ΓΣΕΒΕΕ: Ιστορικό υψηλό στις επιχειρηματικές προσδοκίες για το επόμενο εξάμηνο

ΓΣΕΒΕΕ: Ιστορικό υψηλό στις επιχειρηματικές προσδοκίες για το επόμενο εξάμηνο

Ιστορικό υψηλό δεκαετίας καταγράφουν οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο, σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ). 

Μάλιστα για πρώτη φορά στις έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ τόσο ο γενικός δείκτης για την οικονομική κατάσταση το επόμενο εξάμηνο όσο και οι επιμέρους δείκτες προσδοκιών του κύκλου εργασιών, της ζήτησης, της ρευστότητας, των παραγγελιών και της απασχόλησης υπερτερούν των δεικτών επιδείνωσης. Το 31% των επιχειρήσεων αναμένει βελτίωση (έναντι 26,4% τον Ιανουάριο 2019 και 17,5% τον Ιούλιο 2018), το 38,5% καμία μεταβολή (έναντι 38,2% τον Ιανουάριο 2019 και 36,8% τον Ιούλιο 2018), ενώ μόλις το 16,6% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση (έναντι 29,3% τον Ιανουάριο του 2019 και 37,6% τον Ιούλιο του 2018).

Ως προς τις επενδυτικές προβλέψεις για το επόμενο εξάμηνο η έρευνα καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό πρόθεσης αύξησης των επενδύσεων, καθώς το 15,4% των επιχειρήσεων δηλώνει πως θα πραγματοποιήσει επενδύσεις.

«Εάν τα στοιχεία αυτά επιβεβαιωθούν και σε συνδυασμό με την θετική ψυχολογία που έχει δημιουργηθεί από την μείωση της φορολογίας και τις πρόσφατες ασφαλιστικές και φορολογικές ρυθμίσεις, πιθανόν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις επίτευξης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019. Ωστόσο αυτό εξαρτάται από την πορεία του τουρισμού, όσο και από τις εξελίξεις στο πεδίο των διεθνών οικονομικών ανταγωνισμών και των γεωπολιτικών κινδύνων», αναφέρεται στην έρευνα.

Συμπεράσματα

Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία MARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 806 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό) στο διάστημα 15-23 Ιουλίου 2019, έχουν ως εξής:

Επενδύσεις

1. Μετά τη σημαντική βελτίωση που καταγράφηκε στο Β εξάμηνο του 2018, ιδίως στους επιμέρους δείκτες της έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η αποτίμηση του Α’ εξαμήνου του 2019 ενισχύει κυρίως την υπόθεση της σταθεροποίησης έναντι της σταδιακής ανάκαμψης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Παρά ωστόσο την επιβράδυνση που καταγράφεται, ο γενικός δείκτης οικονομικού κλίματος ενισχύεται περαιτέρω, αν και με χαμηλότερη ένταση, σημειώνοντας ιστορικό υψηλό δεκαετίας. Ο γενικός δείκτης οικονομικού κλίματος για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαμορφώνεται στις 61,9 μονάδες (έναντι 58,8 μονάδων τον Ιανουάριο του 2019 και 53 μονάδων των Ιούλιο του 2018) συγκλίνοντας περαιτέρω με τον δείκτη του Ευρωπαϊκού Βαρόμετρου για τις ΜΜΕ της SME United (76,6). Το χάσμα ωστόσο με τις Ευρωπαϊκές ΜμΕ παραμένει μεγάλο, παρόλο που η διαφορά μεταξύ Βορρά και περιφέρειας της ΕΕ έχει μειωθεί σημαντικά.

2. Εξακολουθεί να παρατηρείται πτώση των αρνητικών δεικτών και εδραίωση της σταθεροποίησης στις ελληνικές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ωστόσο μετά από τις 4 προηγούμενες έρευνες όπου καταγράφηκε κυρίως άνοδος των δεικτών σταθεροποίησης και βελτίωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε αυτήν την έρευνα παρατηρείται μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας για το Α εξάμηνο του 2019 με ενίσχυση κυρίως των δεικτών σταθεροποίησης και πτώση των δεικτών βελτίωσης.

3. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν τις καλύτερες επιδόσεις, σε σχέση με το εμπόριο και τις υπηρεσίες, όπου καταγράφεται μια υστέρηση της τάξεως περίπου των 10 μονάδων σε σύγκριση με την μεταποίηση στον κύκλο εργασιών, την ζήτηση, τις παραγγελίες και την ρευστότητα. Ανάλογη είναι και η εικόνα σε σχέση με την ηλικία και το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση αλλά και οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο και τον αριθμό εργαζομένων παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις παλαιότερες επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις με τζίρο έως 50.000 € και εκείνες χωρίς προσωπικό.

4. Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο καταγράφουν ιστορικό υψηλό δεκαετίας. Μάλιστα για πρώτη φορά στις έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ οι δείκτες βελτίωσης τόσο για την γενική οικονομική κατάσταση του επόμενου εξαμήνου, όσο και οι επιμέρους του κύκλου εργασιών, της ζήτησης, της ρευστότητας, των παραγγελιών και της απασχόλησης υπερτερούν των δεικτών επιδείνωσης. Συγκεκριμένα το 31% των επιχειρήσεων αναμένει βελτίωση (έναντι 26,4% τον Ιανουάριο 2019 και 17,5% τον Ιούλιο 2018), το 38,5% καμία μεταβολή (έναντι 38,2% τον Ιανουάριο 2019 και 36,8% τον Ιούλιο 2018), ενώ μόλις το 16,6% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση (έναντι 29,3% τον Ιανουάριο του 2019 και 37,6% τον Ιούλιο του 2018). Περισσότερο απαισιόδοξες είναι οι μικρότερες με βάση τον κύκλο εργασιών και τον αριθμό εργαζομένων επιχειρήσεις.

Τζίρος – ζήτηση – παραγγελίες

1. Ο δείκτης κύκλου εργασιών των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων μετά την σημαντική αύξηση που κατέγραψε το Β εξάμηνο του 2018 παρουσιάζει επιβράδυνση. Διαμορφώνεται στις 58,4 μονάδες έναντι 62,3 τον Ιανουάριο του 2019 και 51,8 τον Ιούλιο του 2018. Η επιβράδυνση που καταγράφεται στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συμβαδίζει με τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί από την ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τον κύκλο εργασιών στην βιομηχανία, στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο και στον τομέα της παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης όπου καταγράφεται πτώση των κύκλων εργασιών στους παραπάνω κλάδους. Επιπλέον για το 1ο τρίμηνο του 2019 το ΑΕΠ αν και παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 0,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 1,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, υπολείπεται των αντίστοιχων αυξήσεων του 2018 σε σύγκριση με το 2017 (0,5% και 2,6% αντίστοιχα). Επίσης η καταναλωτική δαπάνη που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω την ανάπτυξη ουσιαστικά δεν μεταβλήθηκε καταγράφοντας το 1ο τρίμηνο του 2019 μείωση κατά -0,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση 0,1% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018.

2. Το 37,3% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι ο τζίρος παρέμεινε αμετάβλητος και το 20,2% βελτίωση, έναντι του 40,9% που δηλώνει επιδείνωση. Το εμπόριο, οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό και με τζίρο έως 50.000 € παρουσιάζουν τις υψηλότερες απώλειες αφού σχεδόν 1 στις 2 δήλωσε μείωση του κύκλου εργασιών του (46,2%, 47,6% και 47% αντίστοιχα).

3. Από την άλλη πλευρά, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις και εκείνες με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (πάνω από 300.000€) και μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων (πάνω από 5 άτομα) παρουσιάζουν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις καθώς σχεδόν 3 στις 10 κατέγραψαν αύξηση του τζίρου τους το προηγούμενο εξάμηνο (28,2%, 30,6% και 30,3% αντίστοιχα).

4. Περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ετήσιο τζίρο (2018) έως 50.000€ (39,1%) (44,1% το 2017). Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό (69,1%) εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία καθώς και οι μισές επιχειρήσεις του τομέα των Υπηρεσιών (50,1%). Το 17,7% δηλώνει τζίρο από 50-100.000€ (17,6% το 2017), το 18,4% από 100 έως 300.000€ (15,5% το 2017), ενώ σχεδόν 1 στις 5 επιχειρήσεις δήλωσαν ετήσιο τζίρο μεγαλύτερο των 300.000€ (18,2%) έναντι 14,9% το 2017.

5. Ως προς το δείκτη κερδοφορίας για το 2018, το 20,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη κάτω των 5.000€ (19,1% το 2017), ενώ το 15,1% κατέγραψε ζημίες ή μηδενικό κέρδος (13,8% το 2017). Η πλειονότητα των επιχειρήσεων (28,6%) δηλώνει ότι τα φορολογητέα κέρδη είναι μεταξύ 5.000 και 20.000 (25,4% το 2017), ενώ το 13,4% άνω των 20.000€ (13,2% το 2017).

6. Όσον αφορά του δείκτες ζήτησης και παραγγελιών το 21,5% και 17,7% αντίστοιχα δήλωσε αύξηση, το 38,8% και 37,1% αντίστοιχα μείωση, ενώ το 39,1% και 41,9% αντίστοιχα δήλωσε πως η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη.

7. Οι προβλέψεις των επιχειρηματιών σχετικά με την μελλοντική πορεία του κύκλου εργασιών, της ζήτησης και των παραγγελιών παρουσιάζουν αξιοσημείωτη βελτίωση καθώς είναι η πρώτη φορά σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που οι θετικές προσδοκίες υπερτερούν των αρνητικών. Ειδικότερα για τον κύκλο εργασιών 3 στις 10 επιχειρήσεις αναμένουν βελτίωση (30,8%), το 41,6% των ερωτηθέντων δεν αναμένει κάποια μεταβολή, ενώ μόλις το 17,4% αναμένει επιδείνωση. Αντίστοιχες είναι οι προσδοκίες που καταγράφονται για την ζήτηση και τις παραγγελίες. Το 30,8% και 27% αντίστοιχα αναμένει βελτίωση, το 40,7% και 43,8% αντίστοιχα καμία μεταβολή ενώ μόλις το 17,7% και 17,6% αντίστοιχα αναμένει μείωση.

8. Σε γενικές γραμμές οι προσδοκίες των επιχειρήσεων ανεξαρτήτου μεγέθους ή/και ηλικίας παρουσιάζουν μια σχετική ομοιογένεια με τις θετικές προβλέψεις να υπερτερούν των αρνητικών για όλες σχεδόν τις κατηγορίες και στους 3 δείκτες που προαναφέρθηκαν. Είναι προφανές πως οι πρόσφατες εκλογές που οδήγησαν σε αλλαγή της κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα αισιοδοξίας ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα βελτιωθεί σημαντικά. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ανάλογη συμπεριφορά, χαμηλότερης ωστόσο έντασης, είχε παρατηρηθεί και στην έρευνα οικονομικού κλίματος του Ιανουαρίου του 2015, όπου η τότε αλλαγή της κυβέρνησης είχε προκαλέσει υψηλές προσδοκίες για το μέλλον.

Χρηματοδότηση

1. Ο δείκτης ρευστότητας αν και βελτιωμένος συνεχίζει να καταγράφει χαμηλές επιδόσεις σε σύγκριση με τους υπόλοιπους δείκτες (53 μονάδες, που σημαίνει ότι περίπου 1 στις 2 επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας) επιβεβαιώνοντας ότι η απουσία ή αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά εργαλεία αποτελεί μόνιμο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρής και πολύ μικρής επιχειρηματικότητας, και ως τέτοιο επηρεάζει τις προοπτικές ανάκαμψης ιδίως των πολύ μικρών επιχειρήσεων.

