Ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Σορεντίνο δεν έχει κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς του με την αγαπημένη του πόλη και στην «Παρθενόπη» υπογράφει ακόμη ένα σπάνιο χρονικογράφημα για μια ολόκληρη εποχή.
Στη νέα ταινία του Πάολο Σορεντίνο «Παρθενόπη» συναντάμε τις γνώριμες θεματικές του (η ομορφιά, το πέρασμα του χρόνου, η ποίηση στην καθημερινότητα, οι σχέσεις αντρών και γυναικών), δοσμένες όμως από νέα σκοπιά. Το βλέμμα της πανέμορφης αλλά και σκεπτόμενης ηρωίδας (η υπέροχη Τσελέστε Ντάλα Πόρτα με καταγωγή από το… Μιλάνο), που περιπλανιέται στους δρόμους και στα σοκάκια της Νάπολης, είναι το βλέμμα της γυναίκας με το οποίο ταυτίζεται για πρώτη φορά στην καριέρα του ο 54χρονος Σορεντίνο. Κι αυτό που αντικρίζει –ίσως επίσης για πρώτη φορά– είναι το θαύμα της ζωής. Παρότι η ενσυναίσθηση δεν απουσίαζε από τα προηγούμενα έργα του, εδώ αναδύεται τόσο ανόθευτα και σχεδόν σπαρακτικά που κυριολεκτικά σε αφοπλίζει.
Αρκετές φορές στο παρελθόν ο Σορεντίνο στράφηκε στις δεξαμενές της συγκίνησης όχι για να εκβιάσει το συναίσθημα αλλά για να αποτυπώσει με ακρίβεια και να αποδώσει πλήρως τις κοινωνικές συμπεριφορές. Επίσης η μυσταγωγία της παρατήρησης ήταν ακόμη ένα προνόμιο που ελάχιστοι ήρωές του διέθεταν. Σε αρκετές περιπτώσεις («Οι συνέπειες του έρωτα», «Νιότη») ο Σορεντίνο παραδέχεται ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ανήκαν στο γυναικείο φύλο, χάρη στην ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα όπως πραγματικά έχει κι όχι όπως θα ήθελαν να ήταν.
Φελινική γοητεία
Αρκετοί μελετητές θεωρούν, με κάποια υπερβολή σίγουρα, τον Σορεντίνο συνεχιστή του φελινικού έργου. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι το λυρικό στοιχείο, σήμα κατατεθέν της γραφής του Ναπολιτάνου, συχνά χρησιμεύει για να αποτυπώσει το παράλογο της καθημερινότητας.
Ο Σορεντίνο είναι υπό μια έννοια συνεχιστής του φελινικού σύμπαντος. Στο πληθωρικό σινεμά του Σορεντίνο ξεχωριστή θέση κατέχουν και οι εκκεντρικές, απόκοσμες φιγούρες όπως η αιωνόβια αγία της «Τέλειας ομορφιάς» ή ο εκκεντρικός ροκ σταρ του Σον Πεν στο «Εκεί που χτυπάει η καρδιά μου» του 2011. Η αναζήτηση του τέλειου στην τέχνη, η αρμονία εικόνας – λόγου και φυσικά η απόλυτη ελευθερία ως βασικό δομικό στοιχείο στην κατασκευή των ταινιών τού επιτρέπουν υπερβάσεις τέτοιου τύπου. Είναι ένα ακόμη στοιχείο που οδηγεί τις ιστορίες του σε απρόσμενα λημέρια ανθρωπιάς.
Οι ταινίες του Σορεντίνο φυσικά και διατηρούν εκλεκτικές συγγένειες με το φελινικό σύμπαν και για άλλους λόγους. Το αποτύπωμα μιας απέραντα γοητευτικής Ρώμης στην «Τέλεια ομορφιά» θυμίζει μοντέρνα βερσιόν του «Dolce vita» ενώ το «Χέρι του θεού», που απέσπασε τον Αργυρό Λέοντα το 2021 στο Φεστιβάλ Βενετίας, θεωρείται δικαίως ως το δικό του «Αμαρκόρντ».
