Η ακρίβεια πλήττει καίρια τα χαμηλά εισοδήματα

Η ακρίβεια πλήττει καίρια τα χαμηλά εισοδήματα

Έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για τις απώλειες των εργαζομένων από την εκρηκτική άνοδο του πληθωρισμού

Συντριπτικό είναι το πλήγμα της καλπάζουσας ακρίβειας πρωτίστως για τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, καθώς η απώλεια αγοραστικής δύναμης  για τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό φτάνει το 10,4% και για τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης το 13.7%.

Αυτό αναφέρει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που δημοσίευσε σήμερα με τίτλο, «Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας», το οποίο καταγράφει τις επιπτώσεις του κύματος ακρίβειας στο εισόδημα των πολιτών και τις επιδόσεις της ελληνικής αγοράς εργασίας σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Αναλύοντας τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τον πληθωρισμό, τα εισοδήματα και την αγορά εργασίας από το Δεκεμβρίου 2021, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ συγκεκριμένα αναφέρει:

10% η απώλεια για όσους παίρνουν τον κατώτατο

Πρώτον, η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, λόγω του κύματος ακρίβειας,  συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021. Αναλυτικότερα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης ( όρος που δηλώνει ότι με τον ίδιο μισθό αγοράζεις λιγότερα πράγματα, πληρώνεις λιγότερους λογαριασμούς…)  του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Μικρότερη ήταν η απώλεια αγοραστικής δύναμης για το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα που έφτασε το 7%. Αυτά προφανώς σημαίνουν ότι για τα χαμηλότερα εισοδήματα, που μεγάλο μέρος του μισθού απορροφάται από τα τρόφιμα όπου «τρέχουν» αυξήσεις της τάξης του 5% ως 20% και τους λογαριασμούς ενέργειας (ηλεκτρικό ρεύμα, όπου «τρέχουν» αυξήσεις 45% και φυσικό αέριο με αύξηση 136%), το κόστος του πληθωρισμού είναι δυσβάστακτο.

Δεύτερον, οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) το 2020 έναντι του 2019 (δηλαδή αγοράζουν λιγότερα πράγματα) και κατέληξαν να αντιστοιχούν στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Πολύ χαμηλά η απασχόληση

Τρίτον, παρά τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ και τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι η χώρα πέτυχε να κρατήσει χαμηλά την ανεργία, παρά την πανδημία, το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα βρίσκεται σε  εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, το τρίτο τρίμηνο του 2021, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, έχοντας κατά 8.8% χαμηλότερη απασχόληση σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Επιπλέον, στη χώρα μας το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το τρίτο τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από των ανδρών. Συν τοις άλλοις στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).

Μεγάλη η μισθολογική ανισότητα ανδρών – γυναικών

Τέλος, μεγάλη παραμένει στην Ελλάδα η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020, ήταν πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός των γυναικών που απασχολούνταν σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας σε σχέση με των ανδρών. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.

Documento Newsletter