2. Άλλωστε σε ακόμη μια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταγράφεται η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης, ιδίως των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Αποτελεί πλέον διαχρονικό χαρακτηριστικό ότι 9 στις 10 (90,4%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν αναζητούν τραπεζική χρηματοδότηση, ενώ από τις λίγες επιχειρήσεις που απευθύνονται προς τις τράπεζες τελικά μόνο οι μισές χρηματοδοτούνται. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει καθώς η δυσκολία του χρηματοπιστωτικού τομέα να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία έχει εξελιχθεί σε ένα σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα που καθηλώνει τις προοπτικές ανάπτυξης. Η θεσμοθέτηση από την προηγούμενη κυβέρνηση και η αναμενόμενη δημιουργία και λειτουργία από την σημερινή κυβέρνηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας που θα επικετρώνεται στις ανάγκες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρέχοντας τόσο κεφάλαια για την πραγματοποίηση επενδύσεων όσο και κεφάλαια για την καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων όπως δάνεια μικροχρηματοδότησης ή ακόμα και υπηρεσίες factoring (ιδίως προεξόφλησης τιμολογίων) μπορεί να απελευθερώσει παραγωγικές δυνάμεις με έντονο αναπτυξιακό αποτύπωμα.

3. Ειδικότερα για την ρευστότητα των επιχειρήσεων το Α εξάμηνο του 2019 το 14,6% δήλωσε ότι αυξήθηκε, το 37,8% ότι παρέμεινε αμετάβλητη, ενώ το 46,4% δήλωσε ότι μειώθηκε. Τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας καταγράφονται στις πολύ μικρές με βάση τον τζίρο και τον αριθμό εργαζομένων επιχειρήσεις (για το 54,6% και το 51,1% αντίστοιχα η ρευστότητα μειώθηκε).

4. Τις καλύτερες επιδόσεις στον δείκτη ρευστότητας καταγράφουν οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο και τον αριθμό εργαζομένων επιχειρήσεις (20,4% αυξήθηκε και 40,1% αμετάβλητη, 23,7% αυξήθηκε και 34,9% αμετάβλητη αντίστοιχα). Ως προς τους κλάδους την καλύτερη επίδοση καταγράφει ο κλάδος της μεταποίησης (20% αυξήθηκε και 36,4% αμετάβλητη).

5. Γενικά ο κλάδος της μεταποίησης παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Η βελτίωση των δεικτών της μεταποίησης δικαιολογούνται και από το εύρημα ότι κατά μέσο όρο οι μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις αξιοποιούν το 60,7% του παραγωγικού τους δυναμικού. Παρόλο που το ποσοστό αυτό υπολείπεται αρκετά από το να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητικό, εντούτοις παρουσιάζει μια αύξηση της δραστηριότητας των μεταποιητικών επιχειρήσεων καθώς είναι αρκετά βελτιωμένη σε σχέση με το 2017 όπου σε αντίστοιχη ερώτηση οι μεταποιητικές επιχειρήσεις αξιοποιούσαν κατά μέσο όρο το 51,3% του παραγωγικού τους δυναμικού.

6. Όσον αφορά τις προβλέψεις για την ρευστότητα, καταγράφεται μια εμφανής βελτίωση που προφανώς ένα σημαντικό μέρος αυτής οφείλεται στις θετικές προσδοκίες που έχει δημιουργήσει η αλλαγή της κυβέρνησης. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ οι θετικές προβλέψεις υπερτερούν των αρνητικών. Συγκεκριμένα το 28,4% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι η ρευστότητα το επόμενο εξάμηνο θα αυξηθεί, το 42,8% ότι θα παραμείνει αμετάβλητη, ενώ μόλις το 18,7% δήλωσε πως θα μειωθεί. Περισσότερο απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις με τζίρο έως 50.000 € όπου αποτελεί και την μοναδική κατηγορία όπου οι θετικές προβλέψεις υστερούν των αρνητικών (21,3% θα αυξηθεί έναντι 24,8% που δήλωσε ότι θα μειωθεί.

