Γυναικοκτονία, το απώτατο άκρο της έμφυλης βίας

Γυναικοκτονία, το απώτατο άκρο της έμφυλης βίας

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η βία έχει γίνει δυστυχώς μέρος του πολιτισμικού μας κεκτημένου κι όχι μόνον του εγκληματικού γίγνεσθαι. Στη χώρα μας, τελευταία, λόγω της εμφάνισης αλλεπάλληλων ανθρωποκτονιών κατά γυναικών, με βίαιο και ειδεχθή τρόπο, χρησιμοποιείται κατά κόρον στο δημόσιο λόγο ο όρος «γυναικοκτονία», προφανώς για να τονιστεί η ραγδαία αύξηση της έμφυλης βίας.

Ο όρος  «γυναικοκτονία», «femicide» στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία, άρχισε να καθιερώνεται στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ακριβώς για να αναδείξει τα ιδιαίτερα, τα έμφυλα χαρακτηριστικά αυτού του εγκλήματος. Πλέον ο όρος έχει επικρατήσει και χρησιμοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ακριβώς επειδή κωδικοποίησε ένα υπαρκτό φαινόμενο και αποτελεί διακριτό αδίκημα σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Μεξικό, Χιλή, Κόστα Ρίκα, Γουατεμάλα, Ελ Σαλβαδόρ, Δομινικανή Δημοκρατία), ενώ τα τελευταία χρόνια σχετική συζήτηση γίνεται και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που αν και  δεν έχουν  αναγνωρίσει  νομικά τον όρο «γυναικοκτονία» συμμετέχουν ενεργά στην πρωτοβουλία «Spotlight» των Ηνωμένων εθνών, που έχει ως σκοπό τον τερματισμό των γυναικοκτονιών, ενώ υπάρχει και το παρατηρητήριο «Femicide Across Europe» που εξετάζει το συγκεκριμένο ζήτημα. 

Όπως  δε αναφέρει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ισότητας: «Γυναικοκτονία είναι η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, η οποία μπορεί να πάρει τις εξής μορφές: δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από το σύντροφό της, βασανιστήρια και δολοφονία λόγω μισογυνισμού, δολοφονία γυναίκας στο όνομα της τιμής ενός άντρα, στόχευση γυναίκας ή κοριτσιού με σκοπό την ένοπλη σύγκρουση, κακοποίηση και εξόντωση γυναίκας λόγω οικονομικής αδυναμίας, δολοφονία γυναίκας λόγω αποκάλυψης του σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού της, δολοφονία νεογνών εξαιτίας του φύλου τους, θάνατοι με ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων, περιστατικά που συνδέονται με κυκλώματα σωματεμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών. 

Η γυναικοκτονία, όμως,  δεν είναι απλώς ένα έγκλημα με θύμα γυναίκα και θύτη άντρα, είναι ένα έγκλημα όπου οι γυναίκες είναι θύματα ακριβώς επειδή είναι γυναίκες (και αυτό θα έπρεπε να αποτελεί ειδική περίσταση). Είναι ένα κοινωνικοϊστορικό φαινόμενο το οποίο φυσικά δεν είναι σύγχρονο, αλλά διατρέχει τους αιώνες. Πρόκειται για ανθρωποκτονίες γυναικών, εξαιτίας του φύλου τους, στο πλαίσιο της πατριαρχικής εξουσίας. Διαπράττονται από άνδρες με χαρακτηριστικά τοξικής αρρενωπότητας που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στις γυναίκες και συνιστούν το απώτατο άκρο της έμφυλης βίας. Σε παγκόσμια κλίμακα η πιο διαδεδομένη μορφή γυναικοκτονίας είναι αυτή που διαπράττεται εντός του ενδοοικογενειακού πλαισίου από τον σύζυγο/σύντροφο, νυν ή πρώην, ή άλλο πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος. Οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο βρίσκονται εκτεθειμένες σε πολύ μεγάλο κίνδυνο να δολοφονηθούν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι από άνδρες που αγαπούν και εμπιστεύονται, είτε κατά τη διάρκεια του γάμου ή της σχέσης είτε, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, κατά την περίοδο της διάστασης, του χωρισμού/διαζυγίου. Αυτό που διαφοροποιεί την γυναικοκτονία από την ανθρωποκτονία είναι η ύπαρξη του έμφυλου γνωρίσματος. Η έμφυλη βία μπορεί να διαπραχθεί τόσο σε ιδιωτικό όσο και δημόσιο χώρο (οικία, εργασιακό χώρο, καφέ), μπορεί να είναι σωματική αλλά και ψυχική. Έμφυλη βία αποτελεί και ο εξαναγκασμός, οι απειλές, η στέρηση της ελευθερίας κ.α.  Στην ακραία μορφή της η έμφυλη βία οδηγεί στην γυναικοκτονία.

