις κατασκευές, στη μεταποίηση και τη γεωργία, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια στην παραγωγή, την κτηνοτροφία και στις υπηρεσίες. Το υψηλό κόστος των καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας επηρεάζει ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα και τα λειτουργικά κόστη, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των τροφίμων και εν γένει τον πληθωρισμό. Και πιθανόν επειδή η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες τιμές υγρών καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, να καταλήγει και με τον υψηλότερο πανευρωπαϊκά πληθωρισμό στα τρόφιμα.

Documento Newsletter