7. Ως προς την επενδυτική δραστηριότητα τα στοιχεία του Α εξαμήνου του 2019 είναι ελαφρώς καλύτερα σε σχέση με εκείνα του β εξαμήνου του 2018 σε σχέση με τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν επενδύσεις. Συγκεκριμένα το 14,9% των ερωτώμενων δήλωσαν ότι αύξησαν την επενδυτική τους δραστηριότητα (13% το Β εξάμηνο του 2018) γεγονός που συμβαδίζει και με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όπου ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαιου για το 1ο τρίμηνο του 2019 εμφανίζεται αυξημένος σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ωστόσο παρά την αυξηση που παρουσιάζουν οι επενδύσεις που πραγματοποιούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στις 4 τελευταίες έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ η επενδυτική δραστηριότητα κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.

8. Εξετάζοντας σε μεγαλυτέρο χρονικό βάθος τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν οι ΜμΕ την τελευταία τριετία τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (36,6%) πραγματοποίησαν κάποια μορφής επένδυση. Αν και το ποσοστό αυτό φαίνεται αρκετά υψηλό θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, δηλαδή το 63%, δήλωσε πως δεν πραγματοποίησε καμία επένδυση την τελευταία τριετία.

9. Στα επιμέρους στοιχεία οι επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν τις περισσότερες επενδύσεις ήταν οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο (61,2%) και τον αριθμό εργαζομένων (63,8%).

10. Ως προς το είδος της επένδυσης από τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν επενδύσεις το 37,2% πραγματοποίησε επενδύσεις για τεχνολογικό– ψηφιακό εξοπλισμό, το 37,2% για μηχανολογικό εξοπλισμό και το 25,6% για κτιριακές εγκαταστάσεις. Από τα ευρήματα φαίνεται ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις καταβάλλουν προσπάθειες προσαρμογής στα νέα δεδομένα που δημιουργούν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Ωστόσο η απουσία χρηματοδότησης όπως ήδη προαναφέρθηκε σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση και την απουσία κινήτρων καθιστούν τις επενδύσεις αυτές περιορισμένης κλίμακας. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το εύρημα ότι οι 9 στις 10 επιχειρήσεις (88,5%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις χρηματοδότησαν τις επενδύσεις αυτές με ίδια κεφάλαια. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις που χρηματοδότησαν τις επενδύσεις τους μέσω τραπεζικού δανεισμού είναι λιγότερες από εκείνες που βρήκαν χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ (4,1% και 5,4% αντίστοιχα).

11. Ως προς τις επενδυτικές προβλέψεις για το επόμενο εξάμηνο η έρευνα καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό πρόθεσης αύξησης των επενδύσεων των ερευνών οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καθώς το 15,4% των επιχειρήσεων δηλώνει πως θα πραγματοποιήσει επενδύσεις το επόμενο διάστημα.

12. Τέλος, μειωμένο καταγράφεται το ποσοστό επί του τζίρου των ηλεκτρονικών συναλλαγών που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα κατά μέσο όρο το ποσοστό επί του τζίρου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που γίνονται μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι στο 28,3%, έναντι 36,1% που είχε καταγραφεί στην περυσινή έρευνα. Η αδυναμία του κράτους να παρέχει ένα ελάχιστο βαθμό προστασίας από κατασχέσεις δημιουργεί αντικίνητρο τακτικής χρησιμοποίησης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής. Η θεσμοθέτηση του ηλεκτρονικού ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, που θα εξασφαλίζει προστασία για τις πληρωμές εργαζομένων, προμηθευτών, ενοικίων και λοιπών λειτουργικών εξόδων, θα δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και τη βελτίωση των επιχειρηματικών πρακτικών στο πεδίο αυτό.

