Επιστροφή στα «χρόνια του μολυβιού» με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Είμαστε τρελοί κι ευτυχισμένοι» του φωτορεπόρτερ Γιώργου Νικολαΐδη
Στη δεκαετία του ’80 νιώθαμε όλοι ελεύθεροι για να εκφραστούμε, να διασκεδάσουμε, να ζήσουμε. Είχαμε την πολυτέλεια να επαναστατήσουμε, γιατί η χούντα μπορεί να είχε τελειώσει (τουλάχιστον επίσημα) αλλά οι νέοι πάντα ονειρεύονται να αλλάξουν τα πράγματα. Η συγκεκριμένη δεκαετία ήταν ιδανική για να γίνει αυτό, γιατί το χρήμα ήρθε πιο εύκολα στη ζωή των μεσαίων στρωμάτων, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων αναβαθμίστηκε, τα στερεότυπα άλλαξαν, όπως και οι προσδοκίες, οι ελπίδες και η μεγάλη επιθυμία για εξευρωπαϊσμό.
Μαζί με την ευημερία και τον κάθε νεωτερισμό της πλαστικής ποπ (ελληνικής και ξένης) αναπτύχτηκε και το αντίθετο ρεύμα αμφισβήτησης και αντίδρασης. Εάν υπήρχε ένα σημείο της Αθήνας που εκείνη τη δεκαετία ήταν το καταφύγιο των «διαφορετικών», αυτό ήταν τα Εξάρχεια. Η γειτονιά των φρικιών, των κουλτουριάρηδων, των καλλιτεχνών, των πανκ, των αναρχικών, όλων των αντισυμβατικών, μοναχικών και τρελαμένων.
Ο φωτογράφος Γιώργος Νικολαΐδης, φοιτητής της Νομικής τότε, δεν ήταν απλώς επισκέπτης των Εξαρχείων ή εκθέτης ωμοτήτων της δεκαετίας του ’80. «Εφυγα από την Καβάλα στα 17 μου μόλις τελείωσα το σχολείο. Πέρασα στη Νομική Σχολή Αθηνών και από τότε έμεινα για πάντα στην Αθήνα. Οι γονείς μου ήταν καπνεργάτες, ζήσαμε μεγάλη φτώχεια στην Καβάλα. Από πέντε χρονών είχα ξεκινήσει να πουλάω λαχεία και τα καλοκαίρια ήμουν βοηθός σε καφενεία» μου λέει ανακαλώντας μνήμες από το παρελθόν. «Τον Δεκέμβριο του 1979 λόγω των αναταραχών εξαιτίας του νόμου 815 σημειώθηκαν οι πρώτες καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών και ήμουν ενεργό μέλος σε αυτές. Τότε στα πανεπιστήμια ηγεμόνευε η ΚΝΕ. Διαφωνούσε έντονα στις καταλήψεις, με αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα της Πανσπουδαστικής να ενωθεί με τις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Τον επόμενο μήνα ο νόμος έπεσε. Στις πορείες και στα επεισόδια πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην υπάρχει κάποιος να τα καταγράφει όλα αυτά. Η ΕΡΤ ήταν απούσα. Αλλά και η φωτογραφία ήταν πολύ ακριβό χόμπι για τους φοιτητές τότε».
Στο Χημείο μια χούφτα αναρχικοί ξεφτίλισαν το κράτος
Κλεισμένος στον σκοτεινό θάλαμο του φίλου του Σωτήρη Παλαιολόγου μαθαίνει τα μυστικά της φωτογραφίας. Αφήνει τη Νομική παρότι χρωστούσε μόνο δύο μαθήματα για να πάρει το πτυχίο του και γράφεται στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου στο τμήμα εικονοληπτών. Λίγο αργότερα θα αγοράσει την πρώτη του Pentax K2 DMD και από το 1983 θα ξεκινήσει να καταγράφει σε ασπρόμαυρο φιλμ σημαντικά γεγονότα στην περιοχή των Εξαρχείων και του κέντρου της πόλης, ενώ η αγάπη του για τη νέα μουσική της δεκαετίας θα τον φέρει κοντά στην ελληνική πανκ σκηνή, στο Rock in Athens, σε αμέτρητες βραδιές στον Πήγασο ή στις αυτοοργανωμένες συναυλίες του Πολυτεχνείου και του Αλσους της Νέας Σμύρνης. Δεν χάνει τίποτε, είναι πάντα εκεί και φωτογραφίζει.
