Αποχαιρετώντας τον λατρεμένο Ιούλιο με μια ανθοδέσμη από στίχους γυναικών.
Πιάνω αμπάριζα τον τίτλο/στίχο του Νίκου Καρούζου και ντανιάζω μες στον κυψελοασιατικό καύσωνα ποιητικές συλλογές γυναικών που έφτασαν προσφάτως στα γυαλιά μου. Φρονώ, χρόνια τώρα, ότι αυτά που έσπειραν η Μάτση και η Δημουλά και η Μαστοράκη και η Δαράκη και η Ρουκ έχουν βγάλει ωραίους, δυνατούς καρπούς. Οσο για την πεζογραφία, και πάλι εδώ και χρόνια επισημαίνω ότι σε παγκόσμιο και σε εγχώριο πεδίο το παρόν και το μέλλον είναι στα χέρια γυναικών. Πέταξα απ’ τη χαρά μου με Νόμπελ όπως της Ελφρίντε Γέλινεκ και της Ολγας Τοκάρτσουκ και θα πανηγυρίσω έξαλλα με τα Νόμπελ της Τζένυ Ερπενμπεκ, της Ανν Κάρσον και της Λούσι Ελμαν.
Σήμερα, λοιπόν, μια ανθοδέσμη από στίχους γυναικών, για να αποχαιρετίσουμε ένα λατρεμένο Ιούλιο και να καλοδεχτούμε έναν επίσης λατρεμένο Αύγουστο.
ΛΑΘΟΣ ΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ: Μην εμπιστεύεσαι λουλούδια.//Πατούν επί πτωμάτων./Φυτρώνουν όπου δεν τα σπέρνουν./Μαραίνονται την πιο καλή στιγμή σου.// Μόνο για λίγο προσποιούνται/τα καλλιεργημένα. //Στο βάθος μένουν άγρια./ Ποιο άρωμα δεν αντέχει να μην το θυμάσαι./Ποιος μίσχος, ποιος βλαστός θα σε στηρίξει./Ποιο άνθος για σένα θα κοπεί, να φανερώσει / τα αισθήματα και την αισθητική σου./Θα χρειαστείς μαχαίρι. [Λένα Καλλέργη, «Ανήμερο», εκδ. Ικαρος]
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Στο ένα του φύσημα, ο αέρας, πήρε την κορδέλα/ απ’ τα μαλλιά μου./Στο προηγούμενο είχε πάρει τα μάτια μου.//Η κοπέλα καθισμένη στην άκρη της θάλασσας / έχει για πρόσωπο κάρβουνο,/τον καμένο κορμό ενός δέντρου.//Ξέρω πού πήγανε τα μάτια μου, θυμήθηκα/και ’κείνη έδειξε το βλέμμα μου που φύλαγε μέσα σε δυο/ μεγάλα μαύρα μάτια,/πλαισιωμένα από χρυσοπράσινους κύκλους./Τα κοινά μας μάτια. [Σεβαστή Τρουμπέτα, «Dromalí», εκδ. Η βαλίτσα]
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ: Αγαπητοί μου,/γνωρίζω ότι με περιμένατε και σήμερα./Oπως και χθες, όπως και αύριο,/οι δείχτες του ρολογιού γυρίζουν,/όμως ο κούκος μένει βαλσαμωμένος./Κάποιος βηματίζει ανυπόμονα / σε κενή σκηνή./Εγώ όμως δεν θα εμφανιστώ ποτέ./Καταλαβαίνετε τη μοναξιά του ρόλου;/Καταδικασμένος να μην εισπράξω ποτέ χειροκροτήματα, / θα είμαι πάντα λίγη πούδρα που χύθηκε στο καμαρίνι/ή η τελευταία φράση απ’ τις σκηνικές οδηγίες./Ναι, εγώ είμαι το «δεν σάλεψαν»,/αφού η ακύμαντη λίμνη είναι αιώνια./Είμαι ο Εστραγκόν, ο Βλαδίμηρος, η αρβύλα, το δέντρο, στο σκοινί./Είμαι ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας, το κείμενο,/το μικρό σκίσιμο στην κουίντα./Γκοντό ή Γκοντ,/Μεγάλο Θιασώτη ή Αδειο Κοστούμι,/όπως και να με αποκαλέσετε,/δεν είμαι παρά το τεράστιο σώμα που θα σας καταπιεί. [Χλόη