Γυναίκες ζωγράφοι της ιταλικής Αναγέννησης

Γυναίκες ζωγράφοι της ιταλικής Αναγέννησης

Mια συζήτηση με τη διευθύντρια του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Advancing Women Artists Λίντα Φαλκόνε.

Όταν σκεφτόμαστε τη ζωγραφική της ιταλικής Αναγέννησης ο νους μας πηγαίνει συνειρμικά στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον Μικελάντζελο, τον Μποτιτσέλι. Και όσο η λίστα μεγαλώνει γεμίζει μόνο με αντρικά ονόματα διότι μέχρι ένα σημείο η τέχνη, όπως και η λογοτεχνία, ήταν αυστηρά αντρική υπόθεση. Ή μήπως όχι; Κι όμως, στη Φλωρεντία την εποχή εκείνη υπήρξαν και γυναίκες ζωγράφοι όπως η Πλαουτίλα Νέλι, η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, η Βιολάντε Φερόνι και η Τζοβάνα Γκαρτζόνι, τα έργα των οποίων μέχρι πρότινος είτε ήταν θαμμένα κάτω από τόνους σκόνης σε αποθήκες είτε βρίσκονταν σε μικρές εκθέσεις.

Το 2003 η Αμερικανίδα συγγραφέας και λάτρης της τέχνης Τζέιν Φόρτσουν εντόπισε στο Museo Nazionale di San Marco της Φλωρεντίας έναν πίνακα της Πλαουτίλα Νέλι, δομινικανής μοναχής του 16ου αιώνα. Η «Ιντιάνα Τζέιν», όπως έμεινε γνωστή στην Ιταλία η Φόρτσουν, ενθουσιάστηκε τόσο ώστε αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την αποκατάστασή του, που ολοκληρώθηκε τρία χρόνια μετά. Η Αμερικανίδα «ντετέκτιβ της τέχνης», η οποία έφυγε από τη ζωή το 2018, ένιωθε βαθιά σύνδεση με τη Νέλι. Ελεγε χαρακτηριστικά ότι η προσπάθειά της να δώσει στη ζωγράφο φωνή στην Ιστορία την οδήγησε τελικά να βρει τη δική της φωνή. Η γνωριμία με το έργο της Νέλι την έκανε να αναρωτηθεί πού βρίσκονταν τα έργα των γυναικών της Αναγέννησης και έτσι άρχισε την αναζήτηση και τη διάσωσή τους.

Το 2009 ίδρυσε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Advancing Women Artists με στόχο την έρευνα, την αποκατάσταση και τη διάδοση του έργου των καλλιτέχνιδων της Αναγέννησης στη Φλωρεντία, η δράση του οποίου επεκτάθηκε με το πέρασμα των χρόνων σε καλλιτέχνιδες μέχρι τον 20ό αιώνα. Επειτα από έντεκα χρόνια παρουσίας και 70 αποκαταστάσεις έργων ο AWA ανακοίνωσε πρόσφατα ότι ο κύκλος ζωής του θα ολοκληρωθεί στις αρχές του καλοκαιριού. Με αφορμή την είδηση αυτή συνομιλήσαμε με τη διευθύντρια του οργανισμού Λίντα Φαλκόνε για την τέχνη των γυναικών της αναγεννησιακής Φλωρεντίας και τον ρόλο του AWA στη διάδοση του έργου τους.

Τα μοναστήρια ως εργαστήρια τέχνης

Τα τελευταία 15 χρόνια υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο για τη γυναικεία τέχνη, σύμφωνα με τη Φαλκόνε, ενώ όταν προκύπτει το ερώτημα για ποιο λόγο τα έργα αυτά παρέμειναν άγνωστα για τόσους αιώνες στο ευρύ κοινό απαντά ότι δεν ήταν πάντα άγνωστα, αλλά ότι αυτό συνέβη προς τα τέλη του 19ου αιώνα. «Οι γυναίκες ζωγράφοι της Αναγέννησης έμειναν έξω από τα βιβλία της ιστορίας της τέχνης ίσως λόγω του μεγέθους και των θεμάτων των έργων τους, τα οποία συνήθως δεν ήταν ιστορικά ή βιβλικά. Τα θέματα που επέλεγαν συχνότερα οι πρώιμες ζωγράφοι περιλαμβάνουν νεκρές φύσεις. Ηταν φτηνά στην παραγωγή και συνήθως μικρής κλίμακας. Επίσης συνηθιζόταν στις γυναίκες να ανατίθενται πορτρέτα στα οποία τα μοντέλα ήταν πλήρως ντυμένα – συχνά κυρίες της αριστοκρατίας» σχολιάζει.

