Καταπέλτης ήταν το σκεπτικό της προφυλάκισης του 30χρονου καθ’ομολογία δολοφόνου της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου στη Φολέγανδρο, με την εισαγγελέα Νάξου να αποδομεί τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του.
«Για ασήμαντη αφορμή (λογομαχία) ένιωσε προσβεβλημένος και εξαπέλυσε δολοφονική επίθεση κατά ενός ατόμου από το στενό του περιβάλλον, το οποίο ήταν σωματικά πιο αδύναμο από τον ίδιο (χτυπήματα, μεθοδευμένο σπρώξιμο σε βραχώδη απόκρημνο γκρεμό). Εν συνεχεία, προέβη σε λελογισμένες ενέργειες ήτοι την απομάκρυνση από το σημείο, επιμελής απόκρυψη και αποφυγή επικοινωνίας του με τις αρχές, οργανωμένη εξαφάνιση αποδεικτικών στοιχείων (κινητά τηλέφωνα), ενέργειες που δείχνουν άκρως ψύχραιμη συμπεριφορά», αναφέρεται στη γνωμοδότηση της εισαγγελικής λειτουργού για την ποινική μεταχείριση του κατηγορούμενου.
Παράλληλα έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος είναι ένα ευέξαπτο άτομο το οποίο για ασήμαντο λόγο είναι έτοιμο να προξενήσει μη αναστρέψιμη βλάβη σε συνάνθρωπό του και δη σε άτομο του στενού του περιβάλλοντος, τα οποία αυτός θεωρεί ότι τον προσβάλλουν, τον αμφισβητούν ή τον μειώνουν, καθιστώντας στον επικίνδυνο για διάπραξη νέων αδικημάτων. Άλλωστε, όπως ο ίδιος αναφέρει στην απολογία του ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων «με είχε νευριάσει και την σκότωσα, ένιωσα δηλαδή ότι με υποβιβάζει, γι’ αυτό και έχασα τον έλεγχο».
Η εισαγγελική λειτουργός γνωμοδότησε υπέρ της προφυλάκισης του κατηγορούμενου, συμφωνώντας με την άποψη του ανακριτή πως ο 30χρονος πρέπει να οδηγηθεί στη φυλακή: «Γνωμοδοτούμε υπέρ της επιβολής της προσωρινής κράτησης διότι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης κρίνουμε ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα» ,αναφέρεται στη γνωμοδότηση.
Καταπέλτης για τον 30χρονο ήταν και το σκεπτικό του εντάλματος προσωρινής κράτησης.
«Ο κατηγορούμενος διαπληκτίστηκε επανειλημμένως με την θανούσα με την οποία διατηρούσε ερωτικό δεσμό, εξεμάνη διότι έφυγε ο εγωισμός του («διαφωνούσαν για τα πάντα», τον «εκνεύρισε», τον «επέκρινε», τον «μάλωνε», δεν τον «σεβόταν», τον «ειρωνευόταν»), οδήγησε το όχημα στο οποίο επέβαινε και η θανούσα πλησίον γκρεμού και όταν η θανούσα εξήλθε καλώντας σε βοήθεια, την χτύπησε στο κεφάλι και την έσπρωξε δύο φορές προκειμένου να πέσει στον γκρεμό και να σκοτωθεί, όπερ και εγένετο. Ακολούθως, έσυρε και εγκατέλειψε την θανούσα στη θάλασσα, δεν ειδοποίησε τις αρχές ή ασθενοφόρο για τις πρώτες βοήθειες, πέταξε το σακίδιο με τα προσωπικά είδη – ατομικά στοιχεία στη θάλασσα ώστε να εξαφανίσει τα ίχνη- κολύμπησε αντίθετα από το σημείο του συμβάντος ώστε να παραπλανήσει τις αρχές και να διαφύγει την σύλληψη και εξαφάνισε και το δικό του κινητό τηλέφωνο και της θανούσης (ούτε ευρέθησαν ούτε κάνει λόγο για αυτά) ενώ προκύπτει ότι η θανούσα έστελνε μηνύματα και στο σακίδιο του κατηγορουμένου ανευρέθη power bank μαύρο για φόρτιση κινητού τηλεφώνου, ώστε να αποκρύψει αποδεικτικό υλικό».
Για αυτόν τον λόγο, ο ανακριτής Νάξου κατέληξε πως όλα αυτά «μαρτυρούν ότι αφενός θίγει ο εγωισμός του κατηγορουμένου έστω και για ασήμαντη αφορμή -εν προκειμένω ήταν εσφαλμένη κατεύθυνση καθοδόν προς αναψυχή-, αυτός δεν διστάζει να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή οικείου του με σκληρότητα στην εκτέλεση και μεθοδικότητα στην απόκρυψη του εγκλήματος».