Επιπλέον ο σκηνοθέτης στο «Loro» συνεργάστηκε για έκτη φορά με τον Τόνι Σερβίλο, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τον Φελίνι που είχε μοιραστεί τις πλέον εμβληματικές ταινίες του με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Τέλος, στην «Τέλεια ομορφιά» ο κουρασμένος κοσμοπολίτης συγγραφέας του Τόνι Σερβίλο ταυτίζεται πλήρως με τον μπον βιβέρ ρεπόρτερ του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι της «Γλυκιάς ζωής».
H πολιτική διάσταση των ταινιών του
Φαινομενικά ο Σορεντίνο δεν δείχνει να πολυνοιάζεται για την πολιτική. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο καθώς και αμιγώς πολιτικά φιλμ έχει υπογράψει (το «Il divo» από το 2006 αποτυπώνει με την τεχνική ενός ιδιότυπου βιογραφικού θρίλερ τη ζωή του επτά φορές πρωθυπουργού και «νονού» της ιταλικής πολιτικής σκηνής Τζούλιο Αντρεότι, ενώ το γυρισμένο το 2018 «Loro» είναι μια καυστική σάτιρα για τη ζωή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι) και στα σενάρια των υπόλοιπων ταινιών του το πολιτικό σχόλιο έχει πάντα περίοπτη θέση. Στον «Νεαρό πάπα» ο Τζουντ Λο στον ρόλο του ποντίφικα παλεύει με τους πειρασμούς της σάρκας και τις θνητές αδυναμίες του προκειμένου να ανακαλύψει αν όντως δικαιούται να βρίσκεται στον θρόνο της Καθολικής Εκκλησίας. Στη σειρά του Netflix ο Σορεντίνο βρήκε άπλετο χρόνο (και χρήμα…) για να αναπτύξει τον προβληματισμό του γύρω από τους εν πολλοίς διεφθαρμένους μηχανισμούς του Βατικανού αλλά και να διατυπώσει την απορία του για την παρουσία κάποιων σκοτεινών αξιωματούχων – ιερέων στον οίκο του Θεού.
Νάπολη όπως Ρώμη;
Το οξύμωρο με τον Σορεντίνο είναι πως παρότι βέρος Ναπολιτάνος, η κορυφαία ίσως ταινία του, η «Τέλεια ομορφιά», είναι ένας ύμνος στην «αιώνια πόλη». Η απόπειρα του Σορεντίνο να κάνει κάτι αντίστοιχο για την αγαπημένη του Νάπολη με το «Χέρι του Θεού» μάλλον έμεινε ημιτελής και ίσως αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο προχώρησε φέτος στη δημιουργία της «Παρθενόπης».
Στο «The hand of God» (ο τίτλος προέρχεται από το γκολ που πέτυχε με το χέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα στον προημιτελικό Αργεντινή – Αγγλία στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1986) ο σκηνοθέτης αφηγείται τα πιο δυνατά επεισόδια της ταραχώδους εφηβείας του, που σημαδεύεται από μια τραγική απώλεια καθώς κι από τον ερχομό του Μαραντόνα στη Νάπολη, με τις ακραίες κωμικές καταστάσεις να συμπορεύονται με τα βαθιά δράματα. Η αφήγησή του, απλή και στέρεα, δένει υποδειγματικά με τη γλυκόπικρη υπενθύμιση ότι η ζωή κάνει τα δικά της παιχνίδια όταν εμείς κοιτάμε αλλού.