Κυριαρχούσε η άποψη πως οι γυναίκες ζωγράφοι είχαν ιδιαίτερο ταλέντο στην απόδοση κοσμημάτων και περίτεχνων υφασμάτων και ότι μπορούσαν ευκολότερα να συλλάβουν τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων που αποτυπώνονταν στο πρόσωπο του μοντέλου. Οι πίνακες που εμπνέονται από ιστορικά γεγονότα σπανίζουν εκείνη την εποχή, διότι οι ήρωες ήταν πάντα άντρες και δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν με ρεαλισμό από γυναίκες καθώς δεν είχαν δικαίωμα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση, άρα και στην ανατομία.

Δεν μιλάμε απλώς για κάποιες δεκάδες έργα αλλά σχεδόν για 2.000 στα οποία συγκαταλέγονται πίνακες, γλυπτά και σχέδια. Την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ τα έργα σε χαρτί ήταν συνήθως προπαρασκευαστικά σκίτσα και δεν θεωρούνταν έργα τέχνης. «Οι γυναίκες συχνά δούλευαν σε χαρτί, καθώς το σχέδιο ήταν μέρος μιας “ευγενούς” εκπαίδευσης» λέει η Λ. Φαλκόνε.

Οι πρώτες ζωγράφοι και γλύπτριες στην Ιταλία ήταν μοναχές. «Οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να είναι μέλη συντεχνιών, επομένως δεν μπορούσαν να εκδώσουν τα απαραίτητα έγγραφα ή να κερδίσουν χρήματα από την εργασία τους. Τα μοναστήρια σ’ αυτές πρόσφεραν πρόσβαση σε προμήθειες τις οποίες δεν θα μπορούσαν να έχουν υπό άλλες συνθήκες» εξηγεί η διευθύντρια του AWA. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για μια γυναίκα να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Η Ενετή Μαριέτα Ρομπούστι, κόρη του Τιντορέτο, κάθε φορά που ήθελε να τον συνοδεύσει στις ζωγραφικές εξορμήσεις του υποχρεωνόταν να ντύνεται με αντρικά ρούχα.

Το πέρασμα στην αυλή των Μεδίκων

Πέρασε καιρός μέχρι οι καλλιτέχνιδες να βγουν από τα τείχη των μοναστηριών και να γίνουν δεκτές στην αυλή των Μεδίκων. Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, η Τζοβάνα Γκαρτζόνι, η Βιολάντε Σιριές Τσερότι και η Τζοβάνα Φρατελίνι είναι μερικές από τις πρωτοπόρες καλλιτέχνιδες που εργάστηκαν εκεί όταν πλέον ο οίκος των Μεδίκων αναζητούσε έργα γυναικών για τη συλλογή Ουφίτσι ως σύμβολα καινοτομίας και κύρους. Υπάρχουν πολλές ιστορίες επιτυχίας μεταξύ των πρώτων γυναικών δημιουργών της Αναγέννησης. Οπως εξηγεί η Λίντα Φαλκόνε, και μόνο ότι είχαν τη δυνατότητα να ζωγραφίζουν σήμαινε ότι είχαν επιτύχει. «Στη Φλωρεντία η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι κέρδισε τρεις με πέντε φορές περισσότερα χρήματα από τους άντρες σύγχρονούς της ζωγράφους για το έργο της “Allegoria dell’inclinazione” (Αλληγορία της κλίσης) που φιλοτέχνησε ως φόρο τιμής στον Μικελάντζελο στο Κάζα Μπουοναρότι. Ήταν επίσης δημοφιλής στη Ρώμη, διότι σε εκείνους που της ανέθεταν τα έργα φάνταζε γοητευτική η ιδέα να είναι ταυτόχρονα δημιουργός και μούσα».