Η πανδημία του covid-19 οδήγησε μεν σε μεγάλη αύξηση της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, καθώς ο εγκλεισμός απετέλεσε  πρόσφορο έδαφος για τον κακοποιητή και εκκόλαψε την κατάσταση αυτή, πιθανόν και να την επιδείνωσε, αφού  προϋπάρχουσες τριβές βρήκαν χρόνο για να εκδηλωθούν. Δεν απετέλεσε όμως αυτή καθεαυτή την αιτία για την πληθώρα των γυναικών που έχασαν  τη ζωή τους από τον κακοποιητή σύζυγο ή σύντροφο, πρώην και νυν, διότι τα αίτια των μαζικών ανθρωποκτονιών γυναικών είναι σίγουρα βαθύτερα. 

Η έμφυλη βία αποτελεί ουσιαστικά το σύμπτωμα της πατριαρχίας, το εξουσιαστικό δηλαδή σύστημα που ορίζει πως η  ζωή  της γυναίκας είναι λιγότερο σημαντική, πως δε της  ανήκει και απόλυτα, δεν είναι ακριβώς δική της, αφού κάποιος άλλος μπορεί να την ορίζει και να αποφασίζει για αυτή. Η ανθρωποκτονία εις βάρος του γυναικείου φύλου από πρόθεση αποτελεί τη χειρότερη μορφή έμφυλης βίας, που δεν συμβαίνει ξαφνικά, αλλά  αντιθέτως  αποτελεί την κορύφωση μιας διαρκούς βίαιης συμπεριφοράς, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο δράστης είχε κακοποιητική συμπεριφορά προς το θύμα πολύ πριν φτάσει στο έγκλημα. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι πως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση του φαινομένου, σύμφωνα  με  έρευνες του ΟΗΕ (UNODC – Global study on homicide) που καταγράφουν 50.000 γυναικοκτονίες κάθε έτος παγκοσμίως, δηλαδή 137 γυναίκες δολοφονούνται κάθε ημέρα, 1 κάθε 10 λεπτά, και  αυτό χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τα έτη 2020, 2021. Από τις μελέτες αυτές  προκύπτει ότι  για το έτος 2017, το 20% των θυμάτων ανθρωποκτονιών ήταν γυναίκες, το 58% των γυναικών – θυμάτων ανθρωποκτονίας από πρόθεση  δολοφονήθηκε από τον σύζυγο/σύντροφο ή άλλο μέλος της οικογένειάς του.

Ακόμη σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Νοέμβριο 2019, στην εκδήλωση με θέμα «Έμφυλη Βία και Κοινωνικοπολιτικές Πρακτικές – Η ακραία περίπτωση της «Γυναικοκτονίας»:

