Οι πολιτικές της κυβέρνησης ΝΔ στο ρεύμα και στις μεταφορές έβαλαν λουκέτο σε δύο βιομηχανίες
Στις 20 Μαρτίου η διοίκηση της ιστορικής υαλουργίας Γιούλα, με έδρα στο Αιγάλεω, ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά στους εργαζόμενους ότι βάζει λουκέτο στο εργοστάσιο. Η απόφαση έγινε ευρύτερα γνωστή από μια ανακοίνωση της ΓΣΕΕ και είχε ληφθεί από την πορτογαλική πολυεθνική μητρική εταιρεία ΒΑ Glass στην οποία έχει περάσει το ελληνικό εργοστάσιο από το 2016. Για να αποφύγει τις εντάσεις η διοίκηση πρότεινε στους εργαζόμενους να τους δώσει διπλάσια από τη νόμιμη αποζημίωση προκειμένου να υπογράψουν οικειοθελείς αποχωρήσεις και οι περισσότεροι φέρονται να δέχτηκαν.
«Δεν είναι δυνατόν ο δεύτερος σε μέγεθος υαλουργικός όμιλος στον κόσμο, με εργοστάσια σ’ όλη την Ευρώπη, να κλείνει το μοναδικό εργοστάσιο στην Ελλάδα, που λειτουργεί πάνω από 70 χρόνια, έχοντας μάλιστα προσωπικό που στην πλειοψηφία του εργάζεται στην επιχείρηση για τουλάχιστον 20 χρόνια» τόνιζε στην ανακοίνωσή της η ΓΣΕΕ, ζητώντας την παρέμβαση των υπουργείων Εργασίας και Ανάπτυξης ώστε το εργοστάσιο να συνεχίσει τη λειτουργία με νέο επενδυτή.
Καμία κυβερνητική παρέμβαση όμως δεν υπήρξε. Ούτε λέξη δεν ακούστηκε από τον υπουργό Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα, ενώ η υπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου, στην οποία τέθηκε σχετικό ερώτημα από δημοσιογράφους, υποστήριξε ότι εργαζόμενοι και εργοδότης μιλούν μεταξύ τους, οπότε η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει.
Το κλείσιμο της υαλουργίας Γιούλα αποτελεί όμως μείζον γεγονός όχι μόνο για τους εργαζόμενους που θα χάσουν τις δουλειές τους, αλλά και για τη χώρα, καθώς το συγκεκριμένο λουκέτο σηματοδοτεί την τελευταία πράξη του δράματος για έναν ιστορικό κλάδο της ελληνικής βιομηχανίας που χάνεται οριστικά. Και γι’ αυτή την απώλεια υπάρχει μεγάλη πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία επί χρόνια αγνοεί τις εκκλήσεις των εκπροσώπων της εγχώριας βιομηχανίας, βαριάς και μη, για μείωση του ειδικώς ελληνικού υψηλού ενεργειακού κόστους ποντάροντας ίσως στον πατριωτισμό τους, τον οποίο όμως, εύλογα ίσως, δεν διέθετε η πορτογαλική μητρική της ελληνικής Γιούλα.
Κυρίαρχη για δεκαετίες στην αγορά
Η υαλουργία Γιούλα ιδρύθηκε το 1947, πάνω στα μεταπολεμικά ερείπια, από τους αδερφούς Βουλγαράκη. Αναπτύχθηκε επί πέντε δεκαετίες, έγινε κυρίαρχη δύναμη στην ελληνική αγορά, οπότε την περίοδο 1997-2005 επεκτάθηκε στην ανατολική Ευρώπη αγοράζοντας τρία εργοστάσια στη Βουλγαρία, ένα στη Ρουμανία και δύο στην Ουκρανία, δημιουργώντας δίκτυο εξαγωγών σε 60 χώρες παγκοσμίως.