Κουτσουμπέλη, «Αρχαίος πίθηκος», εκδ. Πόλις] ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ: Βαρέθηκα να στάζει πάνω μου ιδρώτας σκέτος, καταδικός μου/χωρίς ν’ αναβλύζει άλλο άρωμα, παρά εκείνο του μονού μου κρεβατιού,/χωρίς το σώμα μου να στέλνει τη θερμότητά του σ’ άλλο σώμα,/χωρίς να είμαι ξαπλωμένη, αλλά όρθια, /χωρίς να πέφτουν οι παλμοί μου στα τείχη κάποιας αγκαλιάς,/με τα μαλλιά μου σφιχτά πιασμένα κι όχι ανάκατα/έχοντας μετρήσει χιλιόμετρα κι όχι πόδια,/ έχοντας ξεδιψάσει με νερό αντί τσιγάρο,/έχοντας παλέψει με τον εαυτό μου αντί τη σάρκα σου,/έχοντας βογκήξει από κούραση αντί από ηδονή.//Κανείς δεν ήρθε σε οργασμό κάνοντας τζόκινγκ. [Μαίρη Αντωναράκου, «Η τελευταία γυναίκα του σπιτιού», εκδ. Ιωλκός]
ΟΥΙΣΚΙΩΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΔΕΚΑΞΙ: Το πόδι της ανθρώπου αφήνει/ τα χαλκοπράσινα φτερά του/επάνω στην αμμώδη παραλία/κι η μέρα αναγεννιέται από τον πρωινό περίπατο/μπροστά στις στάχτες/των γραμμάτων που ζουν για πάντα,/στο ράφι,/προσευχή της σιωπής,/όταν το πνεύμα πέσει επάνω/στα στενοσόκακακα των βιβλίων/του Θερβάντες και του Σαίξπηρ./Ας κάνουμε πρόποση σε αυτούς / για το διπλό δεκάξι./Είναι που το ίχνος τους σήμερα/ μετά τον κοινό τους θάνατο το 1616/ αποκαλύπτεται στη συνέχεια μιας ταυτότητας,/στην οποία δανείζουμε ετούτα τα φτερά/οι ποιητές του παγκοσμίου εδάφους./Σαν να ’μασταν ουισκιώτισσες του διπλού δεκάξι/φοράμε τα φτερά μας πάλι/για να επιχειρήσουμε μια περιπλάνηση/ στις ποιητικές κορφές / που δεν είχαν είδωλα αλλά εκλεκτικές συγγένειες. [Αντιγόνη Κατσαδήμα, «Εκρήγνυμαι», εκδ. Κέδρος]
ΥΛΙΚΑ: Οταν ασφαλτοστρώσανε τη δημοσιά/κι είδαμε πάγο στο χωριό πρώτη φορά/όταν το πρώτο φορτηγό φάνηκε στη στροφή/κι έγινε η νύχτα μέρα από μια δέσμη ηλεκτρική/όταν ο κινηματογράφος δεν ήταν μόνο ένα πανί/αλλά η σκάλα για μια καλύτερη θέα στη ζωή/ όταν η πρώτη uranya ανυψώθη εκεί ψηλά/και ξεψαχνίζαμε στα σπλάχνα της τα υλικά/τότε και οι λέξεις αυτοκίνητο και μπαρ/μπουκάραν πανηγυρικά/κορνάροντας/ στο ποίημα. [Ειρήνη Γιαννάκη, «Δόξα Εβρου», εκδ. Κάπα]
Face Control
Η Ειρήνη Γιαννάκη μου λέει ότι η ποίηση είναι η απέναντι πλευρά, της λέω ότι η ποίηση είναι η ντρίπλα στο κατενάτσιο των βεβαιοτήτων· μου λέει ότι οι εργάτριες και τα πράγματα διεκδικούν οριστικά την αυτοδιάθεση, της λέω ότι το ηδύ θέρος είναι ο πραγματωμένος α να ρ χ ο κομμουνισμός· μου λέει ότι είναι πάουερ ο Τέλλος Αγρας, της λέω ότι, ναι, είναι πάουερ ο Τέλλος Αγρας· μου λέει ότι στο σπίτι του ποιητή οι νεκροί ανεβοκατεβαίνουν τα πατώματα, της λέω ότι το διάβασα ήδη στη σελίδα 37 της μεστής ποιητικής της σύνθεσης «Δόξα Εβρου» (εκδ. Κάπα)· μου λέει ότι γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1979, της λέω Χρόνια Πολλά.