Που αποτύπωσε με τόλμη το εσωτερικό σκοτάδι του μεσαιωνικού ανθρώπου
Η ζωή του Ιερώνυμου Μπος (περίπου 1450 – 9 Αυγούστου 1516) είναι τόσο αινιγματική όσο και οι πίνακές του. Λίγα γνωρίζουμε για εκείνον καθώς δεν άφησε πίσω του ούτε ημερολόγια ούτε αλληλογραφία. Οι βασικές πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του –π.χ. ότι έζησε στο Χερτόγκενμπος, μια πόλη του δουκάτου της Βραβάντης στο έδαφος της σημερινής Ολλανδίας ή ότι υπήρξε από τους δημοφιλείς ζωγράφους της εποχής του– προέρχονται από αναφορές άλλων. Κι όμως, ενώ ξέρουμε τόσο λίγα για εκείνον, ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε τόσο πολλά. Ο «Κήπος των επίγειων απολαύσεων» είναι η πιο συναρπαστική (στο σύνολο του έργου του) προβολή της σκέψης του πάνω στην εποχή του. Eνα έργο που ακόμη και μέσα από την οθόνη του υπολογιστή σε μαγνητίζει με την απόκοσμη ατμόσφαιρα που αποπνέει.
Ο Μπος χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη τους φόβους του μεσαιωνικού ανθρώπου, αποδίδοντάς τους με την ελευθερία που του πρόσφερε το κίνημα του oυμανισμού. Αυτή ακριβώς η μείξη είναι που απελευθέρωσε από το πινέλο του τις σατανικές φαντασιώσεις που στοίχειωναν τα –υποταγμένα στις πνευματικές αλυσίδες της Καθολικής Εκκλησίας– μεσαιωνικά κορμιά. Στο έργο του έκανε χρήση σκοτεινών μορφών, αλχημιστικών, αστρολογικών και μαγικών συμβολισμών για να περιγράψει μια ολόκληρη εποχή που μαστιζόταν από πολέμους, θρησκευτικές και κοινωνικές ταραχές, πανώλη και λιμούς. Κατά βάση τα θέματά του ήταν εμπνευσμένα από τις Ιερές Γραφές και, όπως συνηθιζόταν στον Μεσαίωνα, μίλησε για την πίστη μέσω όχι της χαράς, αλλά της αιώνιας τιμωρίας που θα επερχόταν λόγω της έλλειψής της.
Το τρίπτυχο του «Κήπου των επίγειων απολαύσεων», το οποίο φιλοτέχνησε πάνω σε ξύλο βελανιδιάς και εκτίθεται από το 1939 στο Μουσείο του Πράδο της Ισπανίας, διαβάζεται πιθανότατα από τα αριστερά στα δεξιά. Εικόνες της κόλασης διαδέχονται άλλες από την ιδανική ζωή στην Εδέμ. Ο Αδάμ και η Εύα ευημερούν στον παράδεισο, παραδίπλα ζώα βασανίζουν ανθρώπους, άντρες και γυναίκες ερωτοτροπούν μπροστά στα μάτια του θεατή και δαιμονικές μορφές καταπίνουν αμαρτωλές ψυχές σε ένα σύμπλεγμα όπου εναλλάσσονται η αρετή, η λαγνεία και το σκοτάδι. Είναι ξεκάθαρο ότι ο ζωγράφος παίρνει σαφή θέση σε σχέση με την ανθρώπινη φύση και τον ρόλο της θρησκείας στην τιθάσευσή της. Για τον Μπος ο άνθρωπος απέχει πολύ από την αρετή και την εγκράτεια, την οποία κηρύττει ο λόγος του χριστιανικού θεού. Γι’ αυτό σε άλλα έργα του τον τιμωρεί κολλώντας του ουρές ζώων, κεφάλια τεράτων, φτερά δράκων. Ο Μπος δεν ζωγραφίζει για να τέρψει τον θεατή, αλλά για να του υπενθυμίσει ότι η ανθρώπινη κακία δεν είναι στοιχείο εσωτερικό αλλά προβάλλεται στον χώρο και τον χρόνο. Το στιλ του επέδρασε καταλυτικά στην ιστορία της τέχνης και επηρέασε σημαντικά κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Μιρό και ο Νταλί.