Καθώς όμως η επέκταση εκτός Ελλάδας έγινε με δανεισμό, με την κρίση χρέους αυξήθηκαν δραματικά τα επιτόκια που η υαλουργία έπρεπε να πληρώνει στις ελληνικές τράπεζες, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου αύξησε δραματικά το ενεργειακό κόστος μέσω της επιβολής ειδικών φόρων στην ενέργεια και στο φυσικό αέριο ακόμη και στην παραγωγή. Ο Τάσος Βουλγαράκης, διευθύνων σύμβουλος της Γιούλα, μαζί με τον Ευριπίδη Δοντά, επικεφαλής της κλωστοϋφαντουργίας Επίλεκτος, βρέθηκαν τότε να πρωτοστατούν στη δημιουργία της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), η οποία εκπροσωπεί έκτοτε την ενεργοβόρα βιομηχανία, και να προσπαθούν να πείσουν κυβέρνηση και δανειστές ότι με το ενεργειακό κόστος στον θεό η ελληνική βαριά βιομηχανία ήταν αδύνατο να αντέξει τον ανταγωνισμό των άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών χωρών. Ετσι, ο συνδυασμός υψηλού ενεργειακού κόστους και υψηλών επιτοκίων οδήγησε την ελληνική υαλουργία αρχικά σε ζημιές και αργότερα στον αφελληνισμό.
Το 2016 η Γιούλα, με πωλήσεις 200 εκατ. ευρώ και EBITDA 56 εκατ. ευρώ, επιβαρυνόταν πια με ένα τεράστιο χρέος της τάξης των 355 εκατ. ευρώ και η οικογένεια Βουλγαράκη αποφάσισε να αναζητήσει στρατηγικό επενδυτή. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε η πορτογαλική BA Glass, επίσης πολυεθνική του γυαλιού, με εργοστάσια σε Πορτογαλία, Γερμανία, Ισπανία και Πολωνία και πωλήσεις δυόμισι φορές υψηλότερες από της Γιούλα.
Η συναλλαγή έγινε με την ελληνική υαλουργία να αποτιμάται στα 500 εκατ. ευρώ και κύριες ωφελημένες τις τράπεζες, οι οποίες με το τίμημα που έδωσε η BΑ Glass εισέπραξαν στο ακέραιο τα φουσκωμένα από τα πανωτόκια δάνειά τους. Η οικογένεια Βουλγαράκη κράτησε δύο εργοστάσια στην Ουκρανία και ένα στη Βουλγαρία, ελεύθερα βαρών. Η ελληνική πολυεθνική Γιούλα δεν υπήρχε πια, οι Πορτογάλοι επενδυτές πήραν το εργοστάσιο της Ελλάδας, της Ρουμανίας και δύο εργοστάσια στη Βουλγαρία.
Οι αιτίες που οδήγησαν στο κλείσιμο
Η Γιούλα, ως ελληνική θυγατρική πλέον της BΑ Glass, λειτούργησε επί εφτά χρόνια υπό τη διεύθυνση των Πορτογάλων και μέχρι πριν από λίγες μέρες δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι ερχόταν λουκέτο. Το 2021 ήταν δύσκολη χρονιά για τον κλάδο καθώς διεθνώς καταγράφηκε μείωση της ζήτησης λόγω πανδημίας κι άρχισαν οι αυξήσεις κόστους σε πρώτες ύλες και ενέργεια. Εκείνη τη χρονιά το ελληνικό εργοστάσιο είχε τζίρο 41,75 εκατ. και ζημιές 2,16 εκατ. ευρώ. Ωστόσο το 2022 ανέκαμψε, με αύξηση τζίρου κατά 48% στα 60 εκατ. ευρώ και περιορίζοντας τις ζημιές στις 230.000 ευρώ. Στον περσινό ισολογισμό αναφερόταν ότι η πορτογαλική μητρική θα προχωρούσε σε κεφαλαιακή ενίσχυση της ελληνικής θυγατρικής μες στους επόμενους δώδεκα μήνες, αλλά και ότι το ελληνικό εργοστάσιο έχει υψηλότερο κόστος παραγωγής συγκριτικά με τις μονάδες των άλλων χωρών επειδή η Ελλάδα έχει υψηλότερο κόστος ενέργειας και υψηλά μεταφορικά.
