«Yπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει. Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους ήλιους των άλλων», είχε γράψει το 1923 ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του. Αυτή η φράση μου έρχεται στο μυαλό κάθε 27η του Μάη… την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Ένα μαύρο πανό με άσπρα γράμματα να έχει πάνω του το σήμα της Ειρήνης και τη λέξη «ΕΛΛΑΣ». Αυτή η εικόνα του έμελλε να περάσει στην αιωνιότητα όταν το ακροδεξιό παρακράτος τον δολοφόνησε σε ηλικία 51 ετών.
Γεννημένος στην Κερασίτσα της Αρκαδίας, σε μια οικογένεια με 14 παιδιά, υπηρέτησε το εθνόσημο της χώρας του μέχρι και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, πριν αφιερωθεί στον όρκο του Ιπποκράτη ως γυναικολόγος. Γνώρισε τον άνθρωπο του ταπείνωσε τον Χίτλερ, τον Τζέσε Όουενς, ίνδαλμα του. Αν και έβαλε τέλος στην καριέρα του μόλις σε ηλικία 28 ετών, πρωτοστάτησε στην ίδρυση της «Ενώσεως Ελλήνων Αθλητών», το 1942. Μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής διοργάνωνε συσσίτια και υποστήριζε τους πεινασμένους και άνεργους αθλητές. Επίσης ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ένας εκ των ανθρώπων που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του ΣΕΓΑΣ, με τον ελληνικό στίβο να χρωστά πολλά στον αγωνιστή της Ειρήνης.
Η πανανθρώπινη αξία της Υγείας, η αγάπη για τον άνθρωπο και μια καλύτερη κοινωνία τον οδήγησε στην Αριστερά και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Μια κοινωνία των πολλών, ένας κόσμος ειρηνικός χωρίς πυρηνικές κεφαλές και απαλλαγμένος από τα ράλι των εξοπλισμών, αυτό ήταν το όραμα του ως στέλεχος του Διεθνούς Κινήματος για την Ειρήνη. Δεν ήταν μόνο οι ιδέες που τους έδωσε το βήμα και το μπόι του, αλλά και το ζεστό του βλέμμα που «άρμεγε το φως της οικουμένης» για περισσότερη δημοκρατία στην χώρα που τη γέννησε και από το 1949 ζούσε τον μετεμφυλιακό εφιάλτη.
Ο μεγαλύτερος αγώνας της ζωής του
Από τα «σπάικς» και το κάρβουνο του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου, φορώντας το σακάκι του και με το σήμα της Ειρήνης στα στήθη του, θα περπατήσει στον σπουδαιότερο αγώνα της ζωής του. Στις 21 Απριλίου 1963, αγνοώντας τις κυβερνητικές απαγορεύσεις του Καραμανλή θα ξεκινήσει μόνος του από τον Τύμβο του Μαραθώνα την 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης έως και τη σύλληψη του. Το αντιπυρηνικό κίνημα λάμβανε τεράστιες διαστάσεις στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα που ήταν στο άρμα της Δύσης, όλα αυτά περί ειρήνης και αφοπλισμών ακουγόντουσαν ως «κομμουνιστικά». Ο έντονος αντικομμουνισμός της εποχής και ο φόβος του μετεμφυλιακού κράτους αποκαλύπτεται και στο τότε ρεπορτάζ των «Νέων» (21/3/1963): «διά πρώτην φοράν τα περίφημα Τάγματα Ασφαλείας ενεφανίσθησαν επισήμως εις διαφόρους περιοχάς περί τον Μαραθώνα, έτοιμα προς δράσιν εις περίπτωσιν ανάγκης. Ακόμα και ναύται του Λιμενικού εχρησιμοποιήθησαν διά τη φρούρησιν της παραλίας του Μαραθώνος, διά τον φόβον προφανώς… αποβάσεως των οπαδών του Συνδέσμου “Μπέρτραντ Ράσελ”». Τίποτα όμως δεν κράτησε τον Γρηγόρη Λαμπράκη από το να πάρει μόνος του εκείνο το πανό και να πραγματοποιήσει μόνος του την πορεία.