Αγορά εργασίας

1. Η σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας που αποτυπώνονται στα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (17,2% – Μάιος 2019) καταγράφεται και στην αποτίμηση της έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για την απασχόληση όπου οι επιχειρήσεις που προσέλαβαν προσωπικό είναι περισσότερες από εκείνες που απέλυσαν (9,9% έναντι 5,8%).

2. Οι προοπτικές για το επόμενο εξάμηνο καταγράφουν για πρώτη φορά σε σχετικό εξάμηνο έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ θετικό ισοζύγιο καθώς οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι θα προσλάβουν προσωπικό είναι περισσότερες από εκείνες που δηλώνουν πως θα απολύσουν (7,9% έναντι 7,7%).

3. Και σε αυτή την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επαληθεύονται τα ευρήματα των προηγούμενων ερευνών αλλά και επίσημων στοιχείων (Μηνιαία Δελτία ΕΡΓΑΝΗ) για την ύπαρξη υψηλού ποσοστού ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό (38,5%) είναι με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ενώ περίπου 3 στις 10 από τις επιχειρήσεις που προτίθενται να προσλάβουν προσωπικό το επόμενο διαστημα δηλώνουν πως θα είναι με καθεστώς μερικής απασχόλησης.

Οφειλές

1. Υψηλό παραμένει το ποσοστό των επιχειρήσεων (35,2%) που έχει κάποιου είδους ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο και τις τράπεζες.

2. Σταθερά υψηλότερο είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (22,1%). Το 21% των ερωτηθέντων έχει καθυστερημένες οφειλές προς την εφορία (21%), το 11,4% προς το πρώην ΙΚΑ και το 14,9% προς τις τράπεζες. Το 33,1% των επιχειρήσεων που έχουν κάποιου είδους ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο δήλωσε πως έχει ενταχθεί στις νέες ρυθμίσεις, το 27,9% δήλωσε πως έχει υπαχθεί σε άλλη ρύθμιση (πάγια), ενώ το 35,3% δήλωσε πως δεν έχει ρυθμίσει ακόμα τις οφειλές του.

3. Γενικά τα ευρήματα της έρευνας και ως προς τις οφειλές των επιχειρήσεων παρουσιάζουν τα καλύτερα στοιχεία από τότε που ξεκίνησε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ να μετρά συστηματικά τις οφειλές των επιχειρήσεων. Είναι προφανές πως οι πρόσφατες ασφαλιστικές και φορολογικές ρυθμίσεις που θεσμοθετήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση και βελτιώθηκαν κυρίως ως προς τα φορολογικά από την υφιστάμενη έχουν σημαντική συμβολή στην βελτίωση που καταγράφεται.

4. Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές από τις προβλέψεις των επιχειρήσεων ως προς τις υποχρεώσεις τους. Συγκεκριμένα το 80,4% των ερωτηθέντων δηλώνει πως θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις , έναντι μόλις 12,5% που δηλώνει πως δεν θα μπορέσει. Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά των επιχειρήσεων σχετικά με την πρόβλεψη ανταπόκρισης στις ασφαλιστικές υποχρεώσεις (80,4% και 12,9% αντίστοιχα).

5. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 14,4% των επιχειρήσεων έχει ταυτόχρονα και ασφαλιστικές και φορολογικές οφειλές. Δεδομένου ότι όπως τουλάχιστον έχει τονίσει η κυβέρνηση οι υφιστάμενες ευνοϊκές ασφαλιστικές και φορολογικές ρυθμίσεις θα είναι οι τελευταίες θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι πάγιες ρυθμίσεις ώστε να ανταποκρίνονται περισσότερο στην πραγματικότητα. Άλλωστε τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες που υπερβαίνουν τα 230 δισ. € (104 δισ. στην εφορία, 32 δισ. στο ΚΕΑΟ και 96 δισ. € στις τράπεζες), και παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, είναι αποτέλεσμα κυρίως της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των εισοδημάτων χωρίς αντίστοιχη μείωση των φορολογικών ή/και δανειακών υποχρεώσεων και θα πρέπει να αντιμετωπίστούν στην βάση αυτής της παραδοχής. Ότι δηλαδή η εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους ήταν αποτέλεσμα κυρίως αδυναμίας πληρωμής μέσα σε ένα ιδιαίτερα περιοριστικό οικονομικό περιβάλλον.