Τον ρωτάω να θυμηθεί τις πιο δραματικές σκηνές που έζησε εκείνα τα χρόνια. «Η πιο οδυνηρή, σκληρή και επικίνδυνη στιγμή από όλες όσες έζησα ήταν η πρώτη κατάληψη στο Χημείο, τον Μάιο του 1985. Είχε πολλή τρέλα το Χημείο. Οσοι βρέθηκαν εκεί ήταν έτοιμοι για όλα. Το έλεγε άλλωστε και το σύνθημά τους “Είμαστε τρελοί κι ευτυχισμένοι”. Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι ιστορίες που λένε ότι τα ΜΑΤ δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, αφού στις τηλεφωνικές συνομιλίες με την αστυνομία έλεγαν: “Στείλτε τους καλύτερους που έχετε! Είμαστε όλοι ζωσμένοι εδώ κάτω. Θα γίνει Κούγκι μόλις μπείτε!”. Ηταν προεκλογική περίοδος για τις ευρωεκλογές τότε. Μετά ήρθαν για διαπραγματεύσεις ο Γλέζος και ο Κύρκος, έγινε μια μεγάλη πορεία από τη Νομική προς το Χημείο, πήραν τους καταληψίες που βγήκαν τελικά από το Χημείο και ενώθηκαν σε μια πορεία χιλιάδων ανθρώπων».
Η μέρα που σκότωσαν τον Μιχάλη Καλτεζά
Από την άλλη, όμως, η πιο δραματική στιγμή ήταν η μέρα που σκότωσαν τον Καλτεζά, λίγους μήνες αργότερα στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Αυτή η μέρα και η νύχτα είχαν πολλή οργή, μίσος και άγνοια κινδύνου από πολύ κόσμο. Θυμάμαι ξεκίνησαν από την αρχή της Σταδίου και μέχρι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη κατέβασαν όποια τράπεζα υπήρχε. Κάποιοι κατέληξαν πάλι στο Χημείο, αλλά τα ξημερώματα έκαναν ντου οι μπάτσοι και τους έπιασαν όλους. Αυτή πρέπει να είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της πόλης που τα ΜΑΤ έπνιξαν κυριολεκτικά την Αθήνα στα δακρυγόνα» μου διηγείται.
Ροκ ιστορίες από την εποχή της αθωότητας
Ο τρόπος που ο Γιώργος Νικολαΐδης καταγράφει είτε τις στιγμές αντίστασης στα οδοφράγματα και τις πορείες είτε τις συναυλίες εκείνης της εποχής είναι ωμός και αυθόρμητος. Το 1985 ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία από το περιοδικό «Αντί», ενώ το 1986 συνεργάστηκε με την Κατερίνα Γώγου για τον φωτογραφικό εμπλουτισμό της ποιητικής της συλλογής «Οι απόντες». «Δεν ήθελα να είναι τίποτε στημένο και επίσης δεν ήθελα να αποδώσω στα πρόσωπα που αποτύπωνα κανένα δραματικό υπόβαθρο» θυμάται. «Καθοριστικό ρόλο τότε αλλά και στη μετέπειτα άποψή μου για τη φωτογραφία έπαιξαν οι μουσικές παραστάσεις, οι φίλοι, τα βιβλία που ανακάλυψα εκείνη την εποχή. Δεν το λέω από άποψη νοσταλγίας, αλλά ήταν η πιο όμορφη εποχή που έζησα. Η πιο αθώα. Τα παιδιά όλα ενωμένα, χωρίς αντιπαλότητες, με αγνές και καλές σχέσεις μεταξύ τους».
Οι επόμενες δεκαετίες βρίσκουν τον Γιώργο απόλυτα αφοσιωμένο στο ειδησεογραφικό ρεπορτάζ, να καλύπτει αμέτρητα γεγονότα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μέχρι το 2016 υπήρξε συνιδρυτής φωτοειδησεογραφικών πρακτορείων, ενώ το 2017 ξεκίνησε την ψηφιοποίηση του ασπρόμαυρου φωτογραφικού υλικού του, το οποίο οδήγησε στην έκδοση ενός βιβλίου με φωτογραφίες του από τις Εκδόσεις Στο Περιθώριο, με κείμενα που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτό από κοινωνικούς επιστήμονες, δημοσιογράφους, ιστορικούς και εκδότες του εναλλακτικού Τύπου. «Τα σημερινά παιδιά –τόσο οι φοιτητές όσο και οι ψιλο-λούμπεν– είναι όλα τους κυνικά. Ισως γιατί μετά το 2008 και τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου μπήκαν όλα απότομα στο παιχνίδι» μου λέει. «Υπάρχει μια γιγάντωση αυτήν τη στιγμή που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που μπορεί να δει κάποιος στο συγκεκριμένο βιβλίο. Κάποτε όλοι ξέραμε ο ένας τον άλλο με το μικρό του όνομα. Σήμερα τα παιδιά δεν είναι έτσι. Ρίξε μια ματιά στη σκηνή του χιπ χοπ και θα καταλάβεις τι εννοώ».
Λίγο προτού κλείσουμε τη συζήτηση τον ρωτάω εάν υπάρχει ένα τραγούδι από εκείνη την εποχή που κλείνει μέσα του όλα όσα έχει ζήσει. «Το “Run like a villain” του Ιγκι Ποπ» μου απαντάει. «Αυτό είναι το τραγούδι της ζωής μου».