Είναι οι ίδιες δυνάμεις που θα κοιτούν αμέτοχοι την δολοφονία του από τους παρακρατικούς Σπύρο Γκοτζαμάνη και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη. Ο Εμμανουιλίδης με μεταλλικό λοστό θα χτυπήσει τον Λαμπράκη, ενώ το γνωστό τρίκυκλο με την καρότσα θα προσπαθήσει να ξεφύγει. Τότε ξαφνικά ο Καραμανλής θα αντιληφθεί το πόσο μεγάλο ήταν το ακροδεξιό τερατούργημα που ολοένα και μεγάλωνε στους αρμούς του κράτους που ο ίδιος διοικούσε. Ήταν οι δοσίλογοι της Κατοχής, οι λαδέμποροι, οι ταγματασφαλίτες και παρακρατικοί που σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις του Παλατιού έκαναν τον Καραμανλή να αναρωτηθεί: «Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο».
Η δολοφονία ενός βουλευτή θα συγκλονίσει την Ευρώπη και θα δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά για την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα αυτό το παρακράτος θα γίνει απτή πραγματικότητα. Η Ελλάδα θα μπει στον γύψο και σε έναν νέο εφιάλτη για τον λαό της, την Χούντα των Συνταγματαρχών.
Οι δολοφόνοι είχαν πετύχει τα αντίθετα από εκείνα που επεδίωκαν. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ακόμα και νεκρός τους είχε νικήσει. Σήμερα, 61 χρόνια από τη δολοφονία του, βρίσκεται μαζί του και ο γιος του Γιώργος. Αφιέρωσε και αυτός τη ζωή του στην Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ) και έφυγε στις 22 Μαΐου , ανήμερα της απόπειρας δολοφονίας του πατέρα του. Το χτύπημα στο κεφάλι του Λαμπράκη ήταν συντριπτικό με τον Έλληνα βουλευτή να φεύγει από τη ζωή στο ΑΧΕΠΑ μια μέρα σαν σήμερα, περνώντας στην αιωνιότητα.
Μαζί με εκείνη τη φωτογραφία του από την πορεία Ειρήνης στο μυαλό μου έρχεται και η ανίδεη δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη από το 2018: «Τι τους νοιάζει τους νέους τι έγινε με τη δολοφονία Λαμπράκη». Ο σημερινός πρωθυπουργός θεώρησε τότε ιδιαίτερα ευφυές να πει πως οι νέοι δεν χρειάζεται να γνωρίζουν τα πρόσφατα ιστορικά – πολιτικά γεγονότα της χώρα μας. Εντάξει δεν είναι η πρώτη φορά που μας δείχνει πως είναι εκτός τόπου και χρόνου. Κάπως πρέπει και εκείνος (και με άλλα διαμάντια που έχει ξεστομίσει για την εξέγερση του Πολυτεχνείου) να δικαιολογήσει την κληρονομία της «Αποστασίας» που συνοδεύει την φαμίλια του.
Οι ανίδεοι και οι παραχαράκτες της Ιστορίας πάντα μένουν στο περιθώριο της. Υποτιμούν τις θυσίες και τους αγώνες που γράφονται στις σελίδες της διότι φοβούνται. Ειδικά αν έρθουν σε επαφή με την νέα γενιά… ο φόβος είναι ακόμα μεγαλύτερος.
Αν έχει κάτι να πει η στάση ζωής του Γρηγόρη Λαμπράκη στην νέα γενιά, την δική μου γενιά, την γενιά των πολλαπλών κρίσεων είναι ένα: Οι ιδέες δεν δολοφονούνται. Είναι αυτές που δίνουν το πάθος στο νου και την καρδιά για έναν καλύτερο κόσμο. Είναι αυτές που γενιά με τη γενιά προχωρούν και εξελίσσουν τον κόσμο. Είναι τα καρφιά που όσο τα χτυπούν τόσο πιο βαθιά μπαίνουν στο έδαφος. Είναι οι άνθρωποι δεν δείλιασαν απέναντι στο τέρας της βίας και «έφυγαν όρθιοι σε δημόσια θέα».