Τελικά η κεφαλαιακή ενίσχυση δεν καταβλήθηκε ενώ, σύμφωνα με τους εργαζόμενους, κεντρικό ρόλο στην απόφαση για το λουκέτο διαδραμάτισε το γεγονός ότι για να συνέχιζε τη λειτουργία του το εργοστάσιο στο Αιγάλεω έπρεπε να γίνει επένδυση ύψους 25-30 εκατ. ευρώ στον κεντρικό κλίβανο και η απόσβεση θα γινόταν σε βάθος πολλών χρόνων.
Στην ανακοίνωσή της για το λουκέτο η ίδια η πορτογαλική ΒΑ Glass επικαλέστηκε ως αιτία τη μείωση της ζήτησης και τη δημιουργία υψηλών αποθεμάτων που συνεπάγονται υψηλό κόστος αποθήκευσης – χωρίς να κάνει αναφορά στο ενεργειακό κόστος. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι από όλα τα εργοστάσιά της, σε Πορτογαλία, Ισπανία, Γερμανία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, μόνο το ελληνικό έκλεισε, ενώ διατήρησε όλα τα άλλα σε λειτουργία.
Κατεβάζει ρολά έπειτα από 25 χρόνια και χαρτοβιομηχανία
Προειδοποιούν οι βιομήχανοι και για άλλα λουκέτα αλλά η ΝΔ κωφεύει, την ώρα που στη χώρα βασιλεύει η αποβιομηχάνιση
«Η Γιούλα δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Υπάρχουν κι άλλες επιχειρήσεις που παλεύουν» σημείωσε ο Ευριπίδης Δοντάς, γενικός γραμματέας της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), σχολιάζοντας το λουκέτο στην υαλουργία και προειδοποιώντας ότι θα ακολουθήσουν και άλλα το προσεχές διάστημα. Και πράγματι την περασμένη Τρίτη 26 Μαρτίου ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά δεύτερο λουκέτο στη βαριά βιομηχανία. Συγκεκριμένα, κλείνει το εργοστάσιο χαρτοποιίας της Sonoco Ελλάς, θυγατρικής του αμερικανικού ομίλου Sonoco Alore, που βρίσκεται στο Κιλκίς, με 85 εργαζόμενους να χάνουν τη δουλειά τους.
Το εργοστάσιο του Κιλκίς λειτουργούσε στην Ελλάδα από το 1999 και δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και επεξεργασία ανακυκλωμένου χάρτου, ήταν δηλαδή ενεργοβόρα βιομηχανία. Με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της, το 2021 η εταιρεία είχε υγιή αύξηση τζίρου αλλά και ζημιές ύψους 540.000 ευρώ. Αιτία του λουκέτου κι εδώ, σύμφωνα με όσα ανέφερε η διοίκηση στους εργαζόμενους, ήταν το υψηλό ενεργειακό κόστος. Η Sonoco Ελλάς προσπάθησε μάλιστα να το μειώσει για να μην κλείσει το εργοστάσιο και πραγματοποίησε επένδυση ύψους 3 εκατ. ευρώ για την αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά ο ΔΕΔΔΗΕ αρνήθηκε να την εντάξει στο δίκτυό του λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Υστερα από αυτό η διοίκηση της πολυεθνικής στην Ευρώπη πήρε την απόφαση για λουκέτο στην Ελλάδα. Αλλωστε η αμερικανική πολυεθνική διαθέτει άλλα 69 εργοστάσια σε 17 ευρωπαϊκές χώρες τα οποία συνεχίζουν κανονικά τη λειτουργία τους.
