Γυναικοκτονίες: Ολική αλλαγή νοοτροπίας

Μέσα στον απόλυτο ζόφο που προκάλεσαν οι πυρκαγιές των προηγούµενων ηµερών και η βιβλικών διαστάσεων καταστροφή στην Εύβοια, την Αττική και την Πελοπόννησο, ένας παράλληλος εφιάλτης συνεχίστηκε στον Πάνορµο Ρεθύµνου. Ακόµη µια γυναικοκτονία, η όγδοη φέτος στη χώρα µας, επιβεβαιώνει αυτό που µε φρίκη αντικρίζουµε εδώ και χρόνια: η έµφυλη και ενδοοικογενειακή βία αποτελεί πλέον πραγµατική µάστιγα για την Ελλάδα.

Σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΛΑΣ που έχουν κατατεθεί στη Βουλή, το 2020 είχαµε σχεδόν 15 περιστατικά έµφυλης βίας την ηµέρα, ενώ µόνο θλιβερές υποθέσεις µπορούµε να κάνουµε για τον αριθµό όσων δεν καταγγέλλονται ποτέ.

Στις 4 Αυγούστου κατέθεσα µια αναλυτική κοινοβουλευτική ερώτηση προς τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη µε δέκα συγκεκριµένα ερωτήµατα σχετικά µε τον τρόπο που η Ελληνική Αστυνοµία αντιµετωπίζει περιστατικά έµφυλης και οικογενειακής βίας. Η αποκάλυψη πως ένα µήνα πριν από το έγκληµα της ∆άφνης γείτονας της δολοφονηµένης γυναίκας είχε καλέσει την αστυνοµία χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε παρέµβαση από τους αστυνοµικούς που κλήθηκαν στο σηµείο ανέδειξε την εγκληµατική ένδεια της ΕΛΑΣ για την αντιµετώπιση αυτής της ιδιαίτερης µορφής εγκληµατικότητας.

Ρώτησα, λοιπόν: Υπάρχουν εξειδικευµένες επιχειρησιακές µονάδες της ΕΛΑΣ που ασχολούνται µε την ενδοοικογενειακή βία (σηµ.: το τµήµα Αντιµετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας έχει πρωτίστως συντονιστικό ρόλο); Εχουν εκπονηθεί συγκεκριµένα πρωτόκολλα που να εκπαιδεύουν τους αστυνοµικούς να αναγνωρίζουν τη σοβαρότητα ενός περιστατικού, να αξιολογούν πιθανούς µελλοντικούς κινδύνους, να κινητοποιούν και να ζητούν την αρωγή άλλων σχετικών υπηρεσιών; Εν ολίγοις, ξέρουν οι αστυνοµικοί τι ακριβώς πρέπει να κάνουν όταν ένα θύµα ή κάποιος ευσυνείδητος γείτονας καταγγείλει ένα περιστατικό; Πόσες, αλήθεια, γυναίκες αστυνοµικοί υπηρετούν σε αντίστοιχες υπηρεσίες άµεσης ανταπόκρισης της ΕΛΑΣ, καθώς και γενικότερα σε θέσεις ευθύνης της ΕΛΑΣ;

Φυσικά, το πρόβληµα της έµφυλης βίας δεν εξαντλείται ούτε µπορεί να αντιµετωπιστεί αποκλειστικά µε όρους καταστολής. Ο ισχυρός δηµόσιος διάλογος και η ενεργός συµµετοχή των πολιτών είναι προαπαιτούµενα.

Τα σοβαρότερα εγκλήµατα ενδοοικογενειακής βίας αποτελούν συνήθως την κορύφωση κακοποιητικών συµπεριφορών, που κατά κανόνα συνεχίζονται επί σειρά ετών και συχνά λαµβάνουν χώρα σε κοινή θέα, µε αυτόπτες µάρτυρες συγγενείς, φίλους, γείτονες και συναδέλφους. Είναι καίριας σηµασίας να υπάρξει επιµόρφωση και ενηµέρωση ώστε να ενεργοποιηθούν όχι µόνο τα αντανακλαστικά των ίδιων των θυµάτων, αλλά και όλων αυτών των ανθρώπων του περίγυρου, που όλες οι σχετικές µελέτες δείχνουν ότι µπορούν να κάνουν τη διαφορά µεταξύ ζωής και θανάτου. Η ενηµέρωση των πολιτών αλλά και η εκπαίδευση των δηµόσιων υπαλλήλων και λειτουργών πρέπει να είναι διαρκείς και σταθερές σε κάθε τοπική κοινωνία, µέσα στα σχολεία, στις δηµόσιες υπηρεσίες, στα σώµατα ασφαλείας, ακόµη και µέσα στη Βουλή. Ταυτόχρονα πρέπει να διασφαλιστούν η προστασία των θυµάτων αλλά και η ουσιαστική στήριξή τους προκειµένου να επανέλθει η οµαλότητα στη συνέχεια της ζωής τους.

Σε αυτό το σηµείο η πολιτεία φαίνεται ότι έχει χάσει πολύτιµο χρόνο. ∆εν υπάρχουν άλλα περιθώρια.

Αλλες χώρες, όπως η Ισπανία, έχουν αναπτύξει από το 2004 στρατηγικό σχέδιο και ολοκληρωµένο σύστηµα αναχαίτισης της ενδοοικογενειακής και έµφυλης βίας που περιλαµβάνει εξειδικευµένες αστυνοµικές επιχειρησιακές µονάδες, επιµόρφωση δικαστών, δικονοµικά µέτρα διευκόλυνσης των καταγγελιών, δικαστικά µέτρα περαιτέρω προστασίας των θυµάτων.

Η έµφυλη βία και οι γυναικοκτονίες µπορούν λοιπόν να αντιµετωπιστούν. Σε ό,τι αφορά την πρόληψη και την καταστολή του φαινοµένου, η Ελληνική Αστυνοµία οφείλει να εκσυγχρονίσει άµεσα τη λειτουργία της. ∆εν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος, δεν πρέπει να χαθούν άλλες ζωές.