Γέννημα-θρέμμα Ναπολιτάνος, ο νεαρός Σορεντίνο είδε από κοντά τη μεταμόρφωση της φτωχής πόλης του ιταλικού νότου σε πρωτεύουσα του ιταλικού ποδοσφαίρου χάρη στην έλευση του Αργεντινού θεού της μπάλας. Παροξυσμός, συγκίνηση και το πέρασμα από την απόλυτη παρακμή στην ανέλπιστη καταξίωση.
Η Νάπολη του έφηβου Σορεντίνο δεν είναι μόνο η διαχωριστική γραμμή δύο ξένων κόσμων αλλά και ο κοινός τόπος όπου το όνειρο γίνεται εφιάλτης λόγω μιας απρόσμενης οικογενειακής τραγωδίας. Μια τραγωδία για την οποία ο σκηνοθέτης τόνισε πόσο επίπονο του είναι να μιλάει και κυρίως να κάνει μια ταινία γι’ αυτήν, αν και η βασική πλοκή της ταινίας, όπως τονίζει, δεν αναφέρεται στη ζωή του.
Ο μύθος της Παρτενοπέι
Με το τελευταίο φιλμ του ο Σορεντίνο συνεχίζει το ταξίδι στην ονειρική Νάπολη των 70s και 80s οδηγώντας το στο σήμερα. Καθώς εξακολουθεί να προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα του χρόνου με τρόπο σχεδόν μεθυστικό –αν όχι εθιστικό– αρχίζει να διαμορφώνει σκέψεις που φαίνεται ότι δεν τον απασχολούσαν τόσο έντονα στο παρελθόν. Σημάδι ωριμότητας ή συμφιλίωσης με τον εαυτό μας, η αφήγηση της «Παρθενόπης» δεν είναι το επιδερμικό σχήμα που κάποιοι ίσως θα αναγνώσουν. Εδώ ο σκηνοθέτης μιλάει ακόμη πιο ελεύθερα και αποστασιοποιημένα για τη σχέση του με τη Νάπολη και δεν διστάζει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του. Αφοπλιστικός και λιτός όσο σε καμιά άλλη ταινία του, θυμάται εικόνες από το παρελθόν και την ανέμελη Νάπολη των 70s (προφανώς και η γλυκιά Παρθενόπη είναι η ίδια η Νάπολη), αναζητά τα πρώτα ερωτικά ερεθίσματα, σκαλίζει το χώμα για να βρει τους σπόρους της καλλιτεχνικής έκφρασης, ψάχνει τον ορισμό της αληθινής ταυτότητας, αποθεώνει τα ινδάλματά του και γράφει ένα συγκινητικό γράμμα για την αγαπημένη του γενέτειρα.
Οχι ένα ακόμη έργο ενηλικίωσης αλλά μια ευρηματική τοιχογραφία που συνδέει τα βαθιά εσωτερικά τραύματα με την ανάγκη της αναγνώρισης όλων των δεινών (ο νόμος της μαφίας, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, η απύθμενη φτώχια σε γειτονιές-τρώγλες, ο ρόλος της εκκλησίας κ.ά.) που χαρίζουν στη Νάπολη τον χαρακτηρισμό «πόλη των αντιθέσεων και των αντιφάσεων».
Μπορεί το «Χέρι του Θεού» να συνδέθηκε με ποδοσφαιρικές μαγείες, οδυνηρές προσωπικές μνήμες και θρησκευτικές λατρείες που έδωσαν το έναυσμα για να προχωρήσει η ζωή στο επόμενο στάδιό της, αλλά η «Παρθενόπη» είναι η συμφιλίωση με την πραγματικότητα και κυρίως με τις (όμορφες;) ρυτίδες του χρόνου για τις οποίες κάθε ζωντανός πρέπει να νιώθει όχι μόνο χαρούμενος αλλά και απέραντα ευγνώμων, όπως ισχυρίζεται ο Σορεντίνο στο υπαρξιακό – καλλιτεχνικό πόνημά του. Και κάπως έτσι κλείνει και τους λογαριασμούς του με την αιώνια όμορφη Νάπολη.