Χωρίς παραγωγική βάση
Η περιπέτεια της κρίσης χρέους και των μνημονίων υποτίθεται ότι δίδαξε τις ελληνικές κυβερνήσεις πως η χώρα πρέπει να ενισχύσει τη βιομηχανία της. Η βιομηχανία έχει υψηλότερη παραγωγικότητα εργασίας από τις υπηρεσίες και παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, αυξάνοντας την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αν είχαμε μεγαλύτερη βιομηχανία, θα είχαμε μικρότερο εξωτερικό έλλειμμα και θα ήμασταν λιγότερο ευάλωτοι στα εξωτερικά σοκ. Και όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το 2022 η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ της Ελλάδας περιοριζόταν στο 9,1%, έναντι 1.520% των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στους ουραγούς της βιομηχανικής Ευρώπης, συγκεκριμένα στην 24η θέση ανάμεσα σε 27 χώρες.
Σύμφωνα με το δελτίο Μαρτίου 2024 του ΙΟΒΕ για τις εξελίξεις στη βιομηχανία, το 2023 ο κύκλος εργασιών της ελληνικής βιομηχανίας κατέγραψε πτώση 3,9% έναντι πτώσης 0,7% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Η βιομηχανία στην Ελλάδα τα πήγε δηλαδή χειρότερα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, παρά το γεγονός ότι είχε ανάπτυξη 2% έναντι 0,4% της ευρωζώνης και της ΕΕ. Από πού προήλθε η ελληνική ανάπτυξη; Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η μεγάλη αύξηση των τζίρων καταγράφηκε στο real estate (κατά 47,7%), κατά 36,5% στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (περιλαμβάνει τα έσοδα των servicers από τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και τους πλειστηριασμούς) και κατά 16,7% στην οικοδομή.
Το ειδικώς ελληνικό υψηλό ενεργειακό και μεταφορικό κόστος ως εμπόδιο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της παραγωγής έχουν θέσει κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές βιομηχανίες στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι βιομηχανίες της βόρειας Ελλάδας έχουν εστιάσει ιδιαίτερα στην απουσία σιδηροδρομικών και λιμενικών υποδομών, γεγονός που αυξάνει το μεταφορικό κόστος, ενώ η ΕΒΙΚΕΝ (εκπροσωπεί τη μεταλλουργία, την τσιμεντοβιομηχανία, τη χαρτοβιομηχανία, την υφαντουργία και ως πρότινος και την υαλουργία) διεκδικεί ματαίως εδώ και δέκα χρόνια τη μείωση του ενεργειακού κόστους.
Πονοκέφαλος το καρτέλ
Στο διάστημα 2021-22 η ΕΒΙΚΕΝ, με τον Αντώνη Κοντολέων ως πρόεδρό της, παρότι ως θεσμικό όργανο της βαριάς βιομηχανίας «είναι με το γκουβέρνο», δεν δίστασε να εξηγήσει δημοσίως πώς το target model επιτρέπει το τεχνητό «φούσκωμα» των τιμών του ρεύματος προς όφελος ενός ολιγοπωλίου αποτελούμενου από τέσσερις παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και σε βάρος όλης της εγχώριας παραγωγής και οικονομίας. Παρά τις εκκλήσεις της όμως για παρέμβαση του υπουργείου και της ΡΑΕ υπέρ της εγχώριας παραγωγής, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν παρενέβη ποτέ.
Από τις αρχές του 2024 οι τιμές της ενέργειας έχουν υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο οι ελληνικές τιμές παραμένουν υψηλότερες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο του ΙΟΒΕ, η ελληνική βιομηχανία πληρώνει σήμερα το φυσικό αέριο κατά 5-10% ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το ηλεκτρικό ρεύμα κατά 17-24% υψηλότερα από τις χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης και κατά 41% υψηλότερα από τις χώρες της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής.
Διαβάστε επίσης: Ανάπτυξη Μητσοτάκη: Μετά την εταιρεία Γιούλα «λουκέτο» και στη Sonoco
Κατεβάζει ρολά το εργοστάσιο της υαλουργίας «Γιούλα»
ΣΥΡΙΖΑ: Δίπλα στους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ και του εργοστασίου ΓΙΟΥΛΑ