  • 2.600 γυναίκες στην ΕΕ χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από ενδοοικογενειακή βία.
  • Το 82% των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας έχει θύματα τις γυναίκες.
  • 1 στις 2 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως γίνεται από τους συζύγους/συντρόφους.
  • 1 στις 3 γυναίκες και κορίτσια παγκοσμίως βιώνουν σωματική ή σεξουαλική βία κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, το  σύνολο των βιασμών που καταγγέλθηκαν ετησίως στην Ελληνική Αστυνομία κατά τα έτη 2010 – 2017 κυμαίνονταν από 163 – 264. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., τα έτη 2013 – 2018 δολοφονήθηκαν στη χώρα μας 69 γυναίκες με αιτία την ενδοοικογενειακή βία, που αντιστοιχεί στο 50% του συνόλου των γυναικών θυμάτων ανθρωποκτονιών ετησίως. Το έτος 2017 επτά γυναίκες δολοφονήθηκαν  από μέλος της οικογένειάς τους – το 2016 και το 2018 οι δολοφονίες γυναικών από συγγενικό τους πρόσωπο είχαν ανέλθει σε 13 σε κάθε έτος αντίστοιχα. Το έτος  2021 δολοφονήθηκαν 17 γυναίκες και 12 μέσα στους 7 πρώτους μήνες του 2022, οι δύο μέσα σε λιγότερες από 48 ώρες. Ακόμη, από το σύνολο των δραστών που διώχθηκαν ποινικά για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας το 86,2% αυτών το 2016 ήταν άνδρες, το 84% αντίστοιχα για το 2017 και το 85,4% για το 2018. Οι καταδικαστικές αποφάσεις για ενδοοικογενειακή βία το 2016 αφορούσαν άνδρες σε ποσοστό 92,8%, 93,4% για το 2017 και 92,2% για το 2018. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι το ποσοστό αυτό είναι στην πραγματικότητα αρκετά μεγαλύτερο, καθώς μέχρι τον Ν. 4531/2018 με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, στην έννοια της οικογένειας δεν συμπεριλαμβάνονταν οι νυν ή τέως μόνιμοι σύντροφοι, ούτε τα μέρη συμφώνου συμβίωσης.

Η καταπολέμηση  λοιπόν του φαινομένου  των γυναικοκτονιών είναι ζήτημα που  πρέπει να  απασχολεί όλους μας, καθώς δεν είναι πλέον ένα ατομικό ζήτημα, αλλά ένα κοινωνικό και δημόσιο πρόβλημα.

Από άποψη θεσμοθετημένου πλαισίου αντιμετώπισης του φαινομένου της έμφυλης βίας κυρίαρχη θέση κατέχει και μάλιστα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο η  Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την Ε.Ε. το 2017 και κυρώθηκε στην χώρα μας με το Ν. 4531/2018 και με την οποία έχουν τεθεί τα θεμέλια για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, καθώς επίσης όλων των λοιπών  μορφών  ενδοοικογενειακής βίας. Η ως άνω Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης είναι το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο του είδους του που θέτει κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών) και αποτελεί ένα σηµαντικό βήµα στη µακρόχρονη και σταθερή προσπάθεια του Συµβουλίου της Ευρώπης να εξασφαλίσει τον σεβασµό των δικαιωµάτων των γυναικών.

Από άποψη ισχύοντος εσωτερικού δικαίου, το έγκλημα της γυναικοκτονίας περιλαμβάνεται ως ειδικότερη μορφή ανθρωποκτονίας στη διάταξη του άρθρου 299 του Ποινικού  Κώδικα, κατά την οποία η ανθρωποκτονία από πρόθεση τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Ο δε όρος «γυναικοκτονία» θα μπορούσε να αναγνωριστεί νομικά και να συμπεριληφθεί στον Ποινικό Κώδικα, ως επιβαρυντική ειδική περίσταση διάκρισης  λόγω του  φύλου του θύματος στη γενική διάταξη του άρθρου 82Α του ΠΚ, κατά την οποία: Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής: “Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται: α) Στην περίπτωση πλημμελήματος… β) Στην περίπτωση κακουργήματος το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη”. Δηλαδή, κατά τη συγκεκριμένη διάταξη επαυξάνεται η ποινή όταν ο δράστης επέλεξε το θύμα του λόγω μιας ιδιότητάς του, από τις αναφερόμενες στην ίδια διάταξη, με την προσθήκη “λόγω διάκρισης φύλου” αναγνωριζομένης έτσι της γυναικοκτονίας ως υπαρκτού φαινομένου της κοινωνίας μας.