Ο πιο σημαντικός πίνακας γυναίκας της εποχής στη Φλωρεντία είναι ο «Μυστικός Δείπνος» της Πλαουτίλα Νέλι, η οποία αναμετρήθηκε με ένα θέμα που οι σύγχρονοί της άντρες ζωγράφοι θα φιλοτεχνούσαν με τρόπο ώστε να αποδείξουν τη δεξιοτεχνία τους. «Εξ όσων γνωρίζω είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος έργο γυναίκας ζωγράφου αυτής της περιόδου καθώς και το πιο περίπλοκο. Είναι επίσης σημαντικό γιατί είναι αποτέλεσμα ομαδικής προσπάθειας, καθώς η Νέλι εκπαίδευε άλλες γυναίκες να ζωγραφίζουν μέσα στα τείχη της μονής της, με αποτέλεσμα να είναι ορατά στον καμβά χέρια διαφορετικών ζωγράφων. Το έργο αποτελεί μοναδικό παράδειγμα συλλογικής γυναικείας δημιουργικότητας».

Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία που φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας – πιθανότατα στο τέλος της δεκαετίας του 1550 ή στις αρχές εκείνης του 1560. Σημαντική διαφορά σε σύγκριση με αρκετούς άλλους φλωρεντινούς πίνακες του ιδίου θέματος, όπως εκείνος του Αντρέα ντελ Σάρτο, είναι ότι ο «Μυστικός Δείπνος» της Νέλι δίνει μεγάλη έμφαση στα φαγητά που υπάρχουν στο τραπέζι. «Δημιουργεί μια νεκρή φύση ως μέρος της ζωγραφικής της αφήγησης. Επίσης ακολουθεί τον Λεονάρντο ντα Βίντσι στο μεγαλειώδες συναίσθημα που απορρέει από τα πρόσωπα και την κίνηση των αποστόλων καθώς αντιδρούν στην ανακοίνωση της προδοσίας εις βάρος του Χριστού. Ο “Μυστικός Δείπνος” της δεν είναι μόνο στοχαστικός, είναι βαθιά ανθρώπινος» λέει η κ. Φαλκόνε.

Εξηγεί ότι η αποκατάσταση και η συντήρηση της γυναικείας τέχνης έχει αποδειχτεί πολύ χρήσιμο εργαλείο για την εκ νέου ανακάλυψη της συνεισφοράς των γυναικών στην ιστορία της τέχνης. «Πλησιάζοντας έναν πίνακα ζωγραφικής στο εργαστήριο αποκατάστασης μπορείτε να μελετήσετε το ύφος της ζωγράφου και να ανακαλύψετε στοιχεία για την προσωπικότητά της» λέει. Μέσω των φωτογραφίσεων πλήρους κλίμακας κάθε σταδίου της διαδικασίας τα έργα γίνονται προσιτά σε μελετητές και λάτρεις της τέχνης. «Ως οργανισμός εργαστήκαμε για να γίνουμε πηγή τροφοδότησης για μουσεία και προσπαθήσαμε να διαδώσουμε γνώσεις σχετικά με τα γυναικεία επιτεύγματα. Ηταν προνόμιο να συμμετέχω σε αυτή την αναζήτηση».

Ο κύκλος του AWA σε λίγους μήνες θα κλείσει ωστόσο η προσφορά των μελών του άνοιξε δρόμους για περαιτέρω αναζήτηση καλλιτεχνών που έχουν στερηθεί τη φωνή τους στο πέρασμα της Ιστορίας. Η κουβέντα με τη Λίντα Φαλκόνε ολοκληρώνεται. Της ζητάω να μου περιγράψει το επόμενο βήμα και απαντά: «Οι παγκόσμιες τάσεις αλλάζουν. Υπάρχουν πολλές εκθέσεις γυναικείας τέχνης και αυτό είναι θετικό επειδή επιτρέπει στο κοινό να έχει πρόσβαση στο έργο τους και να κατανοήσει το ιστορικό τους πλαίσιο. Ελπίζουμε κάποια μέρα αυτή η τάση να συνεχιστεί και να εξελιχθεί έτσι ώστε το ερώτημα “πού είναι οι γυναίκες;” να απαντιέται αενάως εντός των μουσείων».

Η συνομιλήτριά μου εξηγεί ότι βλέπει τα μουσεία σαν ζωντανές οντότητες σε ανοιχτό διάλογο με το κοινό. «Oσο οι άνθρωποι ευαισθητοποιούνται και ανακαλύπτουν το ενδιαφέρον τους για το αθέατο μισό της ιστορίας της τέχνης είναι βέβαιο ότι τα μουσεία θα ανταποκρίνονται. Αρχίζουν ήδη να το κάνουν».

Documento Newsletter