6. Περίπου 3 στις 10 επιχειρήσεις (28,7%) έχουν δάνεια προς τράπεζες. Από αυτές 1 στις 2 περίπου (51,1%) έχει καθυστερημένες οφειλές, ένας δηλαδή σταθερά υψηλός αριθμός επιχειρήσεων.

7. To 8.9% των ερωτηθέντων ή περίπου 74.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες το προηγούμενο εξάμηνο με κατάσχεση/ ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές.

8. Μειωμένες καταγράφονται οι οφειλές των επιχειρήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς εκείνοι που δηλώνουν ότι καθυστερούν να καταβάλλουν οφειλές σε προμηθευτές, σε ενοίκια και στις πρώην ΔΕΚΟ είναι αντίστοιχα στο 16,1%, 12% και 17%. Παρόλο που τα ποσοστά είναι μειωμένα σε σχέση με όλες τις προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ παραμένουν σημαντικά υψηλά που σε ένα βαθμό αντανακλά την περιορισμένη πρόσβαση ιδίως των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε κεφάλαια και πιστώσεις.

9. Τα μεγαλύτερα προβλήματα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν κυρίως οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό και εκείνες με τζίρο έως 50.000 €, δηλαδή οι μικρότερες επιχειρήσεις.

Επιχειρηματική δραστηριότητα

1. Παρά την επιβράδυνση στην οικονομική δραστηριότητα που καταγράφεται για το Α εξάμηνο του 2019 το θετικό ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών επιχειρήσεων συνεχίζεται για πέμπτο συνεχόμενο εξάμηνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ το ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών επιχειρήσεων για το Α’ εξάμηνο του 2019 ήταν θετικό κατά 11.126 επιχειρήσεις.

2. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ όπου ο δείκτης βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων βρίσκεται στις 91 μονάδες, αυξημένος κατά 3 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009 (88) και αυξημένος κατά 25 μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2012 (66) όπου οι επιχειρήσεις που έκλειναν ήταν πολλαπλάσιες σε σχέση με εκείνες που άνοιγαν. Ωστόσο, αν και αρκετά μειωμένος, βρισκόμενος μάλιστα στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 9 ετών , ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης διατηρεί υψηλές τιμές. Το 24,1% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό να κλείσει το επόμενο διάστημα (έναντι 34 % του προηγούμενου εξαμήνου και 31,4% της αντίστοιχης έρευνας του Ιουλίου του 2018).

3. Οι υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, η χαμηλή ζήτηση, η έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδότησης θεωρούνται ως τα σημαντικότερα εμπόδια για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.

4. Η μείωση της φορολογίας και του ΦΠΑ αποτελούν κατά συντριπτικό ποσοστό (73,8%) το σημαντικότερο εμπόδιο στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα.

Ειδικό θέμα: Διακοπές

Ελαφρά αυξημένος είναι ο αριθμός των επαγγελματιών σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή έρευνα που δήλωσαν ότι θα κάνουν διακοπές. Συγκεκριμένα το 42,2% (34,9% το 2018) δήλωσε ότι θα κάνει διακοπές για τον ίδιο ή και μεγαλύτερο αριθμό ημερών σε σχέση με πέρυσι, ενώ αν και μειωμένο ένα σταθερά υψηλό ποσοστό, συγκεκριμένα το 43,9% (56,3% το 2017), δήλωσε ότι δεν θα κάνει διακοπές.

Ετικέτες

Documento Newsletter