Τέλος από ουσιαστική άποψη έχουν εκφραστεί πολλές απόψεις  ειδικών, από τις οποίες προκύπτει ότι υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το ότι η αυστηροποίηση των ποινών, η ύπαρξη και δραστηριοποίηση των οργανώσεων κατά της έμφυλης βίας και προστασίας της γυναίκας και του παιδιού και άλλα πολλά, δεν πρόκειται να συμβάλλουν στη μείωση της εγκληματικότητας και του συγκεκριμένου φαινομένου αν δεν αλλάξει η διαπαιδαγώγηση, η ποιότητα της παιδείας, αλλά και της πληροφορίας -είδησης, όπως αυτή καταγράφεται μέσα από τα ΜΜΕ και όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δεν πρόκειται να περιοριστεί το φαινόμενο. Και τούτο γιατί απαιτείται να ανατραπούν νοοτροπίες και αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία μας που θέλουν τις γυναίκες να υστερούν έναντι των ανδρών. Τα έμφυλα στερεότυπα είναι δύσκολο να εκριζωθούν από τη μια μέρα στην άλλη, όχι όμως και ακατόρθωτο, ενόψει της διαμόρφωσης μιας ελάχιστης έστω μετακίνησης από την ανοχή του χαρακτηρισμού γυναικοκτονιών ως “εγκλημάτων πάθους”, ή “εγκλημάτων τιμής” στην ύπαρξη κοινωνικών  αντιδράσεων και μη ανοχής ακόμη και εκ μέρους  των ανδρών.

Πρέπει πλέον να συζητάμε ανοιχτά για την έμφυλη βία και να την καταδικάζουμε σε κάθε της μορφή. Πρέπει ακόμη να εκπαιδεύουμε τα παιδιά από νωρίς στις έννοιες της οριοθέτησης και της αυτοδιάθεσης. Και η προσέγγιση πρέπει να είναι αυτή της πρόληψης, τόσο της γενικής, όσο και της ειδικής, αλλά και της στήριξης των γυναικών που βρίσκονται σε κακοποιητικές σχέσεις και η ενδυνάμωσή τους να μην μένουν σε αυτές. Εδώ έχουμε ένα ρόλο να παίξουμε όλοι: Η Πολιτεία με τους θεσμούς της και η κοινωνία των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό  απαιτούνται ειδικότερες δράσεις όπως:

  • Η εκπαίδευση/επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα φύλου γενικά και ειδικότερα σε θέματα έμφυλων ταυτοτήτων.
  • Η συστηματική επιμόρφωση και ενίσχυση όλων των εμπλεκόμενων φορέων (αστυνομίας – υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής στήριξης) στην αντιμετώπιση περιστατικών έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας.
  • Η διασφάλιση της άμεσης απόκρισης των διωκτικών και δικαστικών αρχών με γνώμονα και μέλημα την προστασία της ζωής των θυμάτων και των παιδιών τους και την απονομή δικαιοσύνης. 
  • Η υλοποίηση δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με το φαινόμενο της έμφυλης βίας και η δημοσιοποίηση από τα ΜΜΕ των σχετικών με τέτοια γεγονότα ειδήσεων με σεβασμό και ήθος σε αυτούς που μένουν πίσω, χωρίς λεπτομέρειες και περιγραφές ατελείωτες, με τις οποίες σύμφωνα με τους ειδικούς, αφενός γίνονται  «ήρωες» εμμέσως οι δράστες, μειώνονται οι γυναίκες ως προσωπικότητες (αδύναμο φύλο) και το χειρότερο συμβάλλουν στην εκμάθηση εγκληματικών συμπεριφορών. Γιατί, σύμφωνα με εγκληματολόγους, ψυχολόγους και οι εγκληματικές συμπεριφορές μπορούν να «διδαχθούν»!-
Documento Newsletter