Αν το πολιτικό πορτρέτο του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν έργο τέχνης, θα είχε ενταχθεί χωρίς δεύτερη σκέψη στο κίνημα της αφηρημένης τέχνης παρά τις αντιρρήσεις του Πάμπλο Πικάσο που έλεγε: «Δεν υπάρχει αφηρημένη τέχνη. Πρέπει πάντα να αρχίζεις ζωγραφίζοντας κάτι συγκεκριμένο. Μετά μπορείς να αφαιρέσεις κάθε ίχνος ρεαλισμού».
Για χρόνια ο εσμός των μίντια φιλοτεχνούσε το αφηρημένο πορτρέτο του Κυρ. Μητσοτάκη ως του προορισμένου ενός, του πρώτου μεταξύ των αρίστων, του καλύτερου βιογραφικού της χώρας, αλλά χωρίς –αρχικές έστω– σχεδιαστικές γραμμές, χωρίς ίχνος φορμαλισμού, χωρίς οτιδήποτε το –δεσμευτικά– συγκεκριμένο.
Το μήνυμα ήταν το πρόσωπο (αλλά χωρίς προσωπογραφία), τα χαρακτηριστικά του (αλλά χωρίς οποιαδήποτε σχεδιαστική αποτύπωση), οι ιδιότητές του (αλλά χωρίς απεικονισμένες εκφράσεις).
Εν ολίγοις το πορτρέτο ήταν μια έντεχνη χρωματική σούπα για να προσελκύει το μάτι και για να ημερεύει την ψυχή.
Ετσι το πορτρέτο της αφηρημένης τέχνης πουλήθηκε για τρελά λεφτά στη δημοπρασία που ακολούθησε, για να πάρει τη θέση του στην πιο περίοπτη θέση του σαλονιού στο παλιό μας αρχοντικό.
Ομως το απόκτημα «τέχνης» πολύ γρήγορα άρχισε να ξεθωριάζει στα έντονα φώτα που πλέον έπεφταν επάνω του, ενώ τα φτηνά του χρώματα άρχισαν να ρευστοποιούνται αφού δεν άντεχαν τις υψηλές θερμοκρασίες (σχεδόν καυτές) που επικρατούσαν εντός του αρχοντικού.
Από εικονολάτρης σε εικονοκλάστη ένας Κυριάκος δρόμος (σαν τον δρόμο της Κρακοβίας, όπου πήγε για weekend ξεκούραση μετά της Μαρέβας) όταν το «Ορούτς Ρέις» έκοβε βόλτες έξω από το Καστελόριζο σέρνοντας τα καλώδια που θα μας περάσουν στον λαιμό.
«Δεν κάνει το παιδί» είχε ξεστομίσει ο –μάγιστρος του πολιτικού μας βίου– Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν ο Γιώργος Παπανδρέου έλαβε το χρίσμα για την ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ βάζοντας έτσι πλώρη για την πρωθυπουργία.
Αντιθέτως, ο «επίτιμος» στην περίπτωση της εκλογής του Κυριάκου στην αρχηγία της ΝΔ, που οδηγούσε επίσης στον προθάλαμο της πρωθυπουργίας, όχι μόνο κατάπιε τα λόγια του, αλλά αμάσητη κατέβασε ολόκληρη την κολοκύθα ενώ επιβαλλόταν να φωνάξει: «Είναι επικίνδυνο το παιδί».
Είναι γνωστό ότι όταν την καυτή πατάτα τη βγάζει άλλος με γυμνά χέρια από τ’ αναμμένα κάρβουνα λες οτιδήποτε γουστάρεις – αχρεωστήτως και ατελώς. Ακόμη κι αν μπερδεύεις τον Ρουσσώ με τον Μοντεσκιέ, ακόμη κι αν διηγείσαι ιστορίες με εξωγήινους, ακόμη κι αν δηλώνεις πολιτικός εξόριστος έξι μηνών στο «κολαστήριο» του Παρισιού, ακόμη κι αν κατηγορείς (ναι, εσύ, ένας Μητσοτάκης) τον αντίπαλό σου για νεποτισμό, για προνομιακές σχέσεις με τα επιχειρηματικά και μιντιακά συμφέροντα και για παρεμβάσεις στο έργο της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, άλλος είναι στη σκηνή και εσύ στη γαλαρία και γιουχάρεις.
Αλλος διαχειρίζεται (κι ας είναι δική σου ευθύνη) τη φτώχεια, την πείνα, την ανεργία, την κατάρρευση του ασφαλιστικού, τους πλειστηριασμούς. Σε αλλουνού τις πλάτες έπεσαν η πλημμύρα στη Μάνδρα και η φωτιά στο Μάτι. Αλλος κλήθηκε να αντιμετωπίσει το απρόβλεπτο τσουνάμι του μεταναστευτικού που έσκαγε σε όλο το μήκος των ανατολικών μας συνόρων όταν η Ευρώπη έκλεινε ερμητικά τα στεγανά της.
Ο ψεύτης αποκαθηλώνεται γρήγορα και με οδυνηρό τρόπο όταν καλείται να εφαρμόσει στην πράξη την «αλήθεια» του, κατά το «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».
Εύκολα κατακεραυνώνεις την κ. Τασία όταν την ευθύνη του μεταναστευτικού την έχει ο Τσίπρας, μηδενίζεσαι όμως άνευ αγώνος όταν η αντιμετώπισή του γίνεται δική σου και πετυχαίνεις να πολλαπλασιάσεις το πρόβλημα – χωρίς ίχνος αλληλεγγύης, χωρίς σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και χωρίς την παραμικρή επιδίωξη για ευρωπαϊκή λύση.
Αντιθέτως, γελοιοποιείσαι όταν για την αντιμετώπιση των ροών εξαγγέλλεις το στήσιμο… αφρόδιχτων για γαρίδες.
Επίσης γελοιοποιείσαι ως κυβέρνηση όταν για την επιδείνωση της οικονομίας δηλώνεις: «Μπορεί, κ. Τσίπρα, να μας βγάλατε από τα μνημόνια, αλλά εσείς μας βάλατε».
Και σίγουρα γελάνε και τα τσιμέντα (για το μπάχαλο των αποφάσεων στο ποδόσφαιρο) όταν χρεώνεις στον Τσίπρα τους Μαρινάκη και Σαββίδη ως πολιτικούς υποστηρικτές του.
Θα ήταν ίσως σωτήριο για τον Κυριάκο εάν προεκλογικά βρισκόταν ένας να του υπενθυμίσει τα λόγια του Ζαν Κοκτώ:
«Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους».
Ο Θύμιος Γεωργόπουλος